Ο Ελληνισμός της Σμύρνης μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου
Πριν εισέλθει η Ελλάδα στον Πόλεμο (Ιούνιο 1917) στο πλευρό της Entente, η Σμύρνη έχαιρε μιας ουδετερότητας. Δεν έκλεισε η Ευαγγελική Σχολή, η οποία ανέκοψε οπωσδήποτε την προοδευτική της πορεία και απαγορεύτηκε να συνεχίσει να είναι υπό την Αγγλική προστασία. Επίσης δεν επιτάχθηκε το Κεντρικό Παρθεναγωγείο, όπως έγινε σε άλλα σχολεία “ελληνικών” πόλεων της Μ. Ασίας. Ελάχιστες ήταν οι επιτάξεις στη Σμύρνη.
Της Βιργινίας Χαμουδοπούλου-Κωνσταντινίδου, Ιστορικού
Ο Ελληνισμός της Σμύρνης υπέστη και αυτός σοβαρές επιπτώσεις μετά από την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας, Βουλγαρίας, Τουρκίας) επί και μετά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918). Λίγο πριν από την έναρξη του Πολέμου 250.000 Έλληνες από την Ανατολική Θράκη και τα παράλια της Μ. Ασίας κατέφυγαν στη Χίο, στη Λέσβο και κυρίως στη Σμύρνη εξ αιτίας του οικονομικού αποκλεισμού και των διωγμών που υπέστησαν από τους Οθωμανούς μετά τους Βαλκανικούς πολέμους.
Η Σμύρνη κατακλείστηκε από χριστιανούς πρόσφυγες, που συνέρρεαν από τις γύρω περιοχές. Με την είσοδο της Τουρκίας στον Πόλεμο η Νεοτουρκική κυβέρνηση κήρυξε στρατιωτικό καθεστώς με αυστηρά μέτρα στην οικονομία, που θεωρήθηκε από τους Έλληνες ως οργανωμένη πολιτική εναντίον τους.
Πριν εισέλθει η Ελλάδα στον Πόλεμο (Ιούνιο 1917) στο πλευρό της Entente, η Σμύρνη έχαιρε μιας ουδετερότητας. Δεν έκλεισε η Ευαγγελική Σχολή, η οποία ανέκοψε οπωσδήποτε την προοδευτική της πορεία και απαγορεύτηκε να συνεχίσει να είναι υπό την Αγγλική προστασία. Επίσης δεν επιτάχθηκε το Κεντρικό Παρθεναγωγείο, όπως έγινε σε άλλα σχολεία “ελληνικών” πόλεων της Μ. Ασίας. Ελάχιστες ήταν οι επιτάξεις στη Σμύρνη.
Ωστόσο χριστιανοί κλήθηκαν να λάβουν μέρος στη γενική επιστράτευση τον Αύγουστο του 1914. Πολλοί Έλληνες κατέφυγαν στην Ελλάδα ή σε άλλες χώρες. Η Οθωμανική κυβέρνηση κατέφυγε στον σχηματισμό “ταγμάτων εργασίας”, στα οποία Έλληνες δούλευαν ως εργάτες σε πολύ σκληρές εργασίες και αντίξοες συνθήκες στις ερήμους της Συρίας και Μεσοποταμίας ή στα οροπέδια του Καυκάσου. Πολλοί φυγόστρατοι κατέφυγαν στην Ελλάδα ή μετανάστευσαν στην Αμερική. Οι περιουσίες που άφηναν πίσω τους δημεύτηκαν από τους Οθωμανούς. Συχνές ήταν οι έρευνες για την ανεύρεση φυγόστρατων στη Σμύρνη, όπου οι Σμυρναίοι έκρυβαν τους δυστυχισμένους αυτούς ανθρώπους ακόμα και στα ταβάνια των σπιτιών τους (tavan taburu). Το 1917 ο αριθμός των φυγόστρατων έφτασε τις 300.000.
Οι Οθωμανοί φοβόντουσαν βομβαρδισμό της Σμύρνης από τους συμμάχους (Entente) ή απόβαση των Ελλήνων στη Σμύρνη. Μεταξύ άλλων μέτρων οι Οθωμανοί προχώρησαν σε πλήρη αφοπλισμό των Ελλήνων. Η Σμύρνη βομβαρδίστηκε πολλές φορές από τους συμμάχους της Entente. Υπήρξαν αρκετές ζημιές σε καθαρά ελληνικές συνοικίες.
Ο Νομάρχης Λέσβου για τον βομβαρδισμό από τους Άγγλους των Κυδωνιών το 1915, σε ανακοίνωσή του προς τον Άγγλο ναύαρχο γράφει μεταξύ άλλων: «Ο βομβαρδισμός της ανοχυρώτου και αθώας ελληνικής πόλεως, ο επενεγκών σπουδαίας καταστροφάς μετά πολλών ανθρωπίνων θυμάτων συνεκίνησε βαθύτατα την ελληνικήν κοινήν γνώμην, ιδίως εν Λέσβω επί τω ατυχήματι της ελληνικής πόλεως, αφού ο καταστρεπτικός βομβαρδισμός εγένετο υπό Άγγλων… οίτινες παρ᾽ ημών θεωρούνται ως ηγούμενοι του Ευρωπαϊκού πολιτισμού και σθεναρώς προμαχούντες υπέρ του κύρους των διεθνών νομίμων». Αναρωτιόμαστε μήπως το περιστατικό αυτό ήταν ένα από τα πολλά προμηνύματα της αδιαφορίας των “δυτικών συμμάχων” στο θέαμα της εγκληματικής καταστροφής της Σμύρνης μετά από επτά χρόνια.
Η δεύτερη δεκαετία του 20ού αι. δοκίμασε σκληρά τον Ελληνισμό της Μακεδονίας, της Θράκης και κυρίως των Δυτικών παραλίων της Μ. Ασίας. Όχι μόνο στα πλαίσια των Βαλκανικών και του Α´ Ευρωπαϊκού πολέμου, αλλά και εξ αιτίας των εθνικιστικών στόχων του Νεοτουρκισμού. Άλλωστε οι αλύτρωτοι Έλληνες είχαν να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές και επεκτατικές βλέψεις των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων προς την Ανατολή, όπως και την εχθρότητα των Κεντρικών Δυνάμεων, ως φιλότουρκων, και αντιπάλων της Entente.
Και τότε η Σμύρνη, η Μητρόπολη της Ιωνίας, έγινε για μια ακόμα φορά ο οδοδείκτης της ελληνορθόδοξης δυναμικής, μέσα από την παντοδυναμία της Ελληνικής γλώσσας και της Ορθόδοξης Χριστιανικής Αλήθειας.
Μετά από δεκαοκτώ αιώνες (155 μ.Χ.-1910) ένας νέος Άγιος Πολύκαρπος ανέλαβε να ανανεώσει και να ζωντανέψει τα πνευματικά, αλλά και εθνικά τώρα, θεμέλια του Ελληνικού Γένους.
Ο τελευταίος Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος Καλαφάτης (1910-1922) γεννήθηκε στην Προποντίδα το 1867. Απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης (1891), στα 1897 χειροτονήθηκε Μέγας Πρωτοσύγκελλος του Οικουμενικού Θρόνου και στα 1902 Μητροπολίτης Δράμας, όπου η δράση του, με την ίδρυση πλήθους εκκλησιών και κοινωφελών ιδρυμάτων, υπήρξε εθνική, διότι στη Δράμα οργίαζε τότε η βουλγαρική προπαγάνδα. Κηρύσσοντας συνεχώς το Θείο Λόγο, με βάση την ομόνοια και την αγάπη, ξανάφερε στους κόλπους της Ορθοδοξίας χωριά που είχαν αποσκιρτήσει με τη βία, από το βουλγαρικό κομιτάτο. Για την πατριωτική του δράση η Υψηλή Πύλη ζητάει από το Πατριαρχείο την ανάκλησή του. Γράφει τότε ο Χρυσόστομος στον Έλληνα πρόξενο της Κων/Πόλεως, μεταξύ άλλων, τα εξής προφητικά λόγια: «Ζητώ Σταυρόν, μεγάλον Σταυρόν επί του οποίου να δοκιμάσω την ευχαρίστησιν καθηλούμενος… να δώσω το αίμα μου. Ούτως εννοώ το επ᾽ εμοί την ζωήν και την αρχιερωσύνην». Ευχή που έμελλε να πραγματοποιηθεί τον Αύγουστο του 1922…
Τον Μάιο του 1910, με θερμότατη εισήγηση του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ´ εκλέγεται ο Χρυσόστομος παμψηφεί Μητροπολίτης Σμύρνης, στην οποία στέλνει ένα θερμό τηλεγράφημα εκφράζοντας τη χαρά του και την αρχιερατική ευλογία του. Αποθεωτική ήταν η υποδοχή που του επεφύλαξε ο Σμυρναϊκός λαός, όταν ο νέος Μητροπολίτης έφθασε στη Σμύρνη στις 10 Μαΐου 1910. Η προκυμαία είχε κατακλυσθεί από μυριάδες κόσμου, αψίδες είχαν στηθεί και όλα τα σπίτια και τα κέντρα ήταν σημαιοστολισμένα. «…Έρχετ᾽ ο Πολύκαρπός μας! Έρχετ᾽ ήλθε ο νέος Παύλος! Νέα δόξα θ᾽ αγλαΐση τον του Πολυκάρπου θρόνον και θ᾽ απαθανατίση εις αιώνας των αιώνων!…», είναι μερικά λόγια από το πολύστιχο ποίημα που απαγγέλλει ο Λόγιος Στίλπων Πιττακής στη δεξίωση του Μητροπολιτικού Μεγάρου.
Ο Εθνομάρτυρας Άγιος Χρυσόστομος ήταν η μοιραία προσωπικότητα, που συγκέντρωσε στο πρόσωπό του την επί αιώνες ορθόδοξη πορεία των αλύτρωτων Ελλήνων, με κέντρο τη Σμύρνη, και “έδεσε” με τον μαρτυρικό θάνατό του τον Άγιο Πολύκαρπο και τον Απόστολο Παύλο του 1ου αι. μ.Χ. με τα συγκλονιστικά γεγονότα του 20ού αι., αποδεικνύοντας ότι η Χριστιανική Αλήθεια είναι Μία και αδιασάλευτη.
Στη Σμύρνη η κοινωνική και εθνική δράση του Χρυσοστόμου ήταν έντονη: Ίδρυσε σχολεία και άσυλα, οργάνωσε συσσίτια, βελτίωσε τα κοινοτικά ιδρύματα, ανοικοδόμησε το μέγαρο της “Ευσέβειας”, η οποία με σκοπό την ηθική και πνευματική καλλιέργεια παντός ορθοδόξου χριστιανού, ήταν η μεγαλύτερη Αδελφότητα με 2.000 μέλη. Η “Ευσέβεια” είχε ιδρύσει κατηχητικά σχολεία και είχε αναλάβει την δωρεάν δημοτική εκπαίδευση άπορων μαθητών.
Τον Ιούνιο του 1910 ο Χρυσόστομος οργάνωσε μέγα συλλαλητήριο του Σμυρναϊκού λαού, επειδή οι Τουρκικές Αρχές είχαν παραδώσει στους Βουλγάρους ελληνικές εκκλησίες της Μακεδονίας, καθώς και για άλλες ανθελληνικές εκδηλώσεις των Τούρκων. Αθηναϊκές εφημερίδες έγραψαν τιμητικά λόγια γι᾽ αυτήν την εκδήλωση: «η Γκιαούρ (= άπιστη) Σμύρνη, θα είναι η πρώτη πόλις του αλύτρωτου Ελληνισμού, η οποία θα επιτελέση ενόρκως το καθήκον της προς την Μητέρα Εκκλησία, ης πιστά και γενναία τέκνα υπήρξαν πάντοτε οι αδελφοί Σμυρναίοι». Πολλοί συγγραφείς σκιαγραφούν με λόγια επαινετικά την προσωπικότητα του Χρυσοστόμου.
Τον Μάιο του 1914 (αρχή Α´ Παγκοσμίου Πολέμου), με βάση σχέδιο του Γερμανού στρατηγού Φον Λίμαν Σάνδερς, εκδηλώνονται βιαιότατοι ανθελληνικοί διωγμοί με στόχο την εξόντωση όλων των Ελλήνων από τα Μικρασιατικά παράλια. Μυριάδες πρόσφυγες καταφεύγουν στη Σμύρνη.
Ο Χρυσόστομος απευθύνει δραματικές εκκλήσεις προς τους ξένους πρεσβευτές στην Κων/Πολη και προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Οργανώνει από Σμυρναίους εθελοντές “Στρατόν σωτηρίας” για την περίθαλψη των προσφύγων εξασφαλίζοντάς τους στέγη, τροφή και φάρμακα. Οι ευρωπαϊκές εφημερίδες τον αποκαλούν “ομηρικόν ήρωα”. Για την έντονη εκκλησιαστική και κυρίως κοινωνική δράση του, οι Τούρκοι ζητούσαν ευκαιρία να απαλλαγούν από τον Μητροπολίτη Σμύρνης. Έτσι, με την κήρυξη του πρώτου Ευρωπαϊκού πολέμου, ο φοβερός διώκτης των Ελλήνων Ραχμή μπέης, βαλής Σμύρνης, τον Αύγουστο του 1914 απέλασε βίαια τον Χρυσόστομο στην Κων/Πολη, όπου παρέμεινε εξόριστος έως το 1918. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου συνεχίστηκαν οι εξοντωτικοί διωγμοί των Ελλήνων της Μικρασίας και του Πόντου, ενώ ο Χρυσόστομος δεν παύει να στέλνει από την Πόλη εκκλήσεις προς τους ισχυρούς ζητώντας την προστασία τους και για τα τρομερά “τάγματα εργασίας”, τα οποία ήδη μνημονεύσαμε. Ο Χρυσόστομος γράφει, μεταξύ πολλών άλλων, στον βασιλέα Κωνσταντίνο να εξέλθει από την ουδετερότητα και να συμπολεμήσει με τους Συμμάχους για την “πραγμάτωσιν των προαιωνίων πόθων του Γένους.”