Μὲ πολλὴ συγκίνηση δέχθηκα αὐτὸ τὸ δῶρο, γιατὶ αὐτὸς ὁ ἅγιος εἶναι πολὺ ἀγαπητὸς σὲ μένα, ὅπως εἶναι συμπαθέστατος καὶ σὲ ὅσους τὸν ξέρουνε. Κρέμασα λοιπὸν αὐτὸ τὸ εἰκονισματάκι στὸ εἰκονοστάσι μας, ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἁγίους, ποὺ τοὺς παρακαλοῦμε στὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς μας, καὶ ποὺ ἀνάμεσά τους ξεχωρίζουνε ὁ ἅγιος Νικόλαος κι᾿ ὁ ἅγιος Γιάννης ὁ Πρόδρομος, κ᾿ οἱ νέοι ἢ νεοφανεῖς ἅγιοι, ὅπως οἱ ἅγιοι μάρτυρες Ῥαφαὴλ καὶ Νικόλαος, ὁ ἅγιος Γεώργιος ὁ Χιοπολίτης, ὁ ἅγιος Γεώργιος Ἰωαννίνων, ὁ ἅγιος Δαυῒδ ὁ Γέρων, ὁ ἅγιος Νεκτάριος κ.ἄ.
Τὸ σμαλτένιο εἰκονισματάκι ποὺ εἶπα, παριστάνει τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ ποὺ περπατᾶ μέσα στὸ δάσος, ἕνα γεροντάκι σκυφτό, ἀκουμπισμένο στὸ ραβδί του μὲ τὸ δεξὶ χέρι καὶ στ᾿ ἀριστερὸ βαστᾶ ἕνα κομποσκοίνι. Τὸ πρόσωπό του λαμποκοπᾶ ἀπὸ τὴν καλοσύνη, καὶ τὸ ῥασοφορεμένο σῶμα του μὲ τὰ χοντροπάπουτσά του ἔχει μία σεβάσμια κι᾿ ἀξιαγάπητη κίνηση, γεμάτο ἁγιοσύνη καὶ πραότητα.
Αὐτὸς ὁ ἅγιος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τελευταίους, γιατὶ γεννήθηκε στὸ Κοὺρκ κατὰ τὰ 1759 καὶ κοιμήθηκε στὰ 1833, δηλαδὴ ἔζησε στὸν ἴδιον καιρὸ μὲ τὸ δικό μας ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Τὸ κοσμικὸ ὄνομά του ἤτανε Προχόρ, δηλαδὴ Πρόχορος, κ᾿ ἤτανε τὸ τρίτο παιδὶ τῆς οἰκογένειάς του. Τὰ μεγαλύτερά του ἤτανε ἕνας ἀδελφὸς καὶ μία ἀδελφή. Ὁ πατέρας του ἤτανε πρακτικὸς κάλφας ποὺ ἔχτιζε ἐκκλησιές. Λίγο πρὶν νὰ γεννηθῆ ὁ Προχόρ, ἔπιασε νὰ χτίζη μία μεγάλη ἐκκλησία, μὰ δὲν πρόφταξε νὰ τὴν τελειώση, γιατὶ πέθανε. Ἀλλὰ ἡ γυναίκα του ἤτανε ἄξια κ᾿ εἶχε μάθει κοντά του κάμποσα ἀπὸ τὴν τέχνη του, κι᾿ ἅμα ἀπόμεινε χήρα, ἀνάλαβε ἐκείνη ν᾿ ἀποτελειώση τὴν ἐκκλησιά. Πολλὲς φορὲς ἔπαιρνε μαζί της καὶ τὸ μικρὸ Προχόρ, ποὺ ἔδειχνε μεγάλη ἀγάπη στὴν τέχνη τῶν γονιῶν του.
Ἀπὸ τότε φανέρωσε ὁ Θεὸς πὼς τὸν προώριζε γιὰ τὸ μεγαλύτερο πνευματικὸ ἀξίωμα ποὺ ὑπάρχει, δηλαδὴ νὰ γίνῃ ἅγιος. Καὶ τὸ φανέρωσε μὲ τοῦτον τὸν τρόπο: Ὁ Προχὸρ ἤτανε ἑφτὰ χρονῶν. Μιὰ μέρα τὸν πῆρε ἡ μητέρα τοῦ μαζί της στὴν ἐκκλησιὰ ποὺ ἔχτιζε. Τὴν ὥρα ποὺ ἀνεβαίνανε στὸ καμπαναριό, ὁ Προχὸρ παίζοντας, σὰν παιδί, παραπάτησε κ᾿ ἔπεσε ἀπὸ τόσο ψηλά, ποὺ θὰ σκοτωνότανε σίγουρα. Μὰ σὰν νὰ τὸν πιάσανε κάποια ἀόρατα χέρια, καὶ δὲν ἔπαθε τίποτα. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἔτυχε νὰ περνᾶ ἕνας θεοφοβούμενος ἄνθρωπος ποὺ εἶχε προορατικὴ χάρη, κ᾿ εἶπε στὴ μητέρα του πὼς ὁ Θεὸς ἔκανε ἐκεῖνο τὸ θαῦμα, γιατὶ προώριζε τὸ παιδὶ νὰ γίνῃ ἕνας μεγάλος ἅγιος.
Σὰν ἔγινε δέκα χρονῶν, ἀρρώστησε, κ᾿ ἔπαψε νὰ πηγαίνη στὸ σκολειό. Δὲν ἔφτανε ἡ ἀρρώστια, ἀλλὰ στενοχωριότανε περισσότερο ποὺ ἔχανε τὰ μαθήματα, ἐπειδὴ ἀγαποῦσε πολὺ τὰ γράμματα. Μιὰ νύχτα τὸν ἄκουσε ἡ μητέρα του νὰ μιλᾶ μὲ κάποιον. Σὰν τὸν ρώτησε, τῆς εἶπε πὼς εἶχε δὴ τὴν Παναγία, καὶ πὼς τοῦ εἶπε πὼς θὰ τὸν γιατρέψη. Ὅπως κ᾿ ἔγινε. Γιατί, ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγες μέρες περνοῦσε ἀπὸ τὸ σπίτι τοὺς μιὰ λιτανεία μὲ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, κ᾿ ἡ μητέρα τοῦ τὸν πῆγε καὶ τὴν ἀνασπάσθηκε. Τὴν ἄλλη μέρα, τὸ παιδὶ ἔγινε ὁλότελα καλά.
Ἀπὸ τότε δὲν ἀπόλειπε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, καὶ κάθε μέρα διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο. Κάποτε συναπάντησε στὸ δρόμο ἐκεῖνον τὸν θεοφοβούμενον ἄνθρωπο ποὺ ἔτυχε τὴν ὥρα ποὺ γκρεμνίσθηκε ἀπὸ τὸ καμπαναριό, καὶ μὲ τὸν καιρὸ δέσανε στενὴ φιλία μεταξύ τους. Ὁ ἕνας ἐκμυστηρευότανε στὸν ἄλλον κάποια μυστηριώδη ὁράματα, μὰ δὲν τὰ λέγανε σὲ κανέναν ἄλλον, γιὰ νὰ μὴν τοὺς περιπαίζουνε. Ὡστόσο περνούσανε γιὰ «βλαμμένοι», ὅπως λένε τοὺς εὐλαβεῖς οἱ ἄπιστοι, μὰ ἐκεῖνοι δὲν δίνανε σημασία καὶ κάνανε τὸν ἀπανάγαθον, δηλαδὴ ἤτανε «οἱ διὰ Χριστὸν σαλοί». Στὸν παληὸν καιρὸ σταθήκανε κάποιοι ἅγιοι, ποὺ κάνανε τὸν τρελὸ γιὰ τὸν Χριστό, ὥστε νὰ τοὺς περιφρονοῦνε οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ τοὺς ταπεινώνουνε, κ᾿ ἔτσι νὰ σβήνουν ὁλότελα τὸν ἐγωισμό τους καὶ τὴν ἀξιοπρέπειά τους. Αὐτὴ ἡ ἄσκηση ἤτανε ἀπὸ τὶς πιὸ σκληρές, ὅπως οἱ στυλίτες, καὶ γιὰ τοῦτο «οἱ διὰ Χριστὸν σαλοί» ἤτανε πολὺ λίγοι. Ὁ πιὸ σπουδαῖος στάθηκε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, ποὺ ἐζοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη μαζὶ μὲ τοὺς σκύλους, κατὰ τὰ 450 μ.X., ὁ Συμεὼν ὁ Σύρος, ποὺ ἔζησε στὰ 550 μ.X. καὶ δυό-τρεῖς ἄλλοι. Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ ἔλεγε ὑστερώτερα πὼς σὲ τέτοιο σκληρὸ δρόμο ὁ Κύριος δὲν προσκαλεῖ ποτὲ ψυχὲς ἀδύνατες{…}
{…}Ἔγινε λοιπὸν ὁ Προχὸρ δόκιμος, κι᾿ ὅλοι οἱ μοναχοὶ τοῦ μοναστηριοῦ θαυμάζανε τὸ μεγάλο ζῆλο του, τὴν εὐλάβειά του καὶ τὴν ταπείνωσή του. Χαρά του ἤτανε νὰ κάνη τὶς πιὸ κοπιαστικὲς καὶ ταπεινωτικὲς δουλειές. Ἡ προσευχὴ δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὸ στόμα του, κι᾿ ἀπὸ μέσα του ἔλεγε ὁλοένα τὴν καρδιακὴ προσευχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν»… Τὸν βάλανε νεωκόρο, καὶ τὸν χειροθετήσανε ἀναγνώστη. Πρῶτος πήγαινε στὴν ἐκκλησιὰ καὶ τελευταῖος ἔβγαινε. Διάβαζε ἀκατάπαυστα τὸ Εὐαγγέλιο, ὄρθιος μπροστὰ στὶς εἰκόνες, μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ κατάνυξη. Ἔλεγε: «Τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δίνει προσοχὴ στὰ θεϊκὰ λόγια, εἶναι σὰν τὸ φύλακα ποὺ ξαγρυπνᾶ, ψηλὰ στὸν πύργο, ἀπάνω στὴν Ἱερουσαλὴμ τῆς καρδιᾶς του». Ἔλεγε ἀκόμα, σὰν γέρασε, πὼς ἡ ὑπομονὴ εἶναι μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες χάρες ποὺ ἀποχτᾶ ὁ χριστιανός, κατὰ τὸ λόγο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος «ἐν τῇ ὑπομονῇ κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν». Ὅσο αὐστηρὸς ἤτανε στὸν ἑαυτό του, τόσο ἐπιεικὴς καὶ συγκαταβατικὸς ἤτανε γιὰ τοὺς ἄλλους.
{…}Σὰν πέθανε ὁ ἡγούμενος Παχώμιος, ποὺ ἀγαποῦσε τὸν Σεραφεὶμ σὰν παιδί του, πῆρε τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸ νέο ἡγούμενο γιὰ νὰ ζήση ἀπομοναχιασμένος. Στὸ δάσος μέσα εἶχε κάνει ἀπὸ ἐλατόξυλα μία καλύβα, μιὰ «ἴσμπα», ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἤτανε δόκιμος, καὶ πήγαινε κ᾿ ἔκοβε ξύλα. Σ᾿ αὐτὴ τὴν καλύβα λοιπὸν πῆγε καὶ κλείσθηκε. Ἐκεῖ μέσα προσευχότανε, χωρὶς νὰ τὸν ταράζη κανένας. Ἀργότερα ἔλεγε: «Αἰσθανόμουνα νὰ μὲ σπρώχνη μία ὑπερφυσικὴ δύναμη, καὶ δὲν πίστευα πιὰ πὼς ζοῦσα ἀπάνω στὴ γῆ, τόση χαρὰ πλημμύριζε τὴν καρδιά μου».
Μέσα στὰ δάση τοῦ Σάρωφ ὑπήρχανε κι᾿ ἄλλοι ἀσκητάδες, ὁ ἕνας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλον ὡς δυό-τρία βέρστια. Πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς γνωρίζανε τὸν πάτερ Σεραφείμ, ἐπειδὴ ἤτανε κι᾿ αὐτοὶ ἀπὸ τὸ Κούρκ. Ἡ δική του καλύβα βρισκότανε σ᾿ ἕνα χαμοβούνι μὲ πυκνὰ δέντρα. Στὸ νοῦ τοῦ ὁλοένα εἶχε τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, μέρα-νύχτα συλλογιζότανε τὰ διάφορα ἱστορικὰ τοῦ Κυρίου, μὲ θεϊκὸν ἔρωτα. Κι᾿ ἐπειδὴ βρισκότανε μακριὰ ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη, γιὰ νὰ θαρρῆ πὼς ζεῖ ἐκεῖ ποὺ ἔζησε σὰν ἄνθρωπος ὁ Χριστός, ἔδωσε διάφορα ὀνόματα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο στὰ μέρη ποὺ ἔκανε τὴν προσευχή του. Ἕνα μέρος τὸ ὀνόμασε «Ναζαρέτ», κ᾿ ἐκεῖ ἔψελνε τοὺς Χαιρετισμούς, ἕνα ἄλλο, ποὺ εἶχε μία σπηλιά, τὸ εἶπε «Βηθλεέμ», καὶ κεῖ μέσα προσκυνοῦσε τὸν Χριστὸ στὴ φάτνη, ἀνέβαινε σὲ ἕνα ψήλωμα καὶ διάβαζε τὴν «ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία». Μέσα σ᾿ ἕνα λαγκάδι πήγαινε καὶ διάβαζε τὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο μὲ τὰ τελευταία λόγια τοῦ Χριστοῦ. Τὸ βασίλειό του εἶχε καὶ τὸ «Θαβώρ», τὸν «Γολγοθά» καὶ τὴ «Γεθσημανή». Τὸ Εὐαγγέλιο τὸ εἶχε πάντα μαζί του μέσα στὸ ταγάρι του. «Δὲν εὐφραίνεται, ἔλεγε ὑστερώτερα, μοναχὰ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα δυναμώνει». Τὶς ὦρες ποὺ δὲν προσευχότανε, ἔκοβε ξύλα ἢ ἔσκαβε στὸ περιβολάκι του. Τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς γιορτὲς πήγαινε στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ μοναστηριοῦ καὶ κοινωνοῦσε. Τὶς περισσότερες φορὲς τὸν παρακαλούσανε οἱ μοναχοὶ νὰ μὴ φύγῃ ἀμέσως, γιὰ νὰ ἀκούσουνε τὰ ἁγιασμένα λόγια του. Γυρίζοντας πίσω στὴν κέλλα του, ἔπαιρνε παξιμάδι γιὰ ὅλη τὴ βδομάδα. Μὰ πάντα τοῦ περίσσευε. Τόδινε στὰ ἄγρια ζῶα ποὺ ἤτανε οἱ συντρόφοι του, λύκοι, ἀρκοῦδες, τσακάλια, ἀλεποῦδες, σαῦρες, φίδια κι᾿ ἄλλα, καθὼς καὶ στ᾿ ἀγαπημένα τοῦ τὰ πουλιά. {…}Ἡ Ἐκκλησία τὸν ἀνακήρυξε ἅγιο στὰ 1903, δηλαδὴ ὕστερα ἀπὸ ἑβδομήντα χρόνια, στὶς 19 Ἰουλίου. Κείνη τὴ μέρα χτύπησε ἡ μεγάλη καμπάνα τῆς μονῆς τοῦ Σάρωφ, ποὺ καλοῦσε τοὺς πιστοὺς στὴν τελετή. Παρεκτὸς ἀπὸ τὸ καθολικὸ (τὴ μεγάλη ἐκκλησία), ὅλη ἡ μεγάλη αὐλὴ τῆς μονῆς ἤτανε γεμάτη κόσμο. Ἤτανε βράδυ, κι᾿ ὅλοι βαστούσανε ἀναμμένα κεριά, σὰν νὰ καιγόντανε ἐκεῖνες οἱ ψυχὲς ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ ἁγίου Σεραφείμ. Ὅλα τὰ μάτια ἤτανε δακρυσμένα σὲ κείνη τὴ μυσταγωγία. Τὰ ἅγια λείψανα ποὺ εὐωδιάζανε, ἤτανε βαλμένα σὲ μία λειψανοθήκη ἀπὸ κυπαρισσόξυλο, μέσα σ᾿ ἕνα μαρμαρένιο κουβούκλιο ποὺ εἶχε στὶς γωνιὲς τοῦ τέσσερα Σεραφείμ. Πολλὰ θαύματα γινήκανε κατὰ τὴν ἀκολουθία καὶ κατὰ τὶς ἄλλες μέρες. Πρὶν νὰ κοιμηθῆ εἶχε κάνει ζωντανὸς 94 θεραπεῖες.
Ἡ δόξα του δὲν εἶναι ἐπίγεια καὶ πρόσκαιρη, ἀλλὰ οὐράνια κ᾿ αἰώνια, μ᾿ ὅλο ποὺ ἔλεγε τὸν ἑαυτό του «φτωχὸ Σεραφεὶμ καὶ ταπεινὸ δοῦλο τῆς Παναγίας». Ὅσα χρόνια κι᾿ ἂν περάσουν, αὐτὸς ὁ πολυαγαπημένος ἅγιος θὰ εἶναι ὁλοζώντανος μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι ἅγιοι κι᾿ ἀγαπημένοι. Μὰ ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ εἶναι ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἁγίους ποὺ ἤτανε χαρούμενοι σὰν τὰ παιδιά, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου ποὺ εἶπε: «Ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
Φώτης Κόντογλου, απόσπασμα από το Ασάλευτο Θεμέλιο, Ακρίτας 1996