Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας», που κυκλοφορεί κάθε Πέμπτη πανελλαδικά.
Τον Μάρτιο του 1920 οι Τούρκοι εθνικιστές συγκάλεσαν στην Άγκυρα τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση, η οποία δημιούργησε μία επαναστατική εξουσία, ενώ ο Σουλτάνος θεωρήθηκε αιχμάλωτος του Κεμάλ στην Κων/πολη. Όταν τον Αύγουστο του 1920 υπογράφηκε από την σκιώδη κυβέρνηση του Σουλτάνου η συνθήκη των Σεβρών, η συγκροτημένη από τον Κεμάλ λαϊκή εξουσία αντιτάχθηκε στους όρους της Συνθήκης αυτής, που θεωρήθηκε τότε δικαίως “πιο εύθραυστη και από τις πορσελάνες των Σεβρών”. Από τότε ο Κεμάλ όρισε ως κέντρο των δράσεών του την Άγκυρα.
Το 1921 οι Γάλλοι και οι Ιταλοί ήλθαν σε συμφωνίες με τον Κεμάλ και απέσυραν τα στρατεύματά τους, από την Κιλικία οι Γάλλοι, και από την Αττάλεια οι Ιταλοί, αφήνοντας πίσω τους όλο το στρατιωτικό υλικό τους και ανοικτά τα λιμάνια του ανεφοδιασμού τους. Αυτό αποτέλεσε διπλωματικό πλήγμα για τους Έλληνες και θορύβησε για οικονομικούς λόγους τους Άγγλους. Έτσι ο Κεμάλ καθόριζε τα δευτερεύοντα μέτωπα και άνοιγε δρόμους άνετου εφοδιασμού, συγκεντρώνοντας τις προσπάθειές του προς τον πιο επικίνδυνο αντίπαλό του, τους Έλληνες, που προχωρούσαν ολοένα πιο βαθιά στο μικρασιατικό έδαφος κάνοντας δύσκολο τον δικό τους εφοδιασμό και ευαίσθητα τα πλευρά του πολεμικού μετώπου τους. Υπενθυμίζουμε ότι το 1921 δεν ήταν πλέον Κυβερνήτης ο Βενιζέλος, ο οποίος είχε χάσει τις εκλογές του 1920. Επίσης πρέπει να σημειώσουμε ότι οι Σύμμαχοι, επηρεασμένοι και από τις συμφωνίες του Κεμάλ με τους σοβιετικούς, σύστησαν στις 8 Ιουνίου 1921 στη νέα ελληνική Κυβέρνηση αναστολή των πολεμικών επιχειρήσεων. Όμως η σύστασή τους δεν έγινε δεκτή. Επίσης στις 10 Μαρτίου 1922 οι Σύμμαχοι υπέδειξαν στην ελληνική Κυβέρνηση να κάνει ανακωχή με όρους εις βάρος των Ελλήνων. Όρους, οι οποίοι ουσιαστικά ανέτρεπαν ευνοϊκά για τους Έλληνες άρθρα της συνθήκης των Σεβρών. Πρότειναν μάλιστα την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό, χωρίς να υπόσχονται ασφαλή προστασία για τους ελληνικούς πληθυσμούς που κατοικούσαν, επί αιώνες, στη Μικρά Ασία. Η ελληνική Κυβέρνηση, που είχε απορρίψει την πολύ ευνοϊκότερη πρόταση του Ιουνίου του 1921, δέχτηκε αυτήν την πρόταση, απέστεργαν όμως οι Τούρκοι. Άλλωστε ο ελληνικός πληθυσμός της Μικράς Ασίας είχε ήδη συρρικνωθεί πριν από την κατάρρευση του Μετώπου και τον εν συνεχεία ολοκληρωτικό ξεριζωμό του Ελληνισμού από τις εστίες του (1924). Στα 1912 υπήρχαν στη Μ. Ασία 1.782.583 Έλληνες (σύμφωνα με στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου). Το ελληνικό στοιχείο στη Σμύρνη αποτελούσε το 60% του συνολικού της πληθυσμού. Άλλες πόλεις της Δυτικής Μ. Ασίας (Αϊδίνιο, Προύσα κ.ά.) είχαν ελληνικό πληθυσμό γύρω στο 1.000.000.
Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο το ελληνικό Έθνος-Γένος συρρικνώθηκε δραματικά από τις βίαιες εκτοπίσεις, τις “μυστηριώδεις εξαφανίσεις” και την δια των “ταγμάτων εργασία” στο εσωτερικό της Μ. Ασίας.
Όταν άρχισε η συνδιάσκεψη της Λωζάννης την 1η/11/1922 έμεναν στην Πόλη και στα περίχωρά της περίπου 300.000 Έλληνες και στη Δυτ. Μ. Ασία άλλες 400.000. Ως προς τον αφανισμό των Ελλήνων κατά την καταστροφή της Σμύρνης Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 1922 στον τόμο ΙΕ´ της “Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους” της Εκδοτικής Αθηνών, σσ. 233-247, διαβάζουμε εκτενείς αναφορές και περιγραφές για την εθνική συμφορά του 1922.
Οι Έλληνες του Πόντου, αμέσως μετά την ελληνική κατάρρευση του Μετώπου εκδιώχθηκαν χωρίς προειδοποίηση. Οι φυγάδες Πόντιοι συγκεντρώθηκαν στα λιμάνια της Μαύρης θάλασσας με βάρκες αναμένοντας πλοία που θα τους έφερναν στην Κων/πολη ή στην Ελλάδα. Πολλοί έφθασαν στην Πόλη πεζοί. Από το σύνολο των 400.000 προσφύγων του Πόντου που κατέφυγαν στην Ελλάδα, τον Φεβρουάριο του 1923, είχαν φθάσει στον προορισμό τους οι μισοί. Πολλοί χάθηκαν νικημένοι από τον τύφο και την βλογιά, ενώ άλλοι είχαν καταφύγει σε άλλες χώρες.
*
Στην Ανατολική Θράκη, όπου υπήρχε ελληνικός στρατός, ειδοποιήθηκε ο ελληνικός πληθυσμός, στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1922, για τη βαθμιαία αποχώρηση του ελληνικού στρατού και τέθηκαν προθεσμίες για την αποχώρηση όσων ήθελαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Με την αποχώρηση του ελληνικού στρατού, δημιουργήθηκε ανασφάλεια στους κατοίκους των πόλεων της Ανατολικής Θράκης, με αποτέλεσμα να έχουν εκκενωθεί, μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου του 1922, η Σηλυβρία, η Ηράκλεια, η Ραιδεστός και οι Σαράντα Εκκλησιές. Διάφορες τουρκικές συμμορίες προέβαιναν σε επιθέσεις εναντίον των Ελλήνων που προσπαθούσαν να φύγουν, ενώ η ελληνική Κυβέρνηση έστειλε πλοία επιβατικά και εμπορικά για να παραλάβουν τους πρόσφυγες. Περίπου 250.000 Έλληνες εγκατέλειψαν τις εστίες τους στην Ανατολική Θράκη, μεταφέροντας ιερά κειμήλια και βιβλία. Μεταφέρθηκε ακόμα και το πολύτιμο περιεχόμενο της βιβλιοθήκης του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Αδριανουπόλεως.
Στην ανακωχή των Μουδανιών (στην Προποντίδα) στα μέσα του Οκτωβρίου του 1922, όπου δεν έλαβε μέρος ελληνική αντιπροσωπεία, οι Σύμμαχοι δέχθηκαν την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την Ανατολική Θράκη, που τον ακολούθησαν οι άμαχοι πρόσφυγες. Έτσι ξεριζώθηκε βίαια και ο Ελληνισμός της Ανατ. Θράκης, την οποία παρέδωσαν οι Έλληνες τον Νοέμβριο του 1922 –ως μεσολαβητές– στους Συμμάχους και εκείνοι διαβίβασαν τη διοίκησή της αυθημερόν στους Τούρκους.
*
Η Συνθήκη της Λωζάννης. Με όσα αναφέραμε, διαπιστώνουμε ότι πριν από την καταστροφή της Σμύρνης και αμέσως μετά χιλιάδες Έλληνες είχαν εγκαταλείψει εκβιαστικά τις εστίες τους για να μη σφαγούν είτε εκτοπισμένοι από τα “τάγματα εργασίας”. Όμως η διαβόητη Συνθήκη της Λωζάννης ήταν εκείνη που, δια της Ανταλλαγής των πληθυσμών, προκάλεσε τον άδικο και πρωτόγνωρο στην ιστορία ξεριζωμό προσώπων, τα οποία επί αιώνες είχαν θεμελιώσει και καλλιεργήσει τον μοναδικό Ελληνορθόδοξο πολιτισμό.
Οι συζητήσεις στη Λωζάννη της Ελβετίας κράτησαν από τον Νοέμβριο του 1922 έως τον Ιούλιο του 1923, μεταξύ των Συμμάχων, της Τουρκίας του Κεμάλ και των Ελλήνων, με εκπρόσωπο τον Ελ. Βενιζέλο, τον οποίο είχε επιλέξει, ως εκπρόσωπο των Ελλήνων, η Επαναστατική Κυβέρνηση που είχε συσταθεί αμέσως μετά την καταστροφή της Σμύρνης στη Λέσβο και στη Χίο, υπό τον συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα, τον συνταγματάρχη Στυλιανό Γονατά και τον αντιπλοίαρχο Δ. Φωκά.
Θυμίζουμε εδώ ότι στην Τουρκία καταλύθηκε το σουλτανικό καθεστώς τον Νοέμβριο του 1922, ενώ λίγο μετά καταργήθηκε στην Ελλάδα η δυναστεία των Γλύξμπουργκ και ανακηρύχτηκε δημοκρατία με ομόφωνο ψήφισμα της Βουλής στις 25-3-1924. Το ψήφισμα αυτό επικυρώθηκε με δημοψήφισμα στις 13-4-1924, όπου 69,95% ψηφοφόροι ψήφισαν αβασίλευτη δημοκρατία. Τα κύρια θέματα της Συνθήκης της Λωζάννης αφορούσαν κυρίως στις οικονομικές και γεωγραφικές σχέσεις μεταξύ των Συμμάχων και της Τουρκίας.
Ως προς τους Έλληνες αποφασίστηκε:
1) Η Ανατολική Θράκη, η Ίμβρος και η Τένεδος να δοθούν στους Τούρκους.
2) Τα Δωδεκάνησα αναγνωρίστηκαν ως Ιταλική κτίση.
3) Η Τουρκία αναγνώρισε την παραχώρηση της Κύπρου στην Αγγλία (αρχική παραχώρηση είχε γίνει το 1878 στο Βερολίνο).
4) Με χωριστή ελληνοτουρκική σύμβαση μεταξύ Βενιζέλου και Ινονού διευθετήθηκε το ζήτημα της Ανταλλαγής των πληθυσμών. Στο σύνολό τους από το 1912 έως το 1925 περίπου 1.500.000 Έλληνες έγιναν πρόσφυγες στην Ελλάδα και περίπου 500.000 Τούρκοι ακολούθησαν τον αντίστροφο δρόμο. Από την Ανταλλαγή εξαιρέθηκαν οι Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως και των νήσων Ίμβρου και Τενέδου. Αντίστοιχα εξαιρέθηκαν οι Μουσουλμάνοι της Δυτ. Θράκης.
Η Ελληνικοτουρκική Σύμβαση για την Ανταλλαγή των πληθυσμών έκλεισε τη σειρά των μεγάλων ομαδικών μεταναστεύσεων της εποχής 1912-1924. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει η εθνολογική σύνθεση όλων των χωρών που βρισκονταν γύρω από το Αιγαίο και τη Μαύρη θάλασσα. Η Μακεδονία άδειασε από Τούρκους και στη θέση τους μπήκε διπλάσιος αριθμός από Έλληνες της Θράκης και της Μικράς Ασίας. Παρηγοριά για μας από την ολέθρια καταστροφή του 1922 είναι το ότι η Μακεδονία έγινε καθαρά ελληνική, ώστε καμιά άλλη χώρα να μη μπορεί να διεκδικήσει εθνικά δικαιώματα στη Μακεδονία βασισμένη στον πληθυσμό, όπως από το 1925 υποστήριξε ο Α.Α. Πάλλης.
Ωστόσο, με την Ανταλλαγή έκλεισε για τους Έλληνες μία ιστορική, πολιτισμική πορεία τριάντα αιώνων. Στις 17-12-1924 έφυγε η τελευταία καραβιά ανταλλάξιμων Ελλήνων από τη Μερσίνα, λιμάνι στη Ν.Α. Μικρά Ασία. Για τους Τούρκους ο ιστορικός κύκλος είχε αρχίσει το 1371, όταν οι πρώτοι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία και τελείωσε την 26η-12-1924, ύστερα από 553 χρόνια, όταν αναχώρησησαν από τη Θεσσαλονίκη οι τελευταίοι ανταλλάξιμοι Μουσουλμάνοι της Μακεδονίας.
(Συνεχίζεται…)