Όμως, ποια σημασία μπορεί να έχει ο τόσος πληθωρισμός λόγου, όταν τα αυτιά μας δεν ακούν; Το «εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών» (Ρωμ. 10,18) – δηλαδή “σ’ όλη τη γη αντήχησε η φωνή τους και στα πέρατα της οικουμένης τα λόγια τους” – δεν είναι μόνο ευλογία αλλά και κρίση. Δεν μπορούμε να πούμε πως δεν ακούσαμε, δεν γνωρίσαμε. Κυρίως στον τόπο μας που, από τα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας, ακούστηκε ο Ευαγγελικός λόγος. Μπορούμε μόνο να πούμε πως δεν θέλουμε να εφαρμόσουμε όσα ακούσαμε.
Το θέλω ή δεν θέλω βγαίνει από την ελευθερία που έχουμε ως εικόνες Θεού. Το «έχων ώτα ακούειν ακουέτω», που επεσήμανε ο Χριστός, είναι κραυγή που καλεί την καρδιά να ανοιχτεί για να χωρέσει τον κόσμο που αγωνιά, πονά, συντρίβεται από το βάρος και ζητά, αναπόφευκτα, να ελευθερωθεί από τον εαυτό του.
Όταν ακούμε απρόσμενα να απαντάται το ερώτημά μας ή να δίνεται λύση στον προβληματισμό μας ή όταν ακούμε τον τρόπο θεραπείας του πάθου μας και τα προσπερνούμε αδιάφορα, θεωρώντας ότι λέγονται για άλλους, τότε εφαρμόζεται σε μας ο λόγος του Ευαγγελίου που λέει πως απευθύνονται «εις ώτα μη ακουόντων».
Κι όταν, ό,τι ακούμε, αισθανόμαστε ότι, λίγο ή πολύ, μας αφορά και προσπαθούμε να εναρμονίσουμε τη ζωή μας με βάση αυτά, τότε ο λόγος του πηγαίνει «εις ώτα ακουόντων».
Λέγεται ότι στην πνευματική ζωή λειτουργεί άψογα ο πνευματικός νόμος. Στην προκειμένη περίπτωση τα «κλειστά αυτιά» κάποια στιγμή θα φέρουν δυσφορία, εσωτερική ακαταστασία, άγχος και θλίψη, γιατί ξέρουμε πως δεν κυλούν πάντα όλα στη ζωή μας ωραία και όπως τα θέλουμε. Είναι και τα απρόβλεπτα που ανατρέπουν τη ρουτίνα και απαιτούν δύναμη ψυχής για ν’ αντιμετωπιστούν.
Όμως δεν είναι μόνο για να έχουμε δύναμη, που πρέπει να είμαστε ανοικτοί στο λόγο του Θεού. Είναι, κυρίως, γιατί κρύβει την ελευθερία, τη χαρά, το νόημα ζωής. Αυτό, δηλαδή, που η ύπαρξή μας ποθεί στο βάθος. Είναι ως να μην προσέχει κάποιος τον υγιεινό τρόπο ζωής του, το τι τρώει και το πόσο κοιμάται κλπ, και ο οργανισμός του αρχίζει να εκπέμπει S.O.S. με κάποια συμπτώματα. Αν τον αγνοήσει θα ακολουθήσουν χειρότερα. Έτσι και ο πνευματικός οργανισμός, για να ζήσει όντως, χρειάζεται να τρέφεται με το λόγο του Θεού που οδηγεί, βέβαια, στην άλλη τροφή του Σώματος και Αίματος του Χριστού.
Ευλογημένοι όσοι, μέσα από τον κάματο και το φορτίο της ζωής, έχουν ανοικτά τα αυτιά της καρδιάς τους και ακούουν την προσωπική Του κλήση, ακολουθώντας Τον «όπου αν υπάγη». Γιατί αυτοί θα αισθανθούν εντός τους την ανάπαυσή Του και την πληρότητα του προσώπου τους.
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος