Η θέση της γυναίκας στην αρχαία Ελλάδα
Ο γάμος και η γαμική κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα δεν μπορεί να εξεταστεί και να μελετηθεί, εάν, πρωτίστως δεν εξετάσουμε τη θέση της γυναίκας και τα δικαιώματά της πριν αλλά και κατά τη διάρκεια του γάμου. Στην αρχαία Αθήνα η μόνη εξουσία που φέρει η γυναίκα είναι η επιβολή της απέναντι στους δούλους και στο υπηρετικό προσωπικό. Άλλωστε, στην Αθήνα οι γυναίκες δεν είχαν περισσότερα πολιτικά και δικαστικά δικαιώματα από τους δούλους. Μέσα στο σπίτι, όμως, καθώς ο άνδρας απουσιάζει και είναι απασχολημένος μονίμως με εξωτερικά θέματα της οικίας του, η γυναίκα – «δέσποινα» δεσπόζει και κυριαρχεί. Δεν είναι τυχαίο ότι τα κορίτσια πριν τον γάμο είναι ακόμη περισσότερο εξαρτημένα από την πατρική τους οικογένεια. Δεν έχουν δικαίωμα και δεν μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα και να συναναστρέφονται νέους, γι᾿αυτό και είναι περιορισμένα σε έναν ειδικό χώρο του σπιτιού που προορίζεται για τις γυναίκες, τον γυναικωνίτη (1).
Τα νέα κορίτσια διδάσκονται από τις μητέρες και γιαγιάδες τους υφαντική, δουλειές και εργασίες του σπιτιού που σχετίζονται με τον καλλωπισμό του και την καθαριότητα, πλέξιμο κ.ά. Βέβαια, ούτε λόγος να γίνεται για την παρουσία τους στα δημόσια θεάματα ή κοινή δημόσια ζωή, καθώς ο μόνος λόγος που επέτρεπε την εμφάνισή τους στην καθημερινότητα του δημόσιου βίου ήταν οι διάφορες θρησκευτικές εορτές και αυτό μόνο και μόνο για να συμμετάσχουν στην πομπή της εορτής, πάντοτε ασφαλώς, ξεχωριστά από τη χορεία των ανδρών.
Η νέα γυναίκα στην Αρχαία Ελλάδα δεν είχε λόγο για το πρόσωπο που θα παντρευόταν. Αυτή η απόφαση ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα του πατέρα ή κηδεμόνα της, παππού της ή αδελφού , εάν δεν υπήρχε εν ζωή ο πατέρας της. Άλλωστε, ο νέος παντρευόταν με μοναδικό και απώτερο στόχο να κάνει παιδιά, να κάνει οικογένεια. Μία νέα γυναίκα λοιπόν, αυτόν τον σκοπό καλούνταν να εκπληρώσει και να υπηρετήσει ισόβια: να κάνει παιδιά και να τα φροντίζει εσαεί (2).
Οι περισσότεροι νέοι παντρεύονταν από κοινωνική και θρησκευτική συμβατικότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως, ταυτόχρονα, ο γάμος ήταν κάτι που τους άρεσε ιδιαίτερα. Άλλωστε, τόσο στην αρχαία Σπάρτη αλλά και στην Αθήνα, τους ανύπαντρους τους τιμωρούσαν διά νόμου, ενώ, στη δεύτερη περίπτωση της πόλεως των Αθηνών, ο ανύμφευτος άνδρας ήταν παράδειγμα προς αποφυγή. όλοι τον κατηγορούσαν, τον απαξίωναν, τον παραμέριζαν. Όσον αφορά τα ερωτικά συναισθήματα ούτε λόγος! Αν αναδύονταν θα ήταν πολύ αργότερα του γάμου και κανείς δεν ήξερε πόσο θα διαρκέσουν…!
Η φυλή και η διατήρηση της οικογενειακής λατρείας, παράλληλα, αποτελούσε ύψιστο καθήκον και μέλημα για όλους. Για παράδειγμα, η επίκληρος, η γυναίκα δηλαδή που θα κληρονομούσε τον πατέρα της με την προϋπόθεση ότι δεν θα υπήρχε άλλους άνδρας κληρονόμος, έπρεπε να παντρευτεί τον πλέον κοντινό συγγενή του πατέρα της. Αυτός, αφού δεχόταν βέβαια να την παντρευτεί, θα συνέχιζε την οικογενειακή εξέλιξη και ασφαλώς, θα γινόταν ο μόνιμος και μοναδικός κάτοχος όλης της πατρικής κληρονομιάς. Όσον δε αφορά το ζήτημα της αιμομειξίας, είναι αλήθεια, δεν απαγορευόταν διά νόμου. Πλην όμως, οι πάντες γνώριζαν ότι τέτοιου είδους σχέσεις προκαλούν και επιφέρουν την οργή και την τιμωρία των θεών. «Η αρχή της ενδογαμίας, δηλαδή του γάμου ανάμεσα σε μέλη της ίδιας κοινωνικής ομάδας κάνει ώστε ο γάμος ανάμεσα σε συγγενείς όχι μόνο να επιτρέπεται, αλλά ακόμη και να συνιστάται από τη συνήθεια. Ένας Αθηναίος δηλώνει σ᾿ένα λόγο του ότι προτίμησε να παντρέψη τη θυγατέρα του με τον ανηψιό του παρά με έναν ξένο, για να διατηρήση και μάλιστα να δυναμώση τους οικογενειακούς δεσμούς. Δεν είναι σπάνιο να παντρεύωνται πρώτα ξαδέρφια ή θείος να παντρεύεται την ανηψιά του. Έτσι, ο αδελφός του γινόταν πεθερός του…» (3).
Ήθη και έθιμα του Γάμου
Ο νόμιμος γάμος στην αρχαία Ελλάδα είχε ως απαρχή την «τελετή» της εγγύησης. Η εγγύηση, η τοποθέτηση δηλαδή στο χέρι της νύφης ενός ενεχύρου, λειτουργούσε «δεσμευτικά», αποτελούσε λόγω τιμής και εμπιστοσύνης από την πλευρά του γαμπρού. Πρόκειται για ένα προφορικό συμφωνητικό με το οποίο τα δυο πρόσωπα, παρουσία γονέων και στενών συγγενών, δεσμεύονταν ότι θα είναι μαζί εσαεί. Ασφαλώς, η δέσμευση εκφραζόταν από τα χείλη του άνδρα, καθώς η γυναίκα αποδεχόταν αδιαμαρτύρητα όσα λάμβαναν χώρα. Πολλές δε φορές, αυτή η προφορική δέσμευση λάμβανε επίσημο χαρακτήρα και δεν απείχε πολύ από το να θεωρηθεί ως μία λαμπρή και ξεχωριστή τελετή στην καθημερινότητα των πολιτών. Η τελετή του γάμου, η παράδοση ή, καλύτερα, η έκδοση της μνηστής στον γαμπρό δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στις ημέρες μας. Απόρροια της πρώτης τελετής, της εγγύησης δηλαδή σήμερα, αποτελεί ο αρραβώνας που συνάπτεται μεταξύ των νέων που πρόκειται να παντρευτούν και ο οποίος, τουλάχιστον στην επαρχία, ακόμη και σήμερα, περιλαμβάνει ένα ιδιαίτερο τελετουργικό τυπικό.
Η προηγούμενη μέρα του γάμου είναι ιδιαίτερα σημαντική. Η νύφη αφιερώνει στους θεούς τα κοριτσίστικα παιχνίδια της και όσα πράγματα κατείχε και αγαπούσε από την παιδική της ηλικία. Είναι πράξη και κίνηση αποταγής και συνάμα ένδειξη ενηλικιώσεως και ωριμότητας. Μεγαλύτερη όμως, αναφορά γίνεται στην τελετή του εξαγνισμού, στο μπάνιο της νύφης μία ημέρα πριν το γάμο. Νέες, αγνές κατά κύριο λόγο, κοπέλες πήγαιναν στην πηγή της Καλλιρόης για να φέρουν νερό. Κρατούσαν καθ᾿οδόν κεριά και τραγουδούσαν με τη συνοδεία ενός αυλητή, ενός προπομπού της γυναικός που κρατούσε τον ειδικό «λουτροφόρο», ένα αγγείο με ειδικό σχήμα στην αρχή της συνοδείας. Σε αυτό το αγγείο θα έφερναν το νερό με το οποίο θα λουζόταν η νύφ η.
Την επόμενη ημέρα, την ημέρα του γάμου που σήμαινε την απομάκρυνση της νύφης από την πατρική της εστία, το τυπικό ήταν ωσαύτως εντυπωσιακό. Στόλιζαν τα σπίτια του γαμπρού και της νύφης με στεφάνια από φύλλα ελιάς και δάφνης. Η νύφη, στολισμένη με όσα στολίδια προνόησε να έχει στην κατοχή της, φέρει επί της κεφαλής της ένα στεφάνι με αρωματικά άνθη. Γύρω της οι φίλες της, οι συγγενείς, η «νυμφεύτρια», τρόπον τινά η επιτελάρχης της τελετής που έχει τον πρώτο λόγο στα τελούμενα. Οι άνδρες κάθονται ξεχωριστά από τις γυναίκες και γεύονται άπαντες τα φαγητά του συμποσίου, κυρίως δε τα γλυκά με το σουσάμι, συμβολική εγγύηση γονιμότητας.
Όταν ερχόταν το βράδυ, η νύφη με συνοδεία πήγαινε στην οικία του γαμπρού. Στην Αθήνα, είναι αλήθεια ότι τα έθιμα άλλαζαν από τόπο σε τόπο όπως και σήμερα, μία άμαξα περιέφερε τους νιόπαντρους από σπίτι σε σπίτι και ακολουθούσε με τα πόδια η συνοδεία των συγγενών και των φίλων, οι οποίοι τραγουδούσαν και κρατούσαν κεριά και λουλούδια. Όταν έφθαναν στο σπίτι του γαμπρού, ο πατέρας του στεκόταν στην είσοδο στεφανωμένος, ενώ η μητέρα του γαμπρού, πάλι στον άνδρα της, κρατούσε μια λαμπάδα. Έριχναν στη νύφη ξερά σύκα και καρύδια και την κερνούσαν κυδώνι και χουρμά, καθώς και «γλυκό του γάμου», ένα μείγμα από σουσάμι και μέλι. Μετά, το ζευγάρι προχωρούσε στη νυφική τους κάμαρα και μόνο τότε αποχωριζόταν η νύφη το νυφικό της πέπλο. Η πόρτα έκλεινε και μάλιστα φυλασσόταν από έναν φίλο του γαμπρού. Όση ώρα οι νιόπαντροι έμεναν μέσα στην κάμαρά τους όλος ο κόσμος τραγουδούσε δυνατά για ν᾿απομακρύνουν τα πονηρά πνεύματα, αλλά και να βοηθήσουν (;) το νυφικό ζευγάρι να «αγαπηθεί». «Κι η επόμενη μέρα του γάμου ήταν κι αυτή γιορτή. Οι συγγενείς της νύφης έφερναν μ᾿επίσημο τρόπο, ενώ έπαιζαν αυλοί, δώρα για το καινούργιο ανδρόγυνο (επαύλια) και τότε οπωσδήποτε θα έδιναν την προίκα που είχαν υποσχεθεί με την εγγύηση» (4).
Κάθε άνδρας μπορούσε να τερματίσει τη γαμική του σχέση, ακόμη και αν δεν υπήρχε μία κατηγορία προς αυτήν. Βέβαια, εάν αποδεικνυόταν η μοιχεία της συζύγου, χωρίς δεύτερη κουβέντα, ήταν υποχρεωτική η αποπομπή της από την οικογενειακή και νυφική της εστία με την κατηγορία της «ατιμίας». Πολύ δε περισσότερο όμως, κάθε άνδρας μπορούσε να διώξει τη γυναίκα του εάν η τελευταία ήταν στείρα και δε μπορούσε να του εξασφαλίσει την εξελικτική διαιώνιση του οικογενειακού του ονόματος. Μπορούσε τότε ο άνδρας να αποπέμψει τη γυναίκα του και να την επιστρέψει στην πατρική της εστία, πλην όμως, σε μία τέτοια περίπτωση, υποχρεούταν να επιστρέψει και την προίκα της στον πεθερό του. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πολλά διαζύγια της εποχής αποσοβήθηκαν από αυτή την υποχρέωση της επιστροφἠς της νυφικής προίκας…!
Όσο για την καθημερινότητα των παντρεμένων γυναικών, έχω την αίσθηση, αρκεί και μόνο η αναφορά του καθηγητού Flaceliere για να αντιληφθούμε την ιδιαιτερότητα της θέσεώς τους: «Οι γυναίκες, πάντα όμως μαζί με μιά τουλάχιστον δούλα, κάνουν συχνά επισκέψεις η μιά στην άλλη. Πήγαιναν στη γειτόνισσα για να δανειστούν σκεύη του νοικοκυριού. Αυτό όμως τις πιο πολλές φορές ήταν μιά καλή πρόφαση για να κουβεντιάσουν και να κουτσομπολέψουν για τόνα και για τ ᾿ άλλο…» (5).
Πόσο διαφορετικές οι γυναίκες σήμερα από τότε! Αλλά και οι άνδρες, πόσο διαφορετικοί! Πόσο ικανοί ή μη να κρατήσουν ή να διαμορφώσουν γυναίκες δίπλα τους, γυναίκες ικανές που να δύνανται ν᾿ αναμορφώσουν και να διαπλάσουν τον κόσμο ολόκληρο μ᾿ ένα και μόνο τους βλέμμα…!
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
- Robert Flaceliere, Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, Παπαδήμα, Αθήνα 2007, σελ. 75, πρβλ, P. Roussel, La Famille athenienne, στα Lettres d’ Humante, 9, 1950. s. 5-59.
- Πρβλ., Κ. Περιφανάκη, Αι περί γάμου αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων, Αθήναι 1940.
- Robert Flaceliere, Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, σελ. 80.
- Αυτόθι, σελ. 86.
- Αυτόθι, σελ. 92.