Ο ιερός Φώτιος και το Σχίσμα
Λόγος που εκφωνήθηκε κατά τη Συνοδική Θεία Λειτουργία την 6η Φεβρουαρίου 1970 στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Πεντέλης.
H 6η Φεβρουάριου είναι η ημερομηνία, την οποίαν η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία ημών ώρισεν εις μνήμην Φωτίου του Μεγάλου. Δι’ ο και ημείς σήμερον, αγαλλομένω ποδί και σκιρτώση καρδία, προσήλθομεν εις τον Ιερόν τούτον Ναόν, ίνα, εν ιεροπρεπεί και κατανυκτικώ και ησυχίω μοναστικώ περιβάλλοντι, τιμήσωμεν τον εορταζόμενον ’γιον ό στις, διαγραψας τροχιάν αιγλήεσσαν και λαμπροφόρον εν τω πνευματικώ στερεώματι της Εκκλησίας, κατέστη αστήρ παμφαής και πολύφωτος αποστίλβων την θεσπεσίαν μαρμαρυγήν και το αείξωον πνευματικόν κάλλος της Ορθοδοξίας, καταλάμπων δε τοις εαυτού μεγαλείοις, εν οις εθαυμάστωσεν αυτόν ο Κύριος, άπαν το οικουμενικόν πλήρωμα της γε ραρας και σεπτής ημών Μητρός Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η ιερά μνήμη του Φωτίου συνεδέθη προς στιγμάς εξόχως κρίσιμους και χαλεπάς δια τε την Ανατολικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν και το Ελληνικόν Έθνος ημών. Συνεδέθη η μνήμη αυτού προς το θλιβερόν Σχίσμα των Εκκλησιών, ή μάλλον προς την απόσχισιν της εν τη Δύσει Παπικής Εκκλησίας εκ του ενιαίου κορμού της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας, επισυμβάσαν υπερμεσούσης της Θ’ μ. Χ. εκατονταετίας.
Το πελώριον ηθικόν ανάστημα του Φωτίου, εφ’ ου ως επί πέτρας ακλινούς, προσκρούσαντα διελύθησαν εις αφρούς τα μανιώδη κύματα του παπικού επεκτατισμού, και όπερ τοσούτον σθεναρώς εταπείνωσε την εν τη Δύσει «επηρμένην οφρύν» του παπικού δεσποτισμού και της αλαζονείας, επέσυρεν, ως ήτο φυσικόν, εν μεν τω Βυζαντίω τας πολυειδείς κατ’ αυτού συκοφαντικάς δυσφημήσεις των εκκλησιαστικών και πολιτικών αντιπάλων αυτού, εν δε τη Δύσει την άκρατον μήνιν των υποτελών του παπισμού, οίτινες προσεπάθησαν ποικιλοτρόπως να αμαυρώσουν την φήμην του και να παραστήσουν αυτόν ως τον πρώτον και κύριον υπαίτιον του επισυμβάντος εκκλησιαστικού Σχίσματος. Και η μεν Ορθοδοξος Ανατολή, παραμερίσασα τας κατά του Φωτίου παντοειδείς επιθέσεις των αντιπάλων του, εδικαίωσε τούτον πανηγυρικώς και εν Συνόδοις Εκκλησιαστικαίς και άλλως, ιδούσα εν τω προσώπω αυτού Φώτιον τον Μέγαν, τον σθεναρόν και συνετόν αμύντορα των πατρίων και της Ορθοδοξιας, τον άκαμπτον υπερασπιστήν της πίστεως και της ανεξαρτησίας αυτής, ον κατεχώρισεν εις τας τάξεις των Αγίων της και κατέταξεν εις την ευγενή χορείαν των λαμπρών αθλητών και προμάχων της πίστεως. Η δε επιστήμη της Ιστορίας, ιδία εν ταις ημέραις ημών και μάλιστα εν τω προσώπω διαπρεπών ρωμαιοκαθολικών ιστορικών επιστημόνων και θεολόγων, μετά από μακράς και ενδελεχείς έρευνας και σπουδάς, αποκαθήρε την μνήμην του ιερού άνδρός, απαλλάξασα τούτον της μομφής επί κυρία υπαιτιότητι εν τω δημιουργηθέντι εκκλησιαστικώ Σχίσματι.
Βεβαίως, τα πρωταγωνιστήσαντα εν τω Σχίσματι πρόσωπα, Πάπας Νικόλαος Α’ και Οικουμενικός Πατριάρχης Φώτιος, δεν ήσαν οι εφευρέται και δημιουργοί του Σχίσματος, το οποίον, ως γνωρίζομεν, δεν εξέσπασεν ως κεραυνός εν αιθρία, εν τω πνευματικώ ορίζοντι της καθολικής Εκκλησίας. Εν τω προσώπω των δύο τούτων έκκλησιαστικών ανδρών συνηντήθησαν και συνεκρούσθησαν υπερμεσούντος του Θ’ μ.Χ. αιώνος, δύο κόσμοι σαφώς διακεκριμένοι αλλήλων και εν πολλοίς αντίθετοι. Εκ της συγκρούσεως δε ταύτης προήλθε μεν καθ’ ιστορικήν αναγκαιότητα ο φοβερός του Σχίσματος κεραυνός, τούτον όμως ήρεμα και βαθμηδόν παρεσκεύασαν και εν τέλει εδημιούργησαν σύννεφα πολλά και πυκνά, συσσωρευθέντα εν τω πνευματικώ ορίζοντι της Εκκλησίας. Ούτως, εν τω προσώπω του Πάπα Νικολάου Α’, εύρε τον κλασσικώτερον εκπρόσωπον αυτού εις κόσμος συγκεκριμένος και ίδιος, με σαφή και έντονον εκκλησιαστικήν και πνευματικήν ιδιορρυθμίαν. Εν τω προσώπω Νικολάου Α’ απέμαξε το εντελέστερον ιδεώδες αυτού ο Παπισμός, υφ’ ον κυρίως νοούμεν το πνεύμα, τας τάσεις και την ιδιομορφίαν, άτινα προσεκτήσατο βαθμηδόν εν τη ροή των αιώνων η εν τη Δύσει Χριστιανοσύνη. Εν τω προσώπω του Νικολάου εύρε την αποκορύφωσιν και την τελείωσιν αυτού ο δεσποτισμός, όστις, βοηθούντος εις τούτο του λατινικού συγκεντρωτικού, απολυταρχικού και επεκτατικού πνεύματος, ήρχισε να κάμνη ενωρίτατα την εμφάνισιν αυτού εν τη Δύσει, ήδη εν τω προσώπω των αρχαίων παπών Βίκτωρος Α’ και Στεφάνου Γ’. Τα πρεσβεία τιμής, άτινα η Καθολική του Χριστού Εκκλησία πρεπόντως απενείμε τω Πάπα, ως επισκόπω της περιπύστου παλαιάς Ρώμης, της παλαιφάτου και λαμπράς πρωτευούσης της ‘Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ευκλεούς πόλεως των Αγίων και των Μαρτύρων, κατά παρεκδοχήν του νοήματος βιβλικών χωρίων, απέβησαν συν τω χρόνω πρεσβεία εξουσίας και αρχής. Ον δε τρόπον ο Πέτρος, κατά την γνώμην των παπικών, υπήρξε δήθεν θείω δικαίω ο πρώτος του συλλόγου των Αποστόλων, ούτω και ο Πάπας, ο δήθεν διάδοχος αυτού εις τον επισκοπικόν θρόνον της Ρώμης, κληρονομών το πρωτεΐον εκείνου, έδει να ή, θείω δικαίω, αντί primus inter pares, κατά την ορθήν του τίτλου έννοιαν, primus super omnes, η ορατή κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας του Κυρίου, συγκεντρών εν εαυτώ άπασαν την εν τη Εκκλησία διδακτικήν, νομοθετικήν, δικαστικήν και διοικητικήν εξουσίαν, τη αυθεντία του οποίου έδει να υποτάσσονται άπαντες ανεξαιρέτως οι επίσκοποι και αυταί ακόμη αι Σύνοδοι Ανατολής και Δύσεως. Ούτως, η Δυτική Εκκλησία, ευρεθείσα μακράν του συνοδικού συστήματος διοικήσεως της αρχαίας Ανατολής και εις εν και μόνον Πατριαρχεϊον οργανωθείσα, ετράπη ιδίαν οδόν, ενσαρκώσασα βαθμηδόν εν εαυτή το πνεύμα και τας τάσεις των αρχαίων Λατίνων, καταστάσα εν τούτω αυτόχρημα λατινική. Το απολυταρχικόν τούτο πρωτείον του Πάπα, υποδαυλιζόμενον αείποτε και αναρριπιζόμενον υπό του επεκτατικού λατινικού πνεύματος, έμελλε συντόμως να έχη τας φυσιολογικάς επεκτάσεις αυτού και επεί του πολιτικού πεδίου. Κρατυνθέν εκκλησιαστικώς και λαμπρυνθέν εν τη συνειδήσει των βαρβάρων λαών της Δύσεως, παρ’ οις σπουδαίως ειργάσθη πολιτιστικώς ο Πάπας, το παπικόν τούτο πρωτείον έμελλε, ίδια άφ’ ότου ίδρύθη εν τη Δύσει το παπικόν κράτος και τεχνηέντως εκραταιώθη η εξουσία του Πάπα δια των θρυλικών Ψευδοϊσιδωρείων Διατάξεων και της Ψευδοκωνσταντινείου Δωρεάς, να προσλάβη και κοσμικήν αίγλην και λαμπρότητα, τούθ’ όπερ άριστα υφηγείται η βραδύτερον διατυπωθείσα περί δύο ξιφών (πνευματικού και πολιτικού) θεωρία του Παπισμού. Το διττόν τούτο πρωτείον, στενοχωρούμενον και οιονεί ασφυκτιών εν τη Δύσει, εζήτει αφορμήν, να εκχυθή ασυγκράτητον και λάβρον και εν τη Ανατολή, εύρον επί τέλους τον κλασσικώτερον ενσαρκωτήν αυτού εν τω προσώπω του θρυλικού Πάπα του Σχίσματος Νικολάου Α’.
Ετέρωθεν, εν τω προσώπω του Πατριάρχου Φωτίου, συνηντάτο και εύρισκε τον κλασσικώτερον εκπρόσωπον αυτού εις άλλος κόσμος, με έντονον ομοίως την πνευματικήν ιδιομορφίαν αυτού. Ο Φώτιος υπήρξεν ο τελειότερος ενσαρκωτής του ιδεώδους του ελληνοχριστιανικού βυζαντινού πολιτισμού. Κατέχων αρτίαν και παμμερή μόρφωσιν και περικοσμούμενος δια σπανίων πνευματικών προσόντων και προσωπικότητος ισχυράς, όμως απηχών εν εαυτώ την σύνεσιν, την νηφαλιότητα, την σεμνότητα και εράσμιον πνευματικόν κάλλος της Ορθοδόξου Ανατολής και εν χριστιανική μοναστική ταπεινοφροσύνη ανατραφείς και γαλουχηθείς, ουδαμώς έστεργε την λαμπρότητα του οικουμενικού της Κωνσταντινουπόλεως θρόνου, μονονουχί βία, εις τούτον ανυψωθείς. Εν τω προσώπω αυτού έστιλβεν ασπασίως η καθαρότης και η ευγένεια της αρχαίας αποστολικής παραδόσεως, η ωραιότης και το σπινθηροβόλον πνεύμα μιας γονίμου θεολογίας, οίαν διέπλασεν η συμβολή και αγαστή εναρμόνισις της θείας εξ αποκαλύψεως αληθείας προς τον ελληνα λόγον και την σοφίαν, Θεολογίας ήτις, καθημαγμένη εκ της μακραίωνος πάλης αυτής προς τας αιρέσεις και την πλάνην, διετήρησε καθαράν και άσπιλον την παρακαταθήκην της πίστεως, το κήρυγμα του Σωτήρος και των Αποστόλων, τον θησαυρόν της θείας εξ αποκαλύψεως αληθείας. Εν τω προσώπω του Φωτίου διεγράφοντο άριστα τα ιδεώδη της Ορθοδοξίας, ο φλογερός έρως προς το δόγμα και την θείαν αλήθειαν, η άκαμπτος μαχητικότης υπέρ του προγονικού της ορθοδόξου παραδόσεως θησαυρού, το φιλελεύθερον και δημοκρατικόν πνεύμα του συνοδικού εκκλησιαστικού συστήματος διοικήσεως, η φευγαλέα αναδρομή του πνεύματος εις την μυστικήν ενατένισιν των θείων πραγμάτων και η αποκόλλησις τούτου εκ των υποθέσεων της παρούσης ζωής.
Εν τω προσώπω λοιπόν των δύο τούτων ισχυρών ανδρών συνηντήθησαν, ως είπομεν, και βιαίως συνεκρούσθησαν δύο εκκλησιαστικοί κόσμοι, διάφοροι και αντίθετοι αλλήλων. Εξωτερικήν αφορμήν δια την σύγκρουσιν έδωσαν τα γνωστά εκ της εκκλησιαστικής ιστορίας γεγονότα, η εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως ανάρρησις του Φωτίου και η σύγκρουσις τούτου προς τον Ιγνάτιον και η παρ’ ενορίαν επέμβασις του Πάπα εις τα πράγματα της Εκκλησίας της Βουλγαρίας. Εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις ταύτας, ο Πάπας ενόμισεν, ότι εύρε την κατάλληλον ευκαιρίαν ενεργού αναμείξεως και επιβολής του πρωτείου αυτού και εις την Ανατολικήν Εκκλησίαν, γενόμενος εν προκειμένω ο κύριος πρωτουργός του Σχίσματος. Ο Φώτιος, ανεκτικός μέχρι τούδε έναντι των απειλών και της κατ’ αυτού πολεμικής του Νικολάου, όμως προ του επικρεμαμένου κινδύνου ανώρθωσε το πελώριον πνευματικόν ανάστημα αυτού και έδρασεν αποφασιστικώς και αστραπιαίως. Αι δογματικαί κακοδοξίαι του Παπισμού, εις ας ευχερώς παρήγετο το πρωτείον και το αλάθητον, και ιδιαιτέρως το Filioque το οποίον μέχρι τότε η Ανατολή δεν ειχε προσέξει αρκούντως, λόγω των ιδιαιτέρων αγώνων αυτής προς τας αιρέσεις εξελθούσαι του θεωρητικού πεδίου αυτών, ελάμβανον τώρα συγκεκριμένον χαρακτήρα και σημασίαν πρακτικήν, συνδεδυασμένως δε προς το απολυταρχικόν πρωτείον και το αλάθητον, ετοποθετούντο το πρώτον ορθώς επί της πραγματικής βάσεως αυτών. Ο παπικός επεκτατισμός εσήμαινεν ου μόνον απορρόφησιν και αφανισμόν της Ορθοδοξίας, αλλά και κατάλυσιν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και αφανισμόν της υποστάσεως και ιδιομορφίας του Ελληνικού Έθνους. Ο κίνδυνος διεγράφετο εξόχως μέγας και άμεσος. Ο Φώτιος, και εν τω προσώπω αυτού σύνολος η ορθόδοξος Ανατολή, αντέδρασεν επαξίως των ιστορικών περιστάσεων και παραδόσεων. Η αρχή του Σχίσματος (867), όπερ παρά τας φιλενωτικάς προσπάθειας του Φωτίου (Σύνοδος 879/80) έμελλε να συντελεσθή οριστικώς τω 1054, ήτο ήδη γεγονός. Η οξυδερκής διάνοια του Φωτίου συνέλαβε και εστάθμισε θαυμασίως το όλον ζήτημα. Ο προφητικός οφθαλμός του διείδε σαφώς τον ολισθηρόν και επισφαλή δρόμον, ον έμελλε να ακολουθήση περαιτέρω το παπικόν πρωτείον, τας ποικίλας της πίστεως παραχαράξεις και τας παντοειδείς καταχρήσεις και την κατάπτωσιν καθόλου της μεσαιωνικής Δύσεως, αίτινες εγένοντο πρόξενοι και άλλων αποσχίσεων (Μεταρρύθμισις, Παλαιοκαθολικισμός) εν τοἲς κόλποις της Λατινικής Εκκλησίας. Η άμεσος και αποφασιστική δράσις αυτού, της οποίας αι λεπτομέρειαι είναι γνωσταί εις πάντας ήμάς εκ της έκκλησιαστικής Ιστορίας, έσωσε και την ‘Ορθοδοξιαν και το αρρήκτως μετ’ αυτής συνδεδεμένον και αμεσώτατα κινδυνεύον Ελληνικόν ‘Εθνος.
Η ιερά φυσιογνωμία του Φωτίου δικαίως απετέλεσε το ίνδαλμα της Ορθοδοξίας, περιβεβλημένη αείζωον και αεί νεάζουσαν δια τον ορθόδοξον κόσμον επικαιρότητα. Εις τα λαμπρά ίχνη του Ιερού Πατρός εβάδισεν έκτοτε απαρατρέπτως η Ορθοδοξία. Εμπνεόμενοι υπό του παραδείγματος αυτού, ήθλησαν υπέρ αυτής εσμός όλος ευσταλών αγωνιστών, Μιχαήλ Κηρουλάριος, Γρηγόριος Παλαμάς, Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός, Γεννάδιος ο Σχολάριος και πληθύς όλη διαπρεπών ορθοδόξων Ιεραρχών και άλλων πεπαιδευμένων και ελλογίμων ανδρών.
Αλλά και σήμερον έτι, Μακαριώτατε, και δη και υπέρ πάσαν άλλην εποχήν, η ιερά του Φωτίου μορφή προβάλλει εξόχως επίκαιρος δια την Ορθοδοξίαν. Ο αιών, τον οποίον διέρχεται σήμερον η ανά τον κόσμον χριστιανοσύνη, είναι αιών του λεγομένου διαχριστιανικού οικουμενισμού. Αι ανά τον κόσμον διεσπαρμένοι και απεσχισμέναι αλλήλων «Εκκλησίαι», ζώσαι εν μέσω περιβάλλοντος εξόχως υλιστικού και αντιμετωπίζουσαι ποικίλους και θανάσιμους εχθρούς εν τω πεδίω της εν τω κόσμω πνευματικής αποστολής των, προσέτι δε βιούσαι εντόνως το δράμα και το σκάνδαλον της διαιρέσεως και αποσχίσεως αυτών, ποθούσι και δικαίως εργάζονται υπέρ της εν αγάπη και εν πίστει ενότητος. Όντως δε το αίτημα της ενώσεως των Εκκλησιών είναι μέγιστον και ιερόν. Υπέρ τούτου εδεήθη ο Σωτήρ θερμώς προς τον Πατέρα αυτού ολίγον προ του μαρτυρικού του θανάτου. Η δε Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία δέεται συνεχώς υπέρ της των πάντων ενώσεως. Παρ’ όλην όμως την σπουδαιότητα και ιερότητα του εν λόγω αιτήματος, η συμμετοχή εν τω οικουμενισμώ της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας δημιουργεί δι’ εαυτήν πολλάς δυσχερείας και ευθύνας και προβλήματα εξόχως δύσκολα και διαγράφει ωρισμένας απαρασαλεύτους προϋποθέσεις, άτινα πάντα πρέπει αύτη να έχη πάντοτε εν νω κατά τας οικουμενικάς της επαφάς. Και δη·
1) Μετέχοντες εις τας οικουμενικάς επαφάς ημείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί ουδόλως πρέπει να χάνωμεν εκ του οπτικού ημών πεδίου το γεγονός, ότι η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία αποτελεί την γνησίαν και αληθη συνεχείαν της μιας, άγιας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, της υπό του Χριστού επί του θεμελίου των Αποστόλων ιδρυθείσης. Και τούτο μεν δεν πρέπει ευκαίρως ακαίρως να διατυμπανίζωμεν επιδεικτικώς και κομπαστικώς. Όταν όμως υπάρχη λόγος αποχρών, δεν πρέπει να διστάζωμεν, όπως εν σεμνότητι και μετριοφροσύνη εξαίρωμεν ενώπιον του διαχριστιανικού κόσμου τα διαπιστευτήρια της Ορθοδόξου μητρός ημών Εκκλησίας. Ενδεχόμενη σιγή ημών είναι ένοχος και από πάσης πλευράς ανεπίτρεπτος και ασυγχώρητος.
2) Συνδεδυασμένως προς τα ανωτέρω, ημείς οι ορθόδοξοι πρέπει πάση δυνάμει να αποκρούωμεν την περίφημον περί κλάδων θεωρίαν (Branch Theory), ή τις αποτελεί την σπονδυλικήν στήλην της εκκλησιολογίας των Προτεσταντών της συγχρόνου Οικουμενικής Κινήσεως. Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν είναι μία των πολλών Εκκλησιών, κατέχουσα μέρος μόνον της αποκαλυφθείσης θείας αληθείας και εν ίσω μέτρω, και δη και παραλλήλως φερομένη προς τας άλλας Εκκλησίας, αλλ’ είναι η πραγματική και μοναδική του Χριστού Εκκλησία, κατέχουσα αείποτε και διδάσκουσα ορθώς σύνολον το περιεχόμενον της εξ αποκαλύψεως θείας αλήθειας, όπερ διετήρησεν ασινές και αμόλυντον εν τη παραδόσει και συνειδήσει αυτής μέχρι σήμερον. Η αποδοχή της περί κλάδων θεωρίας θα εσήμαινεν αυτόχρημα αυτοκτονίαν της Ορθοδοξίας.
3) Ο δογματικός μινιμαλισμός, όταν ενυπολανθάνη εν τω πνεύματι και χαρακτηρίζη τας τάσεις των συγχρόνων οικουμενικών φιλενωτικών προσπαθειών, εγκρύπτει θανάσιμον κίνδυνον και ολεθρίαν παγίδα δια την Ορθοδοξίαν. Δι’ αυτήν το δόγμα αποτελεί την σώζουσαν αλήθειαν της πιστεως, η αθέτησις της οποίας στερεί τον άνθρωπον της σωτηρίας. ’παντα τα υπό της Εκκλησίας διδασκόμενα δόγματα της πίστεως αποτελούν άλυσιν ενιαίαν και αδιάσπαστον, η απόσπασις δ’ οιουδήποτε εξ αυτών συνεπιφέρει και των υπολοίπων την κατάρρευσιν. Η διάκρισις των δογμάτων εις ουσιώδη και επουσιώδη, εις κύρια και δευτερεύοντα, είναι διάκρισις εσφαλμένη και εξ ορθοδόξου πλευράς εντελώς απαράδεκτος. Κατά την 17ην εκατονταετίαν, την διάκρισιν ταύτην υιοθετήσασα η φιλειρηνιστική κίνησις Γεωργίου του Καλλίξτου απέτυχε παταγωδώς εις το ενωτικόν πείραμα αυτής. Αλλά και ο οιοσδήποτε υποβιβασμός της σημασίας των δογμάτων είναι ιστορικώς μεν αβάσιμος, εκκλησιολογικώς δε θανάσιμος. Τον υποβιβασμόν τούτον εξάρας ο Ευσεβισμός (τέλος του 17ου αιώνος) απέτυχεν ομοίως εις τας ειρηνιστικάς του προσπαθείας.
4) Η άκριτος σπουδή περί την ένωσιν των Εκκλησιών αποτελεί έλλειψιν πείρας θεολογικής και ιστορικής και απάμβλυνσιν συναισθήσεως ορθοδόξου ευθύνης. Το Σχίσμα παρεσκεύασαν, ως είδομεν, εκατονταετίαι πολλαί και ακολούθως εκραταίωσαν και επαγίωσαν βίος εκκλησιαστικός και παραδόσεις αιώνων. Ταύτα πάντα δεν είναι δυνατόν να αρθώσιν από στιγμής εις στιγμήν ως δια μαγείας και θαύματος. Χρειάζεται μακρότατον χρονικόν διάστημα συνετής και επιμεμελημένης εργασίας και αόκνων προσπαθειών. Ένωσις των Εκκλησιών, εν σπουδή συντελουμένη, και δη και επί αθετήσει βασικωτάτων προϋποθέσεων και αρχών, δεν θα είναι πραγματική ένωσις, αλλ’ εξωτερική συγκόλλησις Εκκλησιών, οικοδόμημα σαθρόν, άνευ θεμελίου και επί της άμμου εκτισμένον.
5)Ο Διάλογος, της Αγάπης, ο προβαλλόμενος ως η μόνη θεραπεία του διεκκλησιαστικοΰ δράματος του Χριστιανισμού, αποχωριζόμενος και αποκοπτόμενος της πραγματικής βάσεως αυτού, αποτελεί ματαίαν προσπάθειαν. Αγάπη, ναι! Ύψίστη υποχρέωσις και καθήκον παντός χριστιανού. Ποια όμως αγάπη; Όχι ο απλούς και άκαρπος συναισθηματισμός, αλλ’ αγάπη νευρώδης και αυστηρά, χωρίς συμβιβασμούς και υποχωρητικότητας, όταν ιδία πρόκηται περί ζητημάτων της σωζούσης θείας αληθείας. Η αγάπη προς την αλήθειαν δέον να φωτίζη την αγάπην προς τον πλησίον και να είναι το πρώτιστον χρέος του ορθοδόξου και το μέτρον, δι’ ου θα προσμετρή ούτος τας διεκκλησιαστικάς του έπαφάς. ‘Ερως Ορθοδοξιας πρωτίστως και κατόπιν τα υπόλοιπα. Αγάπα την Ορθοδοξίαν και μετά ταύτα εν τω Οικουμενισμώ πράττε ό,τι θέλεις.
6)Αλλά και η μυστηριακή κοινωνία των Εκκλησιών (intercommunio) και εν αυτή έτι τη δογματική διαφορότητι και διαστάσει αυτών, αποτελεί αξιοθρήνητον άγνοιαν της ορθοδόξου εκκλησιολογίας. Η μυστηριακή κοινωνία είναι πάντοτε καρπός και έκφρασις της εν πίστει ενότητος της Εκκλησίας, όπου δ’ υπάρχει διάστασις και αποχωρισμός, η κοινωνία των μυστηρίων, και μάλιστα της θείας Ευχαριστίας, αποτελεί τόλμην τα μάλιστα επικίνδυνον. Και
7) Οιαδήποτε φιλενωτική ορθόδοξος προσπάθεια δεν πρέπει να παραβλέπη το ορθόδοξον φρόνημα και αισθητήριον του πληρώματος του ορθοδόξου λαού. Ο ορθόδοξος λαός είναι άγαν ευαίσθητος εις τα ζητήματα της πατρώας του πίστεως. Φρουρός και φύλαξ των ορθοδόξων του παραδόσεων δεν θα διστάση, με επί κεφαλής τους αξίους ποιμένας του, να ορθώση και πάλιν το γιγαντιαίον ανάστημά του.
* * *
Εν μέσω της δεινής συγχύσεως των πραγμάτων εν τοις πλαισίοις του συγχρόνου κόσμου, εν τω οποίω διαγράφονται πολλοί και ζοφεροί κίνδυνοι, προβάλλει σήμερον ενώπιον ημών η σεπτή μορφή Φωτίου του Μεγάλου, ως φως παρήγορον και καθοδηγητικόν. Τοιούτους Ιερούς άνδρας και τοιαύτα πνευματικά αναστήματα χρειάζεται σήμερον η Ορθοδοξος Καθολική Εκκλησία. Δι’ ο, ας αναλάβωμεν εν εαυτοίς την φλογέράν αγάπην του ιερού Πατρός προς την Ορθοδοξίαν, υπέρ της οποίας τοσούτον αξιοζήλως ήθλησε και ήτο έτοιμος και μέχρι θανάτου να αγωνισθή. Ας διατηρήσωμεν την ορθόδοξον πίστιν ημών, το καύχημα και το στήριγμα της Εκκλησίας και του ‘Εθνους ημών μακράν πάσης αλλοιώσεως και παντός συμβιβασμού. Ας αναλάβωμεν ευθαρσή την ομολογίαν αυτής, εν μέσω αδελφών πλανωμένων, ίνα επιλάμψη αυτοίς το αείζωον φως και η διαυγής καθαρότης της. Ο δε Μέγας Φώτιος έστω ημίν σύμβολον ορθοδοξίας, αθλητής της πίστεως, παράδειγμα φωτεινόν, εμπνέον ημάς εις τας μετά των λοιπών χριστιανών σχέσεις μας, ίνα εν παντί προβάλληται επαξίως και αναλάμπη το πανακήρατον κάλλος της Ορθοδοξιας, προς δόξαν του εν Τριάδι Θεοΰ!