Έτσι το έτος 1990, μόλις έγινα φοιτήτρια και ζούσα στην Ελλάδα, απεφάσισα να πάω στο Μοναστήρι του Οσίου Δαυΐδ για να πάρω την ευχή του. Πήρα μαζί μου και μια φίλη μου Γερμανίδα Ορθόδοξη, την Μπεττίνα, η οποία είχε πρόσφατα βαπτισθή στο Σινά και ξεκινήσαμε με το λεωφορείο. Μόλις φθάσαμε οι πατέρες μας είπαν πως ο Γέροντας δεν έβγαινε από το κελλί του λόγω υγείας. Ήταν αδύνατο να πάρουμε την ευχή του. Στενοχωρηθήκαμε, αλλά επειδή δεν είχε λεωφορείο επιστροφής την ίδια μέρα, μείναμε εκεί και πήγαμε στον Εσπερινό.
Ξαφνικά μου λέει η Μπεττίνα: «Να ο Γέροντας». Απόρησα πώς ήταν τόσο σίγουρη ότι ήταν εκείνος, αφού δεν είχαμε δη ποτέ φωτογραφία του. «Μόνο εκείνος μπορεί να είναι. Κοίταξέ τον», μου είπε. Τότε κοίταξα και εγώ τα μάτια του Ιερομονάχου που συμμετείχε στην ακολουθία. Έμεινα άναυδη. Ποτέ δεν είχα ξαναδή μια τέτοια έκφραση. Δεν ήταν του κόσμου τούτου, αλλά ήταν από άλλον κόσμο. Η γαλήνη και η αγάπη που εξέφραζαν υπερέβαινε κάθε ανθρώπινο μέτρο. Είχαν κάτι ουράνιο, γνώριζαν τις ψυχές των ανθρώπων, έλαμπε ένα φως μέσα τους που τον έκαναν ολόκληρο διάφανο, όπως τα χάρτινα φαναράκια που φαίνονται διάφανα, όταν φωτίζωνται από μέσα.
Άλλη φορά που πήγα και εξωμολογήθηκα, ενώ μιλούσαμε μου έλεγε τι να μην λέω και πώς να μην φέρωμαι, μιμούμενος την φωνή και τις κινήσεις μου. Και ενώ ήταν ολόϊδιες με τις δικές μου οι κινήσεις που έκανε και ο τόνος της φωνής του εκείνη την στιγμή ολόϊδιος με τον δικό μου, μου φάνηκε απολύτως φυσικό. Τα έλεγε από αγάπη και με πατρική στοργή γι’ αυτό ούτε ντράπηκα, ούτε πληγώθηκα που με μιμούνταν.
Στην επιστροφή ήμουν χαρούμενη σαν μικρό παιδάκι. Αισθανόμουν να με συνοδεύη η αγάπη του Γέροντα και μου ερχόταν να αγκαλιάσω όλο τον κόσμο από την χαρά μου. Την άλλη μέρα συνειδητοποίησα πως με είχε μιμηθή, για να μου δείξη να καταλάβω πώς πρέπει να φέρωμαι και ευχαρίστησα τον Θεό που μου είχε κάνει αυτό το ανεκτίμητο δώρο, να γνωρίσω τον άγιο Γέροντα Ιάκωβο.
Από το βιβλίο: “Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)”. Γ’. Μαρτυρίες, σελ. 279. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.