Το 1828, ταξιδεύοντας για πρώτη φορά στο νησί ‘Ακουν – διηγείται ο ίδιος – είδα όλους τους κατοίκους να στέκονται κατά μήκος της ακτής. Μόλις πάτησα το πόδι μου στην παραλία έτρεξαν με χαρά κοντά μου.
– Τι συμβαίνει; τους ρώτησα. Γιατί τόσο χαρούμενοι;
– Σας περιμέναμε, απάντησαν. Και θέλουμε να μείνετε μαζί μας όλη την ημέρα.
– Ποιος σας είπε ότι θα έρθω; ρώτησα έκπληκτος.
– Ο Σμιρενίκωφ, αποκρίθηκαν, ένας από τη φυλή μας, που είναι σαν αλλοπαρμένος.
– Να μου τον φέρετε εδώ.
Δεν χρειάστηκε όμως να τον φέρουν, γιατί ο Ιβάν Σμιρενίκωφ ήρθε μόνος του, με πλησίασε και μου είπε:
– Κατάλαβα ότι με ζητήσατε, και ήρθα να σας δω. Για την άφιξή σας με πληροφόρησαν δύο φίλοι μου.
– Ποιοι είναι αυτοί οι φίλοι σου;
– Λευκοί άνθρωποι, απάντησε εκείνος. Μένουν στα βουνά, όχι μακριά από εδώ, και μ’ επισκέπτονται κάθε μέρα.
Ο άνθρωπος αυτός, αγράμματος αλλά γνώστης του Ευαγγελίου, μου περιέγραψε τα χαρακτηριστικά τους. Ο ένας απ’ αυτούς μου θύμισε τον αρχάγγελο Γαβριήλ, όπως τον βλέπουμε στις εικόνες.
– Οι άνδρες αυτοί, συνέχισε ο ιθαγενής, μου εμφανίστηκαν λίγο μετά την βάπτισή μου.
– Πού μπορώ να τους συναντήσω; ρώτησα μ’ ενδιαφέρον.
– Θα τους ρωτήσω, υποσχέθηκε ο Σμιρενίκωφ.
Πήρε όμως από τους αρχαγγέλλους την εξής απάντηση:
– Ευχαρίστως θα τον δεχτούμε. Γιατί όμως θέλει να μας δει, αφού σας διδάσκει ό,τι ακριβώς και εμείς;
Τότε είπα με τον λογισμό μου: «Τι θα γίνει, αν δω πραγματικά αυτούς τους αγγέλους;» και κρίνοντας τον εαυτό μου ανάξιο, αποφάσισα να μην τους συναντήσω.
Από το βιβλίο: ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2013, σελ. 205.