Ο γέροντας Παγκράτιος από τα Βατοπεδινα κελλιά

  • Dogma
δημητριάδος

Είχαμε την ευλογία να γηροκομήσουμε και να διακονήσουμε κατά τα τελευταία χρόνια, στις τελευταίες στιγμές του που ήταν πολύ οδυνηρές, τον γέροντα Παγκράτιο, που ήταν και αυτός αρχοντάνθρωπος.

Η καταγωγή του ήτανε από το Γομάτι της Χαλκιδικής. Είχε συγγενείς κάποιους γέροντες εδώ. Μάλιστα ένας συγγενής του ήταν καλός πνευματικός. Είχε πολύ μεγάλη φήμη. Ήταν ο παπα-Νεόφυτος που έμενε στα Βατοπεδινά κελλιά, στον Άγιο Προκόπιο.

Τον γέροντα Παγκράτιο τον φέρανε μικρό παιδάκι, νομίζω οκτώ ετών, Δημητράκης τότε. Τον φορτώσανε πάνω σ’ ένα ζώο. Δύο κοφίνια είχε το ζώο. Στο ένα είχαν βάλει τον Δημητράκη και στο άλλο ένα γουρουνάκι, και τον φέραν στο Άγιο Όρος, για να κοιτάζει έναν παππούλη που είχανε εκεί άρρωστο. Αλλά ο μικρός ήθελε παιγνίδια. Πήγαινε κάτω από το κρεβάτι και κουνούσε τον παππού. Στενοχωριόταν ο παππούς. Έπαιρνε το μπαστούνι και τον έδερνε. Έμεινε όμως στο Άγιο Όρος, παρ’ ότι δεν είχε κλίση για μοναχός. Έμεινε από αγάπη προς τους γέροντες. Μάλιστα, όταν έγινε μοναχός, έλεγε: «Τι έγινα εγώ;» Έκλαιγε. «Σκλάβωσα την ζωή μου τώρα». Αλλά έμεινε μέχρι το τέλος και κράτησε το ράσο, γιατί αγαπούσε τους γέροντες.

Και αυτός είχε πολλή αγάπη προς τους πλησίον του. Όπου αρρωστούσε κανείς, τον έτρεχε στους γιατρούς. Βοηθούσε όσο μπορούσε. Είχε ένα πολύ καλό σπίτι, τον Άγιο Προκόπιο, που το είχε πεντακάθαρο μέσα. Τον διακονούσε τον Άγιο με πολλή αγάπη.

Στο τέλος επέτρεψε ο Θεός να πάθει καρκίνο στον πνεύμονα. Υπέμεινε με καρτερία την ασθένειά του δυόμισυ χρόνια περίπου. Έλαχε σ’ εμάς να τον διακονήσουμε κατά τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Θυμάμαι ότι του άρεζε και η πολιτεία και τα υψηλά πρόσωπα. Πάντα ήθελε να κάνει συντροφιά με υψηλά πρόσωπα, με υπουργούς, με στρατηγούς. Παρ’ ότι ήταν αγράμματος, έγραφε πανέμορφα. Όμως στο τέλος, ενώ νοσηλευόταν στο Θεαγένειο και ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση –τα λογικά του βέβαια τα είχε τετρακόσια–, μας λέει: «Πατέρες, να με πάρετε και να με πάτε στο Άγιο Όρος. Θέλω να κοιμηθώ εκεί, γιατί πλησιάζει το τέλος μου».

Του λέω: «Γέροντα, είναι πολύ δύσκολα να σε μεταφέρουμε, γιατί το ασθενοφόρο δεν μπορεί να σε μεταφέρει. Είσαι με τους ορούς. Είσαι με το οξυγόνο». Ήταν όντως σε πολύ άθλια κατάσταση και είχε φρικτούς πόνους. Λέει: «Θα βρείτε τρόπο εσείς και θα με μεταφέρετε. Η Παναγία δεν θα μ’ αφήσει να κοιμηθώ εδώ. Θέλω να πάω στο Άγιον Όρος. Να μου φέρετε ελικόπτερο». «Πώς θα σε φέρουμε ελικόπτερο γέροντα; Πού θα το βρούμε το ελικόπτερο; Ξέρω ότι μεταφέρει ασθενείς από το Άγιο Όρος προς τα έξω, αλλά από έξω προς τα μέσα δεν μεταφέρει». «Εσείς θα το κανονίσετε και θα φύγουμε». Ήταν τόσο σίγουρος. Εμείς δεν είχαμε τέτοια ελπίδα, να μεταφερθεί ο γερο-Παγκράτιος στο Άγιο Όρος με ελικόπτερο. Λέω, ας κάνουμε μία προσπάθεια, αφού το απαιτεί ο γέροντας.

(Ο γέροντας ήτανε 92 χρονών. Μάλιστα, πριν αρρωστήσει, ερχότανε από τα Βατοπεδινά κελλιά –τρεις ώρες με τα πόδια– εδώ στις Καρυές, στο κελλί μας. Πολύ τακτικά το έκανε αυτό. Ενενήντα δύο χρονών. Δεν τον έπιανε κανείς. Αετός ήτανε. Ήταν λεπτούλης πολύ.)

Παίρνουμε τηλέφωνο στον διοικητή εδώ, τον κ. Κασμίρογλου. Του λέμε: «Ο διοικητής –ο Ψυχάρης– έχει ελικόπτερο και έρχεται». «Μπά!» λέει. «Αυτός δεν έχει δικό του. Νοικιάζει. Δεν έχουμε δυνατότητα εμείς να σας προσφέρουμε ελικόπτερο».

Αναρωτιόμαστε, πού θα βρούμε ελικόπτερο. Παίρνουμε στην Expess Service. Μας λένε: «Είναι σε περιπολία στην Χαλκιδική το ελικόπτερό μας –ήταν πρωτομαγιά. Δεν μπορεί να πάει στο Άγιον Όρος». Παίρνουμε στην Ιντερσαλόνικα και βρίσκεται εκεί πέρα μία ψυχή, μια κυρία, και μας διευκολύνει. Λέει: «Είναι σε αποστολή το ελικόπτερο τώρα, αλλά όταν θα έρθει, θα σας πάρω τηλέφωνο. Θα πετάξετε το απόγευμα για το Άγιον Όρος». Εμάς μας φάνηκε παράξενο, και όμως παίρνει σε λίγο, είπε ότι συνεννοήθηκε με τον πιλότο και μας λέει: «Έξι η ώρα πετάτε για το Άγιον Όρος».

Του λέμε του γερο-Παγκράτιου: «Βρέθηκε το ελικόπτερο. Η Παναγία βοήθησε και ο άγιος Προκόπιος». Ω, χαρά ο γερο-Παγκράτιος! Το κάθε λεπτό τού φαινόταν χρόνος. «Με γελάσατε», έλεγε. «Πότε θα φύγουμε; Πέρασε η ώρα». «Όχι, δεν πέρασε». Ήταν μεσημέρι, μία η ώρα. «Κατά τις πέντε θα ρθει το ασθενοφόρο να σε πάρει και θα πάμε στο ελικοδρόμιο…» Είχε φοβερό πόθο να ρθει στο Άγιον Όρος….Τελικά πήγαμε στο ελικοδρόμιο. Μπήκαμε μέσα στο ελικόπτερο και πετάξαμε.

Όταν φθάσαμε εδώ, μας λέει: «Χαμηλώστε να δω το κελλάκι μου» (του αγίου Προκοπίου). «Δεν θα πας στο κελλάκι σου;» «Όχι. Θα πάμε στο σπίτι. Εκεί πέρα θα πεθάνω». Χαμήλωσε το ελικόπτερο πάνω από τον Άγιο Προκόπιο. Σηκώθηκε λιγάκι ο γερο-Παγκράτιος και είδε το κελλάκι του. Έκανε τον σταυρό του πάνω από τον Άγιο Προκόπιο. Μετά προσγειώθηκε το ελικόπτερο στις Καρυές. Ένα δωμάτιο το κάναμε εντατική. Μας δώσανε όλα τα φάρμακα από το Νοσοκομείο. Έζησε πέντε μέρες εδώ πέρα και πέθανε. Τον ξενυκτούσαμε.

Εκείνο που μας έκανε εντύπωση είναι ότι από τότε που ήρθε στο Άγιο Όρος έπαψαν οι πόνοι. Τίποτα. Παρ’ ότι είχε δυσκολία. Είχε τον ρόγχο αυτό. Είχε υγρά στους πνεύμονες. Τον ρωτούσαμε: «Σε δυσκολεύει;» «Μπά, καθόλου. Τίποτα δεν αισθάνομαι», απαντούσε. Το μόνο που ήθελε ήταν να τον κουνάμε λιγάκι, γιατί άναβαν τα πόδια του. Ήρθε και ο ανιψιός του εδώ πέρα. Πού πήγαν εκείνοι οι πόνοι; Αφού είχε καρκίνο ο άνθρωπος και ήταν στα τελευταία του;

Κοινωνούσε κάθε μέρα. Μάλιστα, την τελευταία μέρα μού λέει: «Πάτερ Βασίλειε, κάτι θυμήθηκα. Φέρε τον πνευματικό». Εξομολογείται το μεσημέρι. Το βράδυ βάρυνε. Άρχισε ο επιθανάτιος ρόγχος. Παίρνω αμέσως, 10-11 το βράδυ, το νοσοκομείο. Μου λένε: «Αμέσως ασθενοφόρο για τον Πολύγυρο». «Ποιο ασθενοφόρο; Φεύγει ο άνθρωπος. Πέστε μας, τι να κάνουμε;». Έδωσαν κάποιες οδηγίες: κορτιζόνη, θεοφυλίνη, διουρητικά, μέσα στον ορό.

Μου λέει ο γερο-Παγκράτιος: «Ασ’ τα τα φάρμακα αυτά. Δεν με βοηθάνε πλέον. Ό,τι ήταν να κάνουν, το ‘καναν. Εγώ τώρα φεύγω. Μόνο κάθισε λίγο εδώ δίπλα μου, να μου κάνεις λίγη συντροφιά. Σε λίγο φεύγω». Λέω στον γέροντα (τον π. Ιγνάτιο): «Πήγαινε, ξεκουράσου λίγο. Ε, μπορεί να τα λέει έτσι ο παππούς. Πού ξέρει ότι θα φύγει; Μπορεί να ζήσει και μέρες ακόμη».

Πήγε να ξεκουραστεί λίγο ο γέροντας. Τακτοποίησα τον ασθενή και κάθισα δίπλα του. Εκεί που μιλούσαμε, τον πήρε λίγο ο ύπνος. Ξεψύχησε σαν πουλάκι. Βγάζω τους ορούς.

Κοιμάμαι και εγώ δίπλα του. Σκέπτομαι: «Θα τον ετοιμάσουμε το πρωί. Δεν παγώνει ο μοναχός. Το πρωί χαράματα θα ξυπνήσω τον γέροντα και θα του αναγγείλω το γεγονός. Μετά θα τον ετοιμάσουμε». Ούτε πάγωσε, ούτε τίποτα. Είχε οσιακό τέλος ο γερο-Παγκράτιος.

 

Από το περιοδικό “Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 32 (2007), άρθρο: «ΕΝΑΡΕΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ. Συνομιλία με τους πατέρες του Ιερού Γρηγοριατικού Κελλίου των Ιωασαφαίων Καρυών», σελ. 120 (αποσπάσματα).

Διηγείται ο π. Βασίλειος των Ιωασαφαίων.

 

TOP NEWS