Ο ερωτισμός του Παπαδιαμάντη
Γράφει ο Δημήτριος Λυκούδης, φιλόλογος
Εδώ και χρόνια γράφω και υποστηρίζω ότι ο πλέον αδόκιμος όρος για να χαρακτηρίσει κάποιος τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη είναι η λέξη «κοσμοκαλόγερος». Ο Παπαδιαμάντης, εάν μπορούμε να τού αποδώσουμε τον ως άνω όρο, έστω καταχρηστικά, αυτό δυνάμεθα να το κάμνουμε μόνο και μόνο ως αποτέλεσμα, ως απόρροια, δηλαδή, του ενεργήματος που λέγεται «ζωή» και ουδέποτε ως ενέργεια, ως τρόπο δηλαδή βιωματικής καθημερινότητας. Άλλωστε, πόρρω απέχει η εγκόλπωση της ένδειας και φτώχειας με την ενατένιση και τελική συμπόρευση του ερωτικού στοιχείου.
Με άλλα λόγια, έχω την αίσθηση ότι θα ήταν ευκρινέστερος ο όρος «κοσμοκαλόγερος» στην περίπτωση που θα χαρακτήριζε την, πράγματι, παντελώς απέριττη καθημερινότητα του μεγάλου λογοτέχνη και σε καμία περίπτωση την καλλιέργεια του ερωτικού του συναισθήματος, που, ούτως ή άλλως, δεν έπαψε ουδεπόποτε επί της γης, να τον συνέχει και καθοδηγεί.
Ο Παπαδιαμάντης εμφορείται από έναν πηγαίο, φυσικό ερωτισμό που όλο και περισσότερο κατακλύζει την καρδιά του, εμπνέει τους λογισμούς του, «αυτοτιμωρείται» και συγκρούεται με την, ωσαύτως, πλούσια ορθόδοξη πνευματικότητά του. Είναι, τρόπον τινά, «δέσμιος» σε μια μόνιμη και αέναη μοναχικότητα (1), πολλές δε, φορές καί μοναξιά καί μελαγχολική κατάσταση, λες και βάλθηκε ο ίδιος, ως ερωτικός οφειλέτης, ν᾿ αποπληρώνει κάθε εξέγερση και δράση των ερωτικών του αισθήσεων!
Ο Μιχάλης Περάνθης, να, κάπως έτσι, βάζει τις σκέψεις να τυραννούν τον σκιαθίτη λογοτέχνη μας: «Δεν είχαν βέβαια χαθεί. Έμενε πάντα μια καρδιά να χτυπάει βίαια στο αναφτέριασμα της ελπίδας. Ήταν χθες βράδυ που τό ᾿ μαθε. Η Λιαλιώ είναι χήρα εδώ και τρεις μήνες… Η φαντασία αναδιπλώθηκε μια στιγμή, η σωφροσύνη έφυγε, ταράχτηκε η σκέψη του… Τὠρα δεν ξέρει κι αυτός ποιό (sic) αίσθημα είναι που κυριαρχεί μέσα του. Κι αν βγήκε στην εξοχή, ήταν για να μπορέσει στην ερημιά να συλλογιστεί. Μα δεν μπορεί. Αναμνήσεις έρχονται πολλές, αναμνήσεις γλυκιές, περασμένες, και οι σκέψεις παραμερίζουν. Ίσως να μην υπάρχει καιρός για σκέψεις» (2).
Ο Παπαδιαμάντης κινείται διαρκώς σε μια εθελούσια αποστροφή του «ωραίου» και δη, της έννοιας «γυναίκα», όχι τόσο επειδή δεν έχει τρόπο να γοητεύσει αυτήν, αλλά, κυρίως, επειδή απουσιάζει παντελώς από αυτόν η δυνατότητα να την κρατήσει και διατηρήσει κοντά του. Και μόνο η θέα της γυναικός είναι αρκετή να τον υποδουλώσει σε δεκάδες μύχιες σκέψεις, ακριβώς εκείνη τη στιγμή κατά την οποία, ο ίδιος γνωρίζει καλύτερα, είναι η αφορμή να τον απομακρύνει από τον αρχικό του προορισμό και στόχο. Είναι η θέα της γυναικός η αφορμή να κυριαρχήσει και να εδραιωθεί εντός του η καταθλιπτική μοναξιά, η οποία, πολλές φορές, αν όχι τις περισσότερες, τον συντρόφευε και, ως πίστευε, τον φόρτωνε με ενοχές και τύψεις τόσο έναντι του Ουρανίου Πατρός όσο και μέσα του, καθώς ένιωθε ανίσχυρος, κατηγορούμενος, ανήμπορος, αποτυχημένος, εφάμαρτος.
«Τώρα το βλέπει κι αυτός πως είναι ένας άχρηστος. Βαθιές σκέψεις αφαιρούν την έκφραση από το βλέμμα του. Πικρές ρυτίδες σουφρώνουν στην άκρη στα χείλια του. Ντρέπεται τον παπά, τις αδερφές του, τον κόσμο. Καί σκύβει το κεφάλι, ανίσχυρος μπρος στη μοίρα του που τον μάχεται. Όλα του τα σχέδια να διαλύονται. Ό,τι πιάνει στο χέρι να γίνεται στάχτη κ᾿ ένας κόμπος να τον πνίγει πάντοτε στο λαιμό! Πότε θα φκιάξει λοιπόν τη ζωή του, αφού είναι πιά είκοσι χρόνων;» (3)
Και συνάμα, όταν υπερισχύει το πνευματικό στοιχείο, ο Παπαδιαμάντης απομονώνεται αυτοθέλητα και «πνίγει» τον ερωτισμό του ή, ενίοτε, τον μετουσιώνει σ᾿ έναν κατεξοχήν θείο ερωτισμό προς τα άνω: «Το βράδι, όταν γυρίζει, ανάβει ένα κερί και κάθεται στην καρέκλα με τους αγκώνες στο τραπέζι του και τις παλάμες στα μάγουλα. Έχει ανοιγμένον μπροστά του τον Εκκλησιαστή και διαβάζει ψαλμουδιαστά ως τη νύχτα, ενώ έξω σφυρίζουν οι άνεμοι ή κλαυθμηρίζει μονότονο το απόηχο της βροχής. Όταν κουραστεί, θα φυσήξει το κερί και θα πέσει για ύπνο» (4).
Χαρακτηριστικό απόσπασμα, ίσως από τα πλέον παραστατικά, που εκφράζει τον ερωτισμό του Παπαδιαμάντη είναι το διήγημά του «Όνειρο στο κύμα»: «Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης, το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους και κάμουν να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχε βυθισθή άπαξ καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχεν βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρε το νερόν, και είχεν αναδύσει […] Ήταν απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κι έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας της, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προχέοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήταν πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα. Ήτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναύς μαγική, η ναύς των ονείρων…» (5).
Ο Παπαδιαμάντης είναι ο «μεγάλος» διηγηματογράφος μας, ο «σπουδαίος» των ελληνικών γραμμάτων και πάνυ αγαπημένος μου, πλην, όμως, δεν είναι ο «άγιος» της ελληνικής διηγηματογραφίας. Είναι ένας συνειδητός «κοσμοκαλόγερος» με την ευρύτερη κοσμική έννοια του όρου και ουχί την πνευματική. Άλλωστε, η «αποτυχημένη»(6) επαγγελματική του ανέλιξη – ζούσε από τις μεταφράσεις που έκαμνε σε εφημερίδες και περιοδικά – μαρτυρεί του λόγου το αληθές. Παρά ταύτα, ο «κυρ Αλέξανδρος», ακόμη και σήμερα (έχω την αίσθηση και για πολλά ακόμη χρόνια, καθώς δεν έχουμε κατανοήσει ακόμη το πνεύμα του Παπαδιαμάντη), θα μεσουρανεί, θα ξεχωρίζει, έστω και παραχαραγμένος από την πλειονότητα των μελετητών και αναγνωστών του.
Ένας φιλέρημος ερευνητής του νου του ανθρώπου, ένας έμπονος μύστης του καρδιακού του απόκοσμου και, ταυτόχρονα, ένας υψιπετής διάκονος του Λόγου, ένας βιωματικός ιεραπόστολος, ο οποίος, εάν και προσπάθησε, εάν και ορεγόταν διάπυρα και ακόρεστα, δεν κατόρθωσε να αποδράσει από έναν μελαγχολικό ερωτισμό που εκούσια είχε ενδυθεί και είχε μεταποιήσει σε διά βίου μονόδρομο. Ο Παπαδιαμάντης είναι μια μοναχική ερωτική φύση που διαρκώς αναζητά την αποπλάνηση. Η δε αποπλάνησή του είναι αυτή ακριβώς: η γνώση ότι ο έρωτας δεν επρόφτασε, αποστράφηκε, δεν καταδέχθηκε επί της γης, να κάνει να τον συναντήσει…!
Παραπομπές:
- Πρβλ., Δ. Λυκούδη, Η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη, εφημερίδα ΤΟ ΑΡΘΡΟ, αρ. φύλ. 531, Κυριακή 02 Ιουλίου 2017, σελ. 24.
- Μ. Περάνθης, Ο Κοσμοκαλόγερος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Εστία, Αθήνα 2010, σελ. 156.
- Αυτόθι, σελ. 51.
- Αυτόθι, σελ. 194. Δύναται ο αναγνώστης να μελετήσει το περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 355, Χριστούγεννα 1941, το οποίο είναι τιμητικά αφιερωμένο στον σκιαθίτη λογοτέχνη.
- Α. Παπαδιαμάντη, Επιλογή 1 (Εισαγ. Τάκης Αδάμος), Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1992, σελ. 267-269.
- Ο γράφων, σε καμία περίπτωση, δεν αποδέχεται την επαγγελματική ανέλιξη του Παπαδιαμάντη ως «αποτυχημένη». Ίσως, ήταν ένας μονόδρομος για λίγους, η καθημερινότητα και η διαβίωσή του. Ένας μονόδρομος για ιδιαίτερους, για ξεχωριστούς, για ερωτικούς και παράξενους ανθρώπους. Ήταν ο μονόδρομος του Παπαδιαμάντη!