Ο Λάζαρος δεν ήταν ο μοναδικός νεκρός που ανέστησε ο Χριστός. Πριν από αυτόν ο Θεάνθρωπος είχε αναστήσει και άλλους νεκρούς, όπως λ.χ. τον υιό της χήρας Ναΐν και την θυγατέρα του αρχισυναγώγουΙαείρου. Τις αναστάσεις αυτές η Εκκλησία μας τις μνημονεύει στα σχετικά Ευαγγέλια (βλ. αντιστοίχωςΛουκά ζ, 11, Ματθ. θ΄ 23 επ.) και τις συναριθμεί μεταξύ των πολλών άλλων σπουδαίων θαυμάτων που πραγματοποίησε στην Ιουδαία ο Ναζωραίος.
Την ανάσταση όμως του Λαζάρου την εορτάζει ιδιαίτερα. Όχι μόνο, διότι ο Λάζαρος ήταν αγαπημένος φίλος του Ιησού, αλλά και διότι η ανάστασή του έχει κάτι το ξεχωριστό: Πραγματοποιήθηκε τέσσερις ημέρες μετά τον θάνατό του και ιδίως μια εβδομάδα προ του Εκουσίου Πάθους του Κυρίου. Η ανάσταση αυτή έχει και ένα άλλο ακόμη γνώρισμα που την κάνει να ξεχωρίζει από τις άλλες; Σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες, που τελέσθηκαν κατά μόνας, αυτή πήρε την μορφή δημοσίου θεάματος. Διότι, όταν έγινε γνωστό ότι ο Χριστός μεταβαίνει στο μνημείο του Λαζάρου, έσπευσαν πολλοί πίσω Του, για να δουν, τί θα κάνει. Τον συνόδευε άλλωστε η φήμη ότι ανασταίνει νεκρούς. Οι Ιουδαίοι λοιπόν που ευρίσκοντο εκεί κοντά ειδοποιούσαν ο ένας τον άλλον και όλοι μαζί έσπευδαν στο μνημείο του Λαζάρου. Είχαν την περιέργεια, αν θα τα καταφέρει και τώρα ο Ναζωραίος μπροστά σε τόσο κόσμο και μάλιστα με ένα άνθρωπο τόσες ημέρες πεθαμένο, που άρχισε να μυρίζει, μόλις άνοιξαν το μημείο του. Ανθρώπινη λογική που συγχέει τον Χριστό με τους φακίρηδες και τους μάγους, οι οποίοι αποφεύγουν τους πολλούς, μήπως κάποιος από αυτούς ανακαλύψει τα κόλπα τους. Σκέψη που παραβλέπει ότι ο Ναζωραίος όλα τα θαύματά του τα έκανε μπροστά στους όχλους, όπως τότε που παλλαπλασίασε τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθείςστην έρημο και χόρτασε με αυτούς πέντε χιλιάδες ανθρώπους που πήγαν να τον ακούσουν (Ματθ. ιδ΄ 17 επ.) .
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι μεταξύ του πλήθους των θεατών της ανάστασης του Λαζάρου ήσαν αφ’ ενός μεν κάποιοι εκ των Γραμματέων και Φαρισαίων που παρακολουθούσαν κατά πόδα την δράση του Χριστού, αφ’ ετέρου δε μερικοί Έλληνες, έμποροι ή ταξιδιώτες στην Ιουδαία, οι οποίοι ευρίσκοντο στην περιοχή του θάυματος εκείνη την ημέρα και προσκολλήθηκαν πίσω από το πλήθος που κατευθύνετο στο μνημείο. Για την παρουσία αυτών μάς βεβαιώνουν οι σχετικές ευαγγελικές περικοπές. Για τους πρώτους ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (ια΄, 17 επ.) αφήνει να εννοηθεί ότι η ανάσταση του Λαζάρου ήταν κόλαφος προς τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, αφού σεδίαζαν να σκοτώσουν άμεσα τον μόλις αναστημένο από τον Χριστό Λάζαρο, διότι ήταν η αιτία να προσχωρούν μαζικά στην Διδασκαλία του Ναζωραίου πολλοί από τους Ιουδαίους, που συγκλονίσθηκαν από το θαύμα που είδαν. Για τους Έλληνες θεατές, που και αυτοί εξεπλάγησαν με αυτό που είδαν, η ανάσταση του Λαζάρου ήταν το κίνητρο της πρωτοβουλίας τους να πλησιάσουν τους Μαθητές του Χριστού και να ζητήσουν να δουν τον Ιησού, όπως επίσης μας βεβαιώνει για αυτό ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (ιβ, 20). Κρατούμε εδώ το περιστατικό αυτό της παρακολούθησης της ανάστασης του Λαζάρου από Έλληνες ταξιδιώτες της Ιουδαίας επιφυλασσόμενοι να το διασυνδέσουμε πιο κάτω με την μεταβολή της στάσης που αρχικά έδειξαν οι Αθηναίοι στον Απόστολο Παύλο, όταν αυτός ευρισκόμενος στην Αθήνα ανέβηκε στο Βήμα της Αγοράς, για να τούς μιλήσει για την σταυρό-αναστάσιμη Διδασκαλία του Χριστού. Πολλοί ακροατές του τον αντιμετώπισαν με δυσπιστία, ενώ οι Επικούρειοι και οι Στωικοί εξ αυτών τον εχλεύασαν (Πράξεις Αποστόλωνιζ, 18 επ, 32), καθώς σχολιάζοντας μεταξύ τους όσα άκουγαν μιλούσαν για την «μωρία του κηρύγματος», στην οποία αναφέρεται ο Απόστολος Παύλος στην Α προς Κορινθίους επιστολή του (α΄ 18 επ.).
Η ανάσταση του Λαζάρου είναι κατά τούτο διδακτική, διότι αποτελεί τον προάγγελο της Ανάστασης του Χριστού. Μάς δείχνει τον Θεό, αφού μόνον Αυτός μπορεί να καταργήσει τους νόμους της φθοράς, που μας διέπουν και να νικήσει τον θάνατο. Τα γράφω αυτά εδώ, διότι ακούμε πολλούς σήμερα να μιλούν για τον Χριστό και να δηλώνουν ότι δεν πιστεύουν στην Ανάστασή Του. Δικαίωμά τους αναφαίρετο και καθ’ όλα σεβαστό. Η σχέση του καθενός με τον Θεό είναι προσωπική υπόθεση. Ή, όπως έλεγε η σοφή αγράμματη μητέρα μου, «ο καθένας την ψυχή του την έχει χώρια». Τα δόγματα – και αυτόν τον χαρακτήρα έχει για την Χριστιανική Διδασκαλία η Ανάσταση του Χριστού – ή τα δέχεσαι, εάν τα πιστεύεις ή τα απορρίπτεις. Και επ’ αυτού ουδεμία συζήτηση μπορεί να γίνει, διότι θα είναι διάλογος μεταξύ κωφών. Ενώ λοιπόν τα δόγματα είναι ζήτημα εσωτερικής στάσης του καθενός από εμάς απέναντι σε αυτά, δεν ισχύει το ίδιο και για τα γεγονότα. Τα αδιαμφισβήτητα δηλ. περιστατικά που έλαβαν χώρα σε ορισμένο τόπο και σε ορισμένο χρόνο. Αυτά δεν υπόκεινται στη εσωτερική σου διάθεση να τα δεχθείς ή να τα απορρίψεις. Δεν μπορείς δηλ. να πεις ότι δεν πιστεύω ότι έγινε η Επανάσταση του Εικοσιένα. Άλλο ασφαλώς το ζήτημα ότι μπορείς να προσδώσεις στο αδιαμφισβήτητο αυτό γεγονός την δική σου ερμηνεία ως προς τα αίτια και τις επιδιώξεις της Εθνεγερσίας. Γεγονοτικό χαρακτήρα έχει η ανάσταση του Λαζάρου. Όχι μόνο, διότι την μνημονεύουν τα Ευαγγέλια, αλλά διότι την είδαν τα πλήθη που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες αυτής. Θα εξειδικεύσουμε την αναφορά μας στα «πλήθη», διότι είναι αόριστη και συνεπώς μη πειστική, αφού πρώτα υπογραμμίσουμε εδώ με έμφαση ότι η ανάσταση του Λαζάρου επιμαρτυρεί την Ανάσταση του Χριστού. Μόνον ο Θεός μπορεί να ανασταίνει νεκρούς. Και αφού ο Χριστός ανέστησε τον Λάζαρο, όπως πριν από αυτόν και ορισμενους άλλους, ήταν Αληθινός Θεός. Επομένως είναι λογικό να γίνει δεκτό ότι ανέστησε και τον Εαυτό Του, όπως είχε προαναγγείλει, διότι ο Θεός δεν χωράει σε μνήματα. «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιζωήν χαρισάμενος», διακηρύσσει προς όλους ο αναστάσιμος παιάνας.
Ας επιστρέψουμε τώρα στους «πολλούς» που είδαν την ανάσταση του Λαζάρου. Ανάμεσά τους ήσαν, όπως είπαμε, και ορισμένοι Έλληνες περιηγητές, οι οποίοι, μόλις μαθεύτηκε ότι ο Απόστολος Παύλος βρισκόταν στην Αθήνα και μίλησε στους ακροατές του για την ανάσταση των νεκρών,παρενέβησαν προφανώς μετά την διάλυσή τους και τούς είπαν ότι αυτά που άκουγαν δεν είναι για γέλια, αλλά μια συγκλονιστική πραγματικότητα που την είδαν με τα μάτια τους, καθώς παρακολούθησαν τον Χριστό να ανασταίνει ένα άνθρωπο τέσσερις ημέρες πεθαμένο. Έτσι άλλαξαν στάση η Αθηναίοι απέναντι στην σταυρο-αναστάσιμη Διδασκαλία του Χριστού και άνοιξε η «κοίτη» του Χριστιανισμού στην ειδωλολατρική Αθήνα. Εκτός όμως από τους Έλληνες, αυτόπτες μάρτυρες της ανάστασης του Λαζάρου και κατ’ επέκταση προσκυνητές της Ανάστασης του Χριστού ήσαν τα νέφη των μαρτύρων ή των παιδιών τους, που γαλουχήθηκαν από τους γονείς τους στην αλήθεια του Θεανθρώπου, όπως την βίωσαν σε άμεση προσωπική επαφή με τα γεγονότα, και γι’ αυτό δεν δίσταζαν να θυσιάσουν την ζωή τους για τον Χριστό. Δεν ομολογούσαν πίστη σε μια ιδεολογία. Αλλά σε ένα αληθινό Θεό. Πόσο όμορφα μάς το λέει αυτό ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή του (ια΄ 33 επ.): «Οι πατέρες ημών δια πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, έφραξαν στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμη πυρος.., ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν». Έτσι ήσαν οι αληθινοί Χριστιανοί τότε. Όχι σαν εμάς σήμερα που μας δρακούλεψε ο ορθολογισμός στον μηδενισμό. Γιατί όμως να γυρίζουμε είκοσι τόσους αιώνες πίσω; Δεν βλέπουμε, τί γίνεται με την κληρονομιά της Εθνεγερσίας σήμερα; Πριν ακόμη συμπληρωθούν διακόσια χρόνια από αυτήν, αποποιηθήκαμε ήδη τις παρακαταθήκες της. Τα προδώσαμε, δυστυχώς, όλα. Καιτην πίστη στον Χριστό και την πίστη στην Πατρίδα.Ποιά Ελλάδα παραλάβαμε και ποιά Ελλάδα θα παραδώσουμε στα παιδιά μας; Καταντήσαμε χειρότεροι και από τον άσωτο υιό της παραβολής. Αυτός τουλάχιστον μετανόησε και βρήκε τον δρόμο της επιστροφής, ενώ εμείς βαδίζουμε αμετανόητοι στην οδό της απωλείας.