Ο γέρο Χαράλαμπος, μεταξύ άλλων πολλών θείων χαρισμάτων, είχε και τη μνήμη θανάτου μόνιμο και αδιάλειπτο εντρύφημα, καθημερινό, αδιάκοπο.
Ιδού, λοιπόν, ένα σχετικό και συνάμα άκρως χαρακτηριστικό απόσπασμα περί της αρετής του μακαριστού γέροντα, το οποίο και ευθύς αμέσως παραθέτω εδώ, καθώς έχω την αίσθηση πως πολύ θέλει βοηθήσει και «ζεστάνει», έτι περισσότερο, τις καρδιές σας, ως έκαμνε και κάμνει και στην πολλάκις ασυγκίνητη δική μου ψυχή: «Μετά την προσευχή του Αποδείπνου, έμπαινε μέσα σε νεκρικό κρεβάτι και ξάπλωνε ακουμπώντας το κεφάλι του σε μια πέτρα, αντί για μαξιλάρι.
Και τότε άρχιζε να σκέπτεται και να ζωντανεύει την εικόνα του θανάτου. Σχημάτιζε το σώμα του, όπως οι πεθαμένοι, και έλεγε στον εαυτό του: «Ταλαίπωρε Χαράλαμπε, τώρα πεθαίνεις, άκου! Χτυπάνε για σένα οι καμπάνες του Κυριακού, οι Πατέρες τώρα λένε: Πάει ο Γέρο – Χαράλαμπος, πέθανε, δε θα μας ενοχλεί πια με την παρουσία του και τη φλυαρία του, ο Θεός να συγχωρέσει να αναπαύσει την ψυχή του. Ναί!
Όλα αυτά είναι ωραία και καλά, αλλά συ ταλαίπωρε, Γέρο – Χαράλαμπε, τι θα κάνεις; Πού θα πας; Πώς θα παρουσιαστείς έτσι που είσαι βρώμικος και ελεεινός στο Θεό, για το συνάνθρωπό σου και για τον εαυτό σου; Άρα, θα αξιωθείς να ιδείς τους αγίους Αγγέλους του Θεού; Τα θεία Αγγελικά Τάγματα, τις ουράνιες Ταξιαρχίες; Τις ιεραρχίες των Αγίων, των Πατριαρχών, των Αποστόλων, των Προφητών, των Ιεραρχών, των Οσίων, των Οσιομαρτύρων ανδρών και γυναικών […] Άρα, θα αξιωθείς ταλαίπωρε και αμαρτωλέ να ιδείς την Παντοβασίλισσα Μαριάμ, τη μητέρα του Θεού, Κυρία Θεοτόκο, την έφορο και Προστάτι του Αγίου τούτου Τόπου…».
Μ᾿αυτές τις σκέψεις και τις θεωρίες πλημμύριζαν τα μάτια του δάκρυα κι έμενε ξάγρυπνος μέχρι το πρωί, που αρχίναγε και πάλι η προσευχή, η εγκράτεια όλων των αισθήσεων και η σκληρή άσκησι της καινούργιας ημέρας» (Μοναχού Ανδρέου Θεοφιλοπούλου, Γεροντικό του Αγίου Όρους, τόμ. Α’, Αθήνα 1994, σελ. 44-45).