Ο Εθνομάρτυς μητροπολίτης Αγχιάλου Ευγένιος, λίγο πριν τη θανάτωσή του από τους Τούρκους, 10 Απριλίου 1821, έλεγε στους δημίους του:
«Ω! δήμιοι, τι στοχάζεσθε; μικρά δι᾿ ημάς είναι ταύτα τα κολαστήρια. Κόψατέ μας τα μέλη, συντρίψατέ μας τα οστά, καύσατέ μας τας σάρκας, επινοήσατε παν είδος ανηκούστου τιμωρίας. Όλα θέλομεν τα υποφέρει μετά χαράς. Δία μίαν δράκα αίματος κυκλοφορούντος εις τας φλέβας μας, δία μίαν λεπτήν αέρος αναπνοήν, δεν πωλούμεν την ευσέβειαν εις την μανίαν της ασεβείας. Αρχιερείς είμεθα της Εκκλησίας των μαρτύρων. Ποιμένες λαού, διά τον οποίον ωρκίσθημεν καί να αποθάνωμεν. Μαθηταί του Χριστού, όστις απέθανεν επί του σταυρού. Μάθετε εξ ημών ποίαν δύναμιν έχει η πίστις των Χριστιανών. Μάθετε ποίον είναι το έθνος, το οποίον θέλετε να τρομάξητε διά των βασάνων σας. Μάθετε ότι οι Έλληνες γνωρίζουσι να προτιμώσι να αποθνήσκουν μυριάκις, παρά να προδώσωσι τους αδελφούς και την πατροπαράδοτον αυτών πίστιν».
Την ίδια ημέρα απαγχονίστηκαν και δύο ακόμη εθνομάρτυρες αρχιερείς, ο Εφέσου Διονύσιος και ο Νικομηδείας Αθανάσιος και λίγο πριν, την ίδια πάντα ημέρα, Κυριακή του Πάσχα, 10 Απριλίου 1821, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’.