Μόλις με είδαν, μου είπαν:
– Είστε από την τάδε επαρχιακή πόλη;
Λέγω:
– Ναι, πού το καταλάβατε;
– Μας είπε ο Γέροντας ότι σας περιμένει.
– Μάλλον πρόκειται για άλλον, γιατί εγώ δεν τηλεφώνησα.
– Όχι, μόλις τώρα του ζητήσαμε να τον ξαναδούμε και μας είπε «δεν μπορώ, γιατί περιμένω ένα παιδί από την τάδε περιοχή». Τώρα άλλος δεν ήρθε, ήρθατε εσείς και είστε από εκεί…
– Καλά, θα τον ρωτήσω.
Όταν μπήκα στο Καθολικό, προσευχόταν γονατιστός στην εικόνα του οσίου Δαβίδ στο τέμπλο, και τον ρώτησα αν εννοούσε εμένα· και μου λέγει:
– Ναι, τέκνον μου, εσένα εννοούσα· μου είπε ο όσιος Δαβίδ ότι έρχεσαι.
Μετά από διήμερη παραμονή στην Μονή και με το αίτημα να μου πη σε ποιον Πνευματικό να πάω κοντά στον τόπο διαμονής μου, επειδή έπρεπε να έχω Πνευματικό κοντά, ήρθε η ώρα να φύγω και ακόμα δεν μου είχε πει.
– Γέροντα, σήμερα φεύγω και το αίτημά μου έμεινε ανεκπλήρωτο.
Μου λέγει: «Κάθησε, τέκνον μου, στο κάθισμα πλησίον της κρήνης εντός της Μονής, κι έρχομαι».
Σε λίγο κάθησε δίπλα μου, με κοίταξε βαθειά στα μάτια και μου λέγει:
– Δεν πας, τέκνον μου, στον τάδε; Πήγαινε, τέκνον μου, στον τάδε· είναι καλός άνθρωπος…
Τότε έλαμψε, έγινε όλος φωτεινός και χαρούμενος. Κάποιοι διακριτικοί στο Άγιον Όρος ερμήνευσαν το φαινόμενο ότι είχε πληροφορία καρδιάς άμεση, κατευθείαν απ’ τον Χριστό.
Αργότερα που πολεμήθηκα από διάφορες καταστάσεις και λογισμούς για τον Πνευματικό αυτό, έφερνα το γεγονός στην μνήμη μου και μου έδινε κουράγιο και υπομονή.
Λίγο ψωμάκι έτρωγε κι ένα καφέ έπινε μετά την θεία Λειτουργία, τα οποία έκανε μία ώρα να τα τελειώση. Κάποιες φορές στην τράπεζα που όλοι μας φάγαμε από δύο πιάτα (τότε ήταν μόνο τρεις πατέρες και έτρωγαν και οι προσκυνητές στην ίδια τράπεζα), ο π. Ιάκωβος έφαγε μόνο μισό κολοκυθάκι αλάδωτο μ’ ένα ξεροκόμματο που το έβγαλε απ’ την τσέπη του κι αυτό έκανε μία ώρα να το φάη. Συνέχεια εξιστορούσε θαύματα του οσίου Δαβίδ και συμβούλευε.
Από το βιβλίο: Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες), σελ. 260. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.