Του Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου Ανδρέα Νανάκη
Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης
Είχα την ευλογία να γνωρίζω τον υπερήφανο αλλά και ταπεινό Προκαθήμενο της Κύπρου.
Τον εξαίρετο Ορθόδοξο Αρχιεπίσκοπο, με την καρδιακή ελληνική αυτοσυνειδησία. Τον εκκλησιαστικό άνδρα, που υπερασπίστηκε και κράτησε αδιαπραγμάτευτη τη σημαία των δικαίων του Κυπριακού Ελληνισμού.
Ο Κύπρου Χρυσόστομος ομολογούσε αυτό που η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας ανέφερε στο λόγο της: «Ελληνισμός και Κύπρος άλλωστε αποτελούν έννοιες αλληλένδετες βασισμένες σε δύο ακατάλυτα μέσα στο χρόνο στοιχεία θρησκείας και γλώσσας».
Τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο εξέλεξε η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κύπρου. Όμως, το μεγαλείο της Ορθόδοξης συνείδησής του δεν του το επέτρεψε – γιατί θα τον ήλεγχαν όλοι οι νεκροί και ζωντανοί της Κύπρου, της ρωμιοσύνης, του Ελληνισμού – και γι’ αυτό στάθηκε στα δύσκολα δίπλα στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Αναγνώρισε το Ουκρανικό Αυτοκέφαλο, αν και δεν έλειψαν οι δυσκολίες στη Σύνοδό του.
Και αναγνώρισε το Ουκρανικό Αυτοκέφαλο, ως γνήσιος Ορθόδοξος Έλληνας, ως ρωμιός (συνώνυμο του Ορθοδόξου). Έρχομαι και πάλι στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η οποία δανειζόμενη τα λόγια του κυπρίου μεγάλου ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη, τόνισε ότι: «Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου / Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη»!
Ορθοτομών, ο Κύπρου κυρός Χρυσόστομος Β’, τον ορθόδοξο λόγο της αληθείας, όχι στα έδρανα της ακαδημαϊκής σκέψης, αλλά στην αποφατική και εμπειρική λαϊκή πίστη, συνείδηση και εκκλησιαστικό βίωμα, γνώριζε, με την λαλούσα σιγή του μυστηρίου της Εκκλησίας, ότι η Ορθόδοξη ενότητα οικοδομείται πέριξ του «ἐν ἡμῖν πρώτου», όπως έγραψαν «οι Προκαθήμενοι των Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών», στο μήνυμά τους, από το Φανάρι, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, το 1992.
Η ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας τελετουργείται και διαφυλάττεται το πρώτον εις το θυσιαστήριον. Και ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος κρατάει ανοιχτές τις θύρες του διαλόγου, για την αποκατάσταση της ενότητας στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Μνημονεύει, στα λειτουργικά δίπτυχα, τον Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο.
Ο μακαριστός και μακάριος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου συμμετείχε στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης. Με τη σύντομη, αλλά καταλυτική εισήγησή του, έθεσε τα καθ’ ημάς μείζονα και με τη διακρίνουσα Αυτόν τόλμη έβαλε τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων, διότι προσλάμβανε τα μηνύματα των καιρών.
Η ζωή του ήταν μία Ορθόδοξη κατήχηση, όπου κατηχούσε χωρίς να κατηχεί. Είχε χαριτώσει το νου του ο Παράκλητος, με τις δωρεές του πρακτικού ανθρώπου, γι’ αυτό και η εν Χριστώ πληρότητά του προϋπόθετε τη διακονία και προσφορά στον συνάνθρωπο.
Με την, εκ του Παρακλήτου, καρδιακή πληροφόρηση, ο Κύπρου Χρυσόστομος οικοδόμησε την εκκλησιαστική ενότητα των Ορθοδόξων, συστοιχιζόμενος με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, προσδοκώντας, όπως μου είπε, να ακολουθήσουν και άλλοι αδελφοί Προκαθήμενοι.
Πολλά και ποικίλα τα χαρίσματα του μεγάλου Αυτού εκκλησιαστικού ανδρός, που κόσμησε με το ανάστημά Του, λόγω και έργω, την Εκκλησία της Κύπρου, την διακόνησε πάντοτε πολλαπλώς, πολυτρόπως και πολυειδώς, εν Χριστώ παθόντα και αναστάντα.
Συγκρότησε πολυμελή Σύνοδο. Η Εκκλησία της Κύπρου, όταν ενθρονίστηκε (Νοέμβριος του 2006) είχε μετά την Αρχιεπισκοπή, εν Λευκωσία, ακόμη πέντε Μητροπόλεις και ένα βοηθό Επίσκοπο.
Με αποφασιστικότητα, ήρεμη δύναμη, και σιγή, ίδρυσε τη Μητρόπολη Κωνσταντίας και Αμμοχώστου του Αγίου Επιφανίου, την Κύκκου και Τηλλυρίας, την Ταμασού και Ορεινής του Αγίου Ηρακλειδίου και την Τριμυθούντος του Αγίου Σπυρίδωνος.
Προέβη στην επανασύσταση τριών Επαρχιούχων Επισκοπών (Καρπασίας, Αρσινόης και Αμαθούντος). Ανύψωσε σε Επισκόπους τους δύο Ηγουμένους των Σταυροπηγιακών Μονών του Μαχαιρά (Λήδρας) και του Αγίου Νεοφύτου (Χύτρων) και χειροτόνησε επιπλέον δύο βοηθούς Επισκόπους, τον Νεαπόλεως και τον Μεσαορίας. Δημιούργησε Θεολογική Σχολή υψηλού ακαδημαϊκού επιπέδου, στην Κύπρο, εν πλήρει επιγνώσει ότι μια Αυτοκέφαλος Εκκλησία δεν μπορεί να στερείται Θεολογικής Σχολής.
Στο πρόσωπό του έβλεπα τις παλιές εκείνες στόφες των κληρικών της Κρήτης, απ’ όλες τις βαθμίδες. Υπήρξε ελεήμων, φιλάνθρωπος, αφιλοχρήματος, ευγενής και αρχοντικός προς όλους.
Οικοδόμησε δεκάδες ναούς, τον Καθεδρικό ναό του Αγίου Βαρνάβα στη Λευκωσία, αλλά και εστίες για τους εμπερίστατους φοιτητές. Καθιέρωσε κοινό, ενισχυόμενο πρωτίστως από την Αρχιεπισκοπή, κοινό ταμείο κληρικών για να μισθοδοτεί και τον τελευταίο κληρικό, στο πιο απομακρυσμένο χωριό της Κύπρου.
Έτρεφε σεβασμό στα πρεσβυγενή Πατριαρχεία. Δημιούργησε Εξαρχίες, στην Λευκωσία, για τον Αλεξανδρείας και τον Ιεροσολύμων. Παραχώρησε ναούς και ενίσχυε οικονομικά τις Εξαρχίες αυτές. Δώρισε στο Οικουμενικό μας Πατριαρχείο το κτίριο στις Βρυξέλλες. Απροσποίητος, ευφυέστατος, ευπροσήγορος και ανιδιοτελής. Είχε γνώμη και άποψη, από τα πρώτα βήματα της Εκκλησιαστικής του διακονίας. Από τότε που έλαβε, και γνωρίζω το πώς, το όνομα Χρυσόστομος.
Όπως ο Τοποτηρητής Πάφου Γεώργιος τόνισε στον εμπνευσμένο λόγο του: «Θα περάσουν πολλοί αιώνες, για να ξεφύγει η Εκκλησία της Κύπρου από τη σκιά του. Μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’, που θα παραμείνει για πάντα ως ο ακάματος διεκδικητής των εθνικών δικαίων του κυπριακού λαού, η ιστορία θα καταγράψει και τον Χρυσόστομο Β’, ως το μεγαλύτερο εκκλησιαστικό μεταρρυθμιστή στον ακάματο εργάτη για κατοχύρωση των κοινωνικών δικαίων και διεκδικήσεων του λαού του». Ο Αλεξανδρινός ποιητής μάς το είπε: «Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε για σας. Έτσι θαυμάσιος θάναι ο έπαινός σας».
Ο Θεός του επιφύλαξε την ευλογία να είναι ο πρώτος Προκαθήμενος της Κύπρου, που εξοδιάστηκε από τον προσωπικό φίλο του, τον μεγάλο Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, συμπροσευχομένων του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Θεοδώρου και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερωνύμου.
Έδωσε πολλαπλό μήνυμα πίστης, αγάπης και ελπίδας, με τη δοξολογική και ευχαριστιακή αντιμετώπιση της ασθένειάς του, ενώ αλληλοσυγχωρέθηκε με τους αδελφούς αρχιερείς, πριν αναχωρήσει στο φως του ουρανού.
Επιδεινωνόταν η κατάσταση της υγείας, όπως μαρτυρούν οι πλησίον του, όμως ζούσε μια δοξολογική και ευχαριστιακή κατάσταση, που έδειχνε ότι με συνειδησιακή πληρότητα και ανάπαυση, μεταβαίνει, κατά το ευαγγελικό, εκ του θανάτου στη ζωή.
Στις 12 Νοεμβρίου του 2006, η Εκκλησία της Κύπρου τον ενθρονίζει Προκαθήμενο και Ποιμένα της.
Στις 12 Νοεμβρίου του 2022 ο Πρωτόθρονος Πατριάρχης μας, ο φίλος του Βαρθολομαίος, με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου, τον εξοδιάζουν για να αναπαυθεί το ιερό σκήνωμά του στη σπλάγχνα της κυπριακής γης!
Να έχουμε την ευχή του και την ουράνια προσευχή του.