Δεν μπορούν τρίτοι να μπουν στη μέση, αλλά ούτε οι ίδιοι επιτρέπεται να βάλουν τρίτους στη μέση. Εάν συμβεί αυτό, παύει να είναι μυστήριο. Είναι λοιπόν κάτι που αφορά δύο ανθρώπους. Θέλω να πω με αυτό ότι δεν μπορεί ο γάμος να είναι αυτό που τείνει να γίνει σήμερα και από την καθαρώς σωματική πλευρά και από την ψυχική, πολύ περισσότερο από την πνευματική πλευρά.
Ο γάμος –το τονίζουμε πάλι– είναι ένα μυστήριο. Το μυστήριο, αν το βγάλεις από τη μυστηριώδη, αν θέλετε να πω έτσι, ατμόσφαιρά του, δεν είναι μυστήριο. Αυτό θα πει μυστήριο: είναι κάτι που το βιώνει κανείς. Ούτε το καταλαβαίνει ούτε το εξηγεί ούτε μπορεί να το πει στους άλλους.
Γενικά η χριστιανική ζωή κατά βάθος είναι μυστήριο. Αν είσαι χριστιανός, το ζεις αυτό. Διάβασε και άκουσε όσα θέλεις· κατάλαβε όσα θέλεις. Αν όμως δεν ζήσεις αυτό το μέγα μυστήριο της χριστιανικής ζωής εσωτερικά, βαθιά, τίποτε δεν έγινε. Γι’ αυτό οι Πατέρες λένε ότι από το βίωμα έχουν εσωτερική πληροφορία πως πραγματικά υπάρχει Θεός. Δεν είναι θέμα να το σκεφθεί κανείς. Τι θα βγει με αυτό; Υπάρχουν άνθρωποι που με τη σκέψη τους καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει Θεός. Τι βγαίνει; Το βίωμα έχει αξία.
Ο γάμος είναι μυστήριο, αλλά σήμερα τείνει να ανατιναχτεί στον αέρα αυτή η βαθύτερη, η ουσιαστικότερη αλήθεια του γάμου. Τότε όμως ο γάμος παραμένει στην πραγματική ατμόσφαιρα του μυστηρίου και βιώνεται ως μυστήριο μεταξύ δύο προσώπων, εφόσον δεν είναι απλώς σεξ ή απλώς έρωτας, αλλά εφόσον είναι και αγάπη.
Ο άνθρωπος, για να είναι πραγματικά του Θεού, χριστιανός, πνευματικός, όπως λένε, άνθρωπος, δεν φθάνει να έχει μόνο σώμα και ψυχή, αλλά πρέπει να έχει και Πνεύμα Θεού. Η παρουσία του Πνεύματος του Θεού, η παρουσία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος μέσα του τον κάνει πνευματικό άνθρωπο. Αν λείπει αυτό, δεν είναι πνευματικός άνθρωπος, όσο κι αν λέει ότι είναι. Όσο καλή ψυχή κι αν έχει κανείς κατά τα άλλα, αν είναι σκέτος άνθρωπος χωρίς την παρουσία της χάριτος του Θεού, δεν είναι πνευματικός άνθρωπος. Είναι μάλιστα έξω από τα νερά του, έξω από τον δρόμο του.
Ένας πνευματικός άνθρωπος μπορεί να παντρευτεί. Ένας παντρεμένος μπορεί να είναι πνευματικός άνθρωπος και να ζήσει τον γάμο σωματικά, ψυχικά, αλλά και ως αγάπη, που είναι το πνευματικό στοιχείο. Μια μητέρα αγαπά το παιδί της. Αυτή η αγάπη δεν είναι βέβαια αγάπη σωματική, είναι ψυχική· πάντως δεν είναι πνευματική αγάπη. Μπορεί όμως να υπάρχει πνευματική αγάπη, όταν η μητέρα είναι πνευματικός άνθρωπος. Αν δεν είναι, θα αγαπάει απλώς ψυχικά. Κάτι είναι και αυτό, αλλά δεν είναι μέσα στη σφαίρα της ορθόδοξης ανθρωπολογίας και της ορθόδοξης πνευματικής ζωής.
Με βάση αυτά, όταν ο γάμος σταματά στο σεξ ή έστω προχωρεί στην ψυχική αγάπη, που είναι ο έρωτας, δεν μπορεί να θεωρηθεί μυστήριο με την έννοια που εξηγήσαμε πιο πάνω και δεν μπορεί να είναι αληθινός γάμος ούτε μπορεί να οδηγεί τους δύο αυτούς ανθρώπους στον μυστικό γάμο με τον Θεό. Πρέπει να είναι και γάμος-αγάπη. Δηλαδή, αγάπη η οποία δεν στηρίζεται απλώς στην ορμή του σώματος ή στην έλξη της ψυχής, αλλά στηρίζεται στο Πνεύμα. Όχι στο πνεύμα που έχει ο άνθρωπος μέσα του, που είναι η ψυχή, αλλά στο Πνεύμα του Θεού. Τότε υπάρχει αληθινή αγάπη, και όλα τότε βρίσκουν το μέτρο τους: θα εκδηλωθεί και το σώμα, θα εκδηλωθεί και η ψυχή, θα εκδηλωθεί όμως και η αγάπη του Πνεύματος του Αγίου, η αγάπη της χάριτος, καθώς είναι κανείς πνευματικός άνθρωπος. Τότε όντως είναι μυστήριο ο γάμος. Εάν αυτό, το τελευταίο δηλαδή στοιχείο, λείπει, δεν μπορεί να είναι αληθινό μυστήριο.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Εφηβεία, γάμος, αγαμία”, τόμος Β’, Πανόραμα Θεσσαλονίκης 2004, σελ. 109.