Ο Ξεριζωμός του “Κτιστού” και η αιώνια παρουσία του “Ακτίστου Φωτός” στην Ελληνική Μικρασιατική Γη

  • Δόγμα

Γράφει η Βιργινία Χαμουδοπούλου-Κωνσταντινίδου
Ιστορικός

«…Ακόμα και αν οι ναοί της Θρησκείας, της Παιδείας, της Φιλαλληλίας, της Τέχνης, των Γραμμάτων, του Εμπορίου και της Βιομηχανίας γκρεμίστηκαν σε αποκαΐδια κατά τον ανείπωτο όλεθρο του 1922, το σμυρναϊκό και γενικά το ιωνικό πνεύμα μεταλαμπαδεύτηκε –σκυτάλη φωτεινή– στην ελεύθερη Πατρίδα, για να διαλαλεί πως δεν δεσμεύεται, ούτε φθείρεται, αλλά παραμένει πάντα ακατάλυτο και αιώνιο».

Με αυτά τα υπέροχα λόγια ολοκληρώνει το βαρυσήμαντο άρθρο του “Η Ελληνικότητα της Σμύρνης”, ο αλησμόνητος Σμυρναίος και αυτόπτης της Καταστροφής μάρτυρας Χρήστος Σ. Σολομωνίδης, στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, “Μνήμη Μικράς Ασίας”, Χριστούγεννα 1972, σ. 152.

Ας μας επιτραπεί να υποστηρίζουμε ότι δεν εκτοπίσθηκαν από τη Μικρασιατική Γη, ούτε θα εκτοπισθούν ποτέ, το ανέσπερο Φως και η ευλογία των κοιμηθέντων εκεί Αγίων μας, όπως και τα πολυάριθμα μνημεία-μάρτυρες του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού μας.

Τα 100 χρόνια που πέρασαν από το 1922 αποτελούν ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα, μπροστά στους αιώνες που θα ακολουθήσουν, κατά τους οποίους δεν γνωρίζουμε ποιά θα είναι η μοίρα του κενού από τα ελληνικά Φώτα Τουρκικού Κράτους.

Θα προσπαθήσουμε να εκθέσουμε ορισμένα βασικά ιστορικά στοιχεία σχετικά με την Εθνική Καταστροφή και τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας (1922-1924).

Όταν προσήλθε η Ελλάδα στη συμμαχία της Entente, κατά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο (1917), είχε αμάχητες διεκδικήσεις επί της Δυτικής Μ. Ασίας, όπου ζούσαν συμπαγείς Ελληνικοί πληθυσμοί από χιλιετίες. Όμως συγχρόνως Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί και Ρώσοι είχαν προδιανείμει την περιοχή αυτή και την Ανατολία σε σφαίρες οικονομικής επιρροής, μέσα από μυστικές μεταξύ τους συμφωνίες, κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Η Ελλάδα θα διατύπωνε τις εθνικές της διεκδικήσεις, μετά τον νικηφόρο για την Entente πόλεμο, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη και τις οικονομικές διεισδύσεις των Συμμάχων της επί των εδαφών του “Μεγάλου ασθενούς”. Οι εθνικές διεκδικήσεις των Ελλήνων είχαν ως βάση την πραγματοποίηση της γνωστής σε όλους “Μεγάλης Ιδέας”. Δηλαδή της απελευθέρωσης των αλύτρωτων Ελλήνων (Αλυτρωτισμός) από τον Τουρκικό ζυγό και την εν συνεχεία ένωσή τους με το ελεύθερο Ελληνικό Βασίλειο, ή έστω την προστασία των ομοδόξων αυτών αδελφών από το Ελληνικό Βασίλειο.

Οι ρίζες της “Μ. Ιδέας” ανάγονται στον 13ο αι., όταν μετά την άλωση της Κων/πόλεως από τους Φράγκους (1204) ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Β´ Λάσκαρης (1254-1258) καλλιέργησε, με τον αγώνα του για την ανάκτηση της Βασιλεύουσας, το βίωμα της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Ο μεγαλοϊδεατισμός καλλιεργήθηκε κυρίως μετά την Άλωση της Κων/πόλεως από τους Οθωμανούς (1453) και σταθεροποιήθηκε μέσα στην Τουρκοκρατία, αλλά και το 18ο αι. υπό την επίδραση της Γαλλικής Επαναστάσεως, με στόχο την ένωση όλου του ελληνικού Γένους-Έθνους.

Η πατρότητα του όρου “Μεγάλη Ιδέα” ανήκει στον Ηπειρώτη ιατρό και πολιτικό Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος, επηρεασμένος από τις εθνικιστικές αντιλήψεις της Γαλλικής Επαναστάσεως, τον Ιανουάριο του 1844, στα πλαίσια καταρτίσεως  ελληνικού Συντάγματος, μίλησε στην Ελληνική Εθνοσυνέλευση και είπε μεταξύ άλλων ότι η Ελλάδα, έχοντας ήδη δώσει τα Φώτα της στη Δύση (14ος-16ος αι.) «…είναι εις ημάς ανατεθειμένον εν τω πνεύματι της “Μεγάλης ταύτης Ιδέας” [της ενώσεως λυτρωμένων και αλύτρωτων Ελλήνων] να αποφασίσωμεν… ουχί πλέον περί της τύχης της Ελλάδος, αλλά της Ελληνικής Φυλής…».

Έτσι το όραμα αυτό έγινε από τότε όχι μόνο εθνική, αλλά και Κρατική επιδίωξη.

Η προσάρτηση της Θεσσαλίας και μικρού μέρους της Ηπείρου το 1881 αποτέλεσε την πρώτη αξιόλογη πραγματοποίηση της “Μεγάλης Ιδέας”, που παρά τις ελληνικές ηρωικές προσπάθειες κατά τον Μακεδονικό Αγώνα και τους Βαλκανικούς πολέμους τελικά καταποντίσθηκε το 1922 στη δίνη των εθνικιστικών επιδιώξεων των Νεοτούρκων του Μουσταφά Κεμάλ και των οικονομικών επιδιώξεων των Μεγάλων Δυνάμεων.

Στο μικρό ελληνικό Βασίλειο, που ιδρύθηκε στην άκρη της Βαλκανικής το 1830, των 750.000 κατοίκων, των 47.516 τ.χ. και υπό Βαυαρική διοίκηση αντιστοιχούσε τραπλάσιος αριθμός αλύτρωτων Ελλήνων, οι οποίοι ζούσαν επί αιώνες μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία, έχοντας αναπτύξει θεωρητικά και λειτουργικά, εις όφελος και των Τούρκων, έναν αυθεντικό Ελληνορθόδοξο πολιτισμό, στα πλαίσια ενός υγιούς πατριωτισμού.

Ενώ το νεοσύστατο ελληνικό Βασίλειο δοκιμαζόταν από τα “Φώτα” του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού σε συνδυασμό με την έντονη προτεσταντική και καθολική προπαγάνδα, οι Έλληνες Κληρικοί και Λόγιοι της Πόλης και της Σμύρνης του 19ου αι., συσπειρωμένοι πολιτικά και πνευματικά γύρω από τον Οικουμενικό Πατριάρχη (τον Εθνάρχη), προσπαθούσαν να αντιπαρατάξουν την “Ορθόδοξη Ανατολή” (Έλληνες, Αρμένιους, Σλάβους, Βουλγάρους) ενάντια στα κύματα του Δυτικού εθνικισμού και των ατέρμονων στην Ελλάδα κομματικών αντεγκλήσεων.

Με δεδομένα τα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα της Βιομηχανικής Επανάστασης, που οδήγησαν τη Δύση σε ακραίες πολιτικές και κοινωνικές ιδεολογίες, ο Έλληνας αλύτρωτος ρωμηός επέμενε στη “δια της ελληνικής γλώσσας ένωση της κλασικής παιδείας με τη λαμπρότητα και την Αλήθεια της Ορθοδοξίας”. Ο αρχαίος λόγος της γνώσεως και της φιλοσοφίας ενωμένος με τον Πατερικό Λόγο της θείας Αποκαλύψεως εξασφάλιζαν στον Έλληνα Μικρασιάτη τα αρραγή θεμέλια, πάνω στα οποία οικοδομούσε την πρόοδο στην οικονομία, την επιστήμη και σε όποια άλλη ανθρώπινη εξέλιξη.

Το 1872, μέσα στην παρακμάζουσα Οθωμανική αυτοκρατορία, καταδικάστηκε ο φυλετισμός σε “Πανορθόδοξη Σύνοδο” στην Κων/πολη, με αφορμή το βίαιο από τους Βαυαρούς Ελλαδικό Αυτοκέφαλο (1833-1859) και τη Βουλγαρική Εξαρχία (1870).

Ωστόσο, παρ᾽ όλο που από τον 10ο αι., στα πλαίσια των Μεταρρυθμίσεων (Τανζιμάτ), διαπρεπείς Έλληνες Λόγιοι είχαν διοριστεί από την Οθωμανική Κυβέρνηση σε εξέχουσες διοικητικές θέσεις, οι Τούρκοι –και μάλιστα οι Νεότουρκοι εθνικιστές– άρχισαν να υποβλέπουν σοβαρά το ελληνικό στοιχείο, θεωρώντας ότι οι Έλληνες Οθωμανοί υπήκοοι σχεδίαζαν την Άλωση του Οθωμανικού Κράτους “δια της ανωτερότητας του πολιτισμού τους και της επικρατήσεως της ελληνικής γλώσσας”. Η αλήθεια είναι ότι στην Κων/πολη και ιδίως στη Σμύρνη η ελληνική γλώσσα ήταν γνωστή ακόμα και σε ξένους μετανάστες.

Ένας Γάλλος δημοσιογράφος, ο Charles Vellay, έγραψε: «…Ο ταξιδιώτης που αποβιβάζεται στη Σμύρνη έρχεται σε επαφή με μία μεγάλη ελληνική πόλη. Η μόνη γλώσσα που ακούει ολόγυρά του είναι η ελληνική… Όταν επιστρέψει στον τόπο του θα έχει σχηματίσει την εντύπωση ότι η Σμύρνη είναι μία ελληνική πόλη στην οποία μερικοί Τούρκοι υπάλληλοι στο Τελωνείο ή στο Διοικητήριο υπομιμνήσκουν έναν απουσιάζοντα αυθέντη» (Charles Vellay, Smyrna, Paris 1919).

Βέβαια, η επικράτηση του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία βοηθούσε και την Τουρκία να ανελιχθεί πολιτισμικά.

Όμως ο τρόπος σκέψεως και η ψυχοσύνθεση των Τούρκων –και μάλιστα των Νεότουρκων εθνικιστών– δεν τους επέτρεπαν να εκλάβουν θετικά την εξέλιξη αυτή για δύο βασικούς λόγους: Οι Τούρκοι, εθισμένοι στις επί αιώνες δια της βίας και του αίματος κατακτήσεις τους, επεδίωκαν να απαλλαγούν από τον “επικίνδυνο” γι᾽ αυτούς Ελληνισμό, θεωρώντας ότι δεν τον είχαν πλέον ανάγκη.

Δεύτερον, μέσα από το πρίσμα των δικών τους κατακτητικών στόχων, μιας “μυστικής” γεμάτης ψεύτικες υποσχέσεις Τουρκίας, θεωρούσαν ότι οι Έλληνες επεδίωκαν στο βάθος να τους ανατρέψουν, ώστε να κυριαρχήσουν αντ᾽ αυτών στην Ανατολή.

Το όραμα της “Μεγάλης Ιδέας” ως μιας ενώσεως των λαών της Ανατολής σε Ομοσπονδία ισότιμων, με ισομοιρία λαών ήταν τελείως ξένο από την τουρκική νοοτροπία, καθώς, ως μονάρχες, αντιμετώπιζαν το όραμα αυτό ως μία αφελή ουτοπία.

Το 1922 η ολοκληρωτική καταστροφή της Σμύρνης και η σφαγή για πολλοστή φορά Ελλήνων και Αρμενίων αποτέλεσε μία δραματική, εντός ελάχιστου χρόνου, ανακεφαλαίωση όλων των Τουρκικών εγκλημάτων, που είχαν προηγηθεί από τις αρχές του 20ού αιώνα εις βάρος κυρίως Ελλήνων και Αρμενίων. Άλλωστε το 1922 ήταν μία προτύπωση των εκτοπίσεων και των πολλαπλών βιαιοτήτων, που συνέχισαν να υφίστανται οι Έλληνες ομογενείς από τους Τούρκους μέσα στον 20ό αιώνα, παρά τις διμερείς συμφωνίες και διεθνείς συνθήκες, αναφορικά με τις σχέσεις των δύο Λαών.

Η γνωστή πολιτισμική Αναγέννηση του Ελληνισμού στην Κων/πολη και τα Δυτικά παράλια της Μ. Ασίας τον 19ο και αρχές του 20ού αι. δημιούργησε κρυφό μίσος και ξύπνησε το ύπουλο υποσυνείδητο των Τούρκων για ολοσχερή εκτοπισμό του Γένους μας από τις προγονικές, αιώνιες εστίες τους. Οι Τούρκοι σωβινιστές αντιλήφθηκαν ότι δεν ήταν δυνατόν να κυβερνούν επ᾽ άπειρον ξένα κατακτημένα εδάφη στα οποία δεν είχαν κανένα πατρογονικό τίτλο και με τα οποία ήσαν πολιτισμικά άσχετοι. Αφού είχε αποτύχει ο εκτουρκισμός και εξισλαμισμός των κατοίκων των Βαλκανίων, οι Τούρκοι έβαλαν σκοπό να εξοντώσουν αυτούς τους λαούς και κυρίως τους “επικίνδυνους” γι᾽ αυτούς Έλληνες. Η Μικρασιατική εκστρατεία έδωσε στους βάρβαρους κατακτητές την ευκαιρία για τον πλήρη ξεριζωμό των Ελλήνων από τις προγονικές τους εστίες.

Δεν θα επεκταθούμε λεπτομερώς στις σφαγές, τις λεηλασίες, τους εξευτελισμούς και τους ύπουλους εκτοπισμούς των Ελλήνων κατά την πρώτη εικοσαετία του 20ού αι.

Ωστόσο πρέπει να τονίσουμε ορισμένα γεγονότα, που αποδεικνύουν την χαρακτηριστική μέχρι και σήμερα νοοτροπία των Τουρκικών κυβερνήσεων, είτε των Σουλτανικών είτε των λεγομένων “προοδευτικών” ή “δημοκρατικών”. Ας μη λησμονούμε ότι ο Αβδούλ Χαμίτ Β´ ήταν ο Σουλτάνος, ο οποίος ακύρωσε τον 19ο αι. τις ευνοϊκές για τους αλλοεθνείς υπηκόους του “Μεταρρυθμίσεις”.

TOP NEWS