Ο γενναίος μαχητής Παπαφλέσσας
Γράφει ο Μυργιώτης Παναγιώτης, Μαθηματικός
Γρηγόριος Παπαφλέσσας, ο ρασοφόρος αγωνιστής και μάρτυρας της ελευθερίας της Ελλάδος. Σημαντικός πολεμιστής της παλιγγενεσίας του 1821. Πρόσφερε ολοκαύτωμα τον εαυτό του στον αγώνα για του Χριστού την πίστη την αγία και της Ελλάδος την ελευθερία. Ηρωικά πολέμησε στο Μανιάκι, έπεσε μαχόμενος και πέρασε στο πάνθεο των ηρώων.
Το πραγματικό ή το κατά κόσμον όνομα του Παπαφλέσσα ήταν Γεώργιος Δικαίος του Δημητρίου, ένα από τα 28 παιδιά του πατέρα του. Το δε Φλέσσας πιθανολογείται ότι είναι παραφθορά του Εφέσιος ή Εφεσαίος. Έτσι ο παπάς Φλέσσας έγινε Παπαφλέσσας. Τόπος γεννήσεώς του καταγράφεται το χωριό Πολιανή Μεσσηνίας και έτος γεννήσεως το 1786 ή 1788. Φοίτησε στη περίφημη σχολή της Δημητσάνας αλλά δεν την τελείωσε. Το έτος 1816 προσέρχεται στον μοναχισμό και μονάζει στο μοναστήρι της Παναγιάς της Βελανιδιάς στην Καλαμάτα και λαμβάνει το όνομα Γρηγόριος. Πνεύμα ατίθασο έρχεται σε σύγκρουση με τον επίσκοπο Μονεμβασιάς και φεύγει από το μοναστήρι και καταφεύγει στο μοναστήρι της Ρεκίτσας. Εκεί έρχεται σε αντιπαράθεση με τούρκο της περιοχής για τα περιουσιακά στοιχεία της μονής και καταφεύγει στη Ζάκυνθο. Την εποχή αυτή στη Ζάκυνθο διαβιεί ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τον οποίο γνωρίζεται και γίνονται φίλοι. Στην Κωνσταντινούπολη, αργότερα, χειροτονείται αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄. Ο Αναγνωστόπουλος τον μυεί στη Φιλική Εταιρεία στις 18 Ιουνίου 1818 και υπογράφει τα έγγραφα της εταιρείας ως Αρμόδιος και ως διακριτικά χρησιμοποιεί τα αρχικά ΑΜ. Τον Μάιο του 1820 με τον Γεώργιο Λεβέντη στο Βουκουρέστι συντάσσουν το «Σχέδιον Γενικόν». Ο Παπαφλέσσας προτείνει στον Αλέξανδρο Υψηλάντη την έναρξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο και την παρουσιάζει έτοιμη για αυτό τον σκοπό, χρησιμοποιώντας πλαστά έγγραφα. Η σύσκεψη του Ισμαηλίου αποφασίζει να σταλεί ο Παπαφλέσσας στην Πελοπόννησο ως εκπρόσωπος του Αρχηγού.
Ο Παπαφλέσσας τέλη Νοεμβρίου του 1820 αναχωρεί από την Κωνσταντινούπολη για Πελοπόννησο. Στο ταξίδι αυτό προς την Μάνη περνά από τις Κυδωνιές, τα νησιά Ύδρα και Σπέτσες. Στα νησιά αυτά βρίσκει τον κόσμο χωρισμένο σε δυο στρατόπεδα όσο αφορά το πρόσωπό του. Βρίσκει θερμούς οπαδούς αλλά και πολέμιους. Οι προεστοί στην Πελοπόννησο τον δέχονται με καχυποψία. Συμμετέχει στη συνέλευση της Βοστίτσας και παρουσιάζει τις εντολές του Αλεξάνδρου Υψηλάντη για την έναρξη της επανάστασης από τον Μοριά. Οι επιφυλάξεις υπάρχουν και προτείνεται να αποσυρθεί στο μοναστήρι της Σιδερόπορτας. Τους απειλεί ότι θα ξεκινήσει τον αγώνα μόνος του. Κινείται σε περιοχές της Γορτυνίας και της υπόλοιπης Πελοποννήσου διακηρύσσοντας ότι η ημέρα του Ευαγγελισμού, η 25η Μαρτίου, έχει ορισθεί ως ημέρα έναρξης του αγώνα. Συναντά σημαντικούς καπεταναίους, μετέπειτα γενναίους οπλαρχηγούς Κολοκοτρώνη, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και άλλους.
Στην Άλωση της Τριπολιτσάς, σύμφωνα με την παράδοση, όταν χρειάστηκε να υψώσουν σημαία, ο Παπαφλέσσας έσκισε το βαθύ γαλάζιο εσώρασό του (το επονομαζόμενο αντερί), σχημάτισε ένα τετράγωνο και διέταξε το πρωτοπαλίκαρό του και γνωστό αγωνιστή, Παναγιώτη Κεφάλα, να σχίσει δύο λουρίδες από την άσπρη φουστανέλα του, έτσι ώστε να σχηματίζουν σταυρό. Η σηµαία αυτή, η οποία και από πολλούς θεωρείται ότι αποτέλεσε τη βάση της πρώτης επίσημης σημαίας του ελληνικού κράτους, υψώθηκε με ξέφρενο πανηγυρισμό στο τουρκικό διοικητήριο της ελεύθερης πλέον πόλης. Συμμετέχει ενεργά στα πολεμικά δρώμενα με ηρωισμό και αυταπάρνηση. Σε πολλές μάχες είναι αισθητή η παρουσία του μαζί με τα παλικάρια του.
Η Β΄ εθνοσυνέλευση στο Άστρος της Κυνουρίας τον εκλέγει υπουργό των εσωτερικών, θέση που διατηρεί μέχρι τον θάνατό του. Κατά τον εμφύλιο αρχικά τάχτηκε με το μέρος του Κολοκοτρώνη αλλά, αργότερα, πέρασε στο αντίπαλο στρατόπεδο.
Το ηρωικό τέλος του Παπαφλέσσα.
Ο Ιμπραήμ Πασάς σαρώνει την Πελοπόννησο και ο Παπαφλέσσας αποφασίζει να τον αντιμετωπίσει στο Μανιάκι. Ο στρατός του αποτελείται από 700 μαχητές. Ανταποκρινόμενοι σε έκκλησή του ενισχύουν το στράτευμα ο ανεψιός του Δημήτρης Φλέσσας με εκατόν πενήντα παλικάρια, ο Α. Κουμουνδούρος, ο Παν. Μπούρας, ο Αδαμάκης Αποστολόπουλος κι ο Ν. Κουλοχέρας με τους νταϊφάδες τους. Εκεί δυνάμωσαν το στράτευμά του ο Γιώργης Μπούτος απὸ το Μελιγαλά κι ο Καρακίτσος απὸ το Κατσαρό. Κίνησε για τη Φρουτζάλα. Σ᾿ αυτὴ συναντήθηκε με τους άοπλους αγωνιστὲς του Νιόκαστρου και με τον Μανιάτη Μούρτζινο. Μαθαίνει πως η κυβέρνηση αποφάσισε να αμνηστεύσει τους φυλακισμένους. Κάθεται λοιπόν, στις 14 του Μάη, και γράφει συστήνοντας να τους βγάλουν χωρὶς το παραμικρό χασομέρι, και ξέχωρα τον Κολοκοτρώνη, που έπρεπε να του δοθεί αμέσως η αρχιστρατηγία. Λησμόνησε για το καλό της πατρίδας ότι ο Κολοκοτρώνης ήταν πολιτικός του αντίπαλος. Προέχει το γενικό καλό, η λευτεριά της πατρίδος. Η ορθοδοξία. Ο στρατός του ανέρχεται, τώρα, σε 1500 άτομα. Παίρνει ευχάριστες ειδήσεις: από τον Δημήτρη Πλαπούτα από τον Αετό πως έρχεται να τον συντρέξει με 1600 νοματαίους, από τους καπεταναίους της Αρκαδίας, από το χωριό Μάλι, εφτά ώρες δρόμο από τη Δραΐνα, πως βρίσκονταν εκεί με 2000 αγωνιστές, από τον αδελφό του Νικήτα πως έφτασε στη Φρουτζάλα κι ερχόταν με 700 νοματαίους κι από τον Ηλία Κατσάκο από την Καλαμάτα πως είχε κάτω από τις προσταγές του 1000 πολεμιστές. Όλοι μαζὶ ίσαμε πέντε χιλιάδες. Αριθμός, πάλι, μικρός για να αντιμετωπίσει το πολυάριθμο στράτευμα του Ιμπραήμ. Τη στιγμή που ο Παπαφλέσσας ετοιμαζόταν να φύγει απὸ τη Δραΐνα φτάνουν σε βοήθειά του ο Ηλίας Κέρμας με 120 Κοντοβουνίσιους, ο Θανασούλας Καπετανάκης με 80, ὁ Π. Κεφάλας με 20, ὁ Πιέρος Βοϊδὴς κι ὁ Τσαλαφατίνος με 120 Μανιάτες, ὁ Στ. Καπετανάκης με 20, ὁ Λίβας, ὁ Μπιτσιάνης κι ὁ αδελφός του Γιώργης Δικαίος με 80. Έτσι όταν έφτασε στο Μανιάκι ὁ Παπαφλέσσας είχε μαζί του ίσαμε δύο χιλιάδες άντρες. Την 20η Μαΐου το ασκέρι του Ιμπραήμ έκανε την εμφάνισή του. Πολλοί Έλληνες μόλις το είδαν φοβήθηκαν και έφυγαν. Διατάζει να μετρήσουν πόσοι μαχητές μείνανε και βρέθηκαν λιγότεροι από χίλιοι. Είναι 500 ή κατ άλλους 600. Καθὼς ήταν συναγμένοι τους βγάζει φλογερό λόγο θυμίζοντάς τους τις νίκες στο Βαλτέτσι, στο Λεβίδι, στη Γράνα, στα Βέρβενα και την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη.
– Όπου νάναι φτάνουν, τους λέει, δεκαπέντε χιλιάδες πατριώτες σε βοήθειά μας, ὁ Πλαπούτας κι όλοι οι Ἀρκαδινοί, ὁ αδελφός μου Νικήτας, ὁ Κατσάκος κι άλλοι Μανιάτες. Σε μία ώρα θάναι εδώ. Θα τριγυρίσουν τ᾿ ασκέρι του Ἰμπραὴμ και θα το κτυπάνε απὸ τις πλάτες. Ἀδέρφια! ἡ πατρίδα καρτεράει απὸ μας να δοξαστεί ξανά απὸ τη νίκη μας! Όταν έπαψε να μιλάει ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Μανιάτης Βοϊδὴς είπε τα αξιομνημόνευτα τούτα λόγια:
– Πάμε στα ταμπούρια μας κι όποιος θα μείνει γιαμά, ας ακούει των γυναικών τα μοιρολόγια!…Ο Ιμπραήμ προχωρά, τα ασκέρια του αψηφούν τα βόλια των Ελλήνων μαχητών. Το μεσημέρι κάλεσαν οι σάλπιγγες του εχθρού τον αιγυπτιακό στρατό να πάψει την επίθεσή του και ν᾿ αποσυρθεί για να κολατσίσει. Του προτείνουν να φύγουν την ώρα που οι Αιγύπτιοι τρώνε… τους απαντά -Εγὼ σας είπα και πρώτα και τώρα σας το λέγω τη φευγάλα να μην τη βάζετε διόλου στο νου σας, γιατὶ εμείς χανόμαστε άδικα αν πέσουμε πάνω στη φωτιὰ του εχθρού. Όχι, δε θα παραδώσω τους Έλληνες μόνος μου στ᾿ αδιάκοπο ντουφέκι του τακτικού. Έπειτα εμείς καρτεράμε τη βοήθεια πού, καθώς γνωρίζετε, θα φτάσει ώρα την ώρα. Παγαίνετε τώρα στα πόστα σας!..
Στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα ανακατώθηκαν Τούρκοι κι Έλληνες και γίνηκαν όλοι ένα. Όπως οι εχθροὶ φόραγαν κόκκινες στολές, «ὁ τόπος όλος εκοκκίνισεν απὸ αυτὲς κι απὸ τα αίματα». Ὁ σημαιοφόρος του Παπαφλέσσα, ὁ Δημήτρης απὸ τη Χίο, για να μην πέσει ἡ σημαία στα χέρια του εχθρού την σκίζει, τη χώνει στο στήθος του, σπάζει και το σταυρό του κονταριού και τον βάζει στο σελάχι του, και με το σπαθὶ στο χέρι σαν αστραπή χιμά πάνω στο τούρκικο ασκέρι και φεύγει. «Ἡ παλικαριά του είναι αμίμητος», γράφει ὁ Φωτάκος.
Σιγά-σιγά σκόρπαγε ὁ καπνός της μάχης. Οι νικητὲς τότε βάλθηκαν να σκυλεύουν τους σκοτωμένους. Ύστερα άρχισαν να κόβουν τ᾿ αφτιά τους, να τα πάνε στον Ιμπραὴμ να πάρουνε μπαξίσι. Τότε τσακώθηκαν «μεταξὺ των ποιος απὸ αυτοὺς να έχει περισσότερα».
Κατέβηκε τέλος κι ὁ Ιμπραήμ στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα. Αφού έκανε ντουάδες στον Αλλάχ για τη νίκη, πρόσταξε το στρατό του να ρίξει τρεις νικητήριες μπαταριές. Μετὰ παράγγειλε να του φέρουν το κουφάρι του Παπαφλέσσα. Βρήκαν το ακέφαλο κορμί του. Δίπλα του κείτονταν νεκρὸς ο νεαρός Γάλλος κι ολόγυρα πλήθος τα κουφάρια των εχθρών. Λίγο πιο πέρα πέτυχαν και το κεφάλι του ήρωα. Το έφεραν στον Ιμπραήμ· τους είπε να χώσουν στη γη ένα ψηλὸ παλούκι και να στήσουν όρθιο τον σκοτωμένο δένοντάς τον πάνω σ᾿ αυτό. Ύστερα στερέωσαν στο κορμὶ και το κεφάλι, αφού πριν πλύνανε τα αίματα απὸ τα γένια του. Τότε «ὁ νεκρός εφαίνετο ως να ήτο ζωντανός».
Ο Ιμπραήμ, αφού «ακίνητος κι άφωνος τον παρετήρησεν ολίγον», γυρνά και λέει στους αξιωματικούς του:
– Πραγματικά, στάθηκε ένας ικανός και γενναίος άνθρωπος. Και καλύτερο θα ήταν, κι ας παθαίναμε άλλη τόση ζημιά, να τον πιάναμε ζωντανό, γιατὶ πολὺ θα μας χρησίμευε.
«Η Λεωνίδειος μάχη» είχε τελειώσει. Το Μανιάκι πήρε τη θέση του, στις σελίδες της Ιστορίας μας, δίπλα στις Θερμοπύλες και στην Αλαμάνα.
Τώρα, ανατολικά από το χωριό Μανιάκι, στο ξωκλήσι «Αγία Ανάσταση», βρίσκονται τα κόκαλα εκείνων που πέσανε σε τούτη τη μάχη, θυμίζοντας, σ εμάς τους μεταγενέστερους, πως η λευτεριά μας, καθώς λέει στον εθνικό μας ύμνο ὁ Σολωμός, είναι απ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα Ιερά.