Ο μεγάλος ξεριζωμός

  • Δόγμα

Γράφει η Βιργινία Χαμουδοπούλου-Κωνσταντινίδου, Ιστορικός

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας» που κυκλοφορεί πανελλαδικά κάθε Πέμπτη.

Το θέμα του ξεριζωμού δια της “Ανταλλαγής των πληθυσμών” σχολιάζεται σε βάθος από τον αείμνηστο Καθηγητή της Παντείου Σχολής στο μάθημα του Διεθνούς Δικαίου, Διεθνολόγο Γεώργιο Τενεκίδη. Ο Γ. Τενεκίδης στον πρόλογο του Α´ τόμου του τρίτομου έργου Η Έξοδος του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών γράφει μεταξύ άλλων τα εξής:

«…Καίριο πλήγμα κατά του προσφυγικού κόσμου στάθηκε ο ξεριζωμός δια της μεθόδου της “Ανταλλαγής των πληθυσμών”. Η ελληνοτουρκική Σύμβαση της 30ής Ιανουαρίου 1923 θεωρήθηκε κείμενο αμαρτωλό, διότι αφαίρεσε από τους ανταλλάξιμους το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα της κυριότητας και την ελπίδα να επανεγκατασταθούν στην πατρική γη, αφού για να επανέλθουν στη χώρα της καταγωγής τους έπρεπε να έχουν την άδεια των κυβερνήσεων Τουρκίας! και Ελλάδος. Αυτός και μόνο ο όρος “Ανταλλαγή πληθυσμών” κρίθηκε εξοργιστικός: ανταλλάσσει κανείς πράγματα, όχι ανθρώπους. Με τις σημερινές αντιλήψεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, μέθοδοι που αγνοούν το ανθρώπινο στοιχείο χαρακτηρίζονται ως βάρβαρες… Κανείς δεν διανοείται σήμερα να ζητήσει ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων ως λύση του επικίνδυνου για την παγκόσμια ειρήνη Μεσανατολικού Ζητήματος. Στη Συνθήκη της Λωζάννης οι περισσότερες αντιπροσωπείες καταδίκασαν αυτό το μέτρο. Ακόμα και ο Τούρκος αντιπρόσωπος Ισμέτ Ινονού ένιωσε την ανάγκη να αρνηθεί την πατρότητα της υποχρεωτικής Ανταλλαγής ισχυριζόμενος ότι η ελληνική αντιπροσωπεία ήταν εκείνη που υποστήριξε την καθιέρωση αυτού του συστήματος. Είναι αλήθεια ότι ο Βενιζέλος είχε προτείνει τον Οκτώβριο του 1922 την υποχρεωτική Ανταλλαγή των πληθυσμών».

Κάτω από την πίεση των φρικιαστικών βιαιοτήτων των Τούρκων προ, κατά και μετά την καταστροφή της Σμύρνης ο Βενιζέλος, προκειμένου να μειωθεί ο αριθμός των σφαγών και βασανισμών εναντίον των Ελλήνων Μικρασιατών, ζήτησε από τον Ύπατο  Αρμοστή της Κοινωνίας των Εθνών δρα Νάνσεν (τον Οκτώβριο του 1922) την άμεση εφαρμογή του μέτρου της “Ανταλλαγής”, ώστε να σωθούν οι Έλληνες που παρέμεναν στη Μ. Ασία. Άλλωστε, όπως υποστηρίζει ο Γ. Τενεκίδης, είχε και άλλους λόγους να προτείνει αυτή τη λύση:

1) Μεγάλος αριθμός Ελλήνων είχε ήδη προ της καταστροφής του 1922 εγκαταλείψει τις εστίες του στη Μικρά Ασία και τη Θράκη,

2) η δια της Ανταλλαγής εγκατάσταση Ελλήνων στη Μακεδονία και στη Θράκη θα εξασφάλιζε τη δημογραφική ομοιογένεια (όπως και έγινε),

3) η αναχώρηση μουσουλμανικών πληθυσμών θα επέτρεπε την εγκατάσταση στα μουσουλμανικά σπίτια και κτήματα ενός σεβαστού αριθμού Ελλήνων προσφύγων.

Επίσης, προσθέτει ο Διεθνολόγος Γ. Τενεκίδης: «Οι ξεριζωμένοι Έλληνες ουδέποτε ενημερώθηκαν πάνω στους λόγους της οριστικής συντριβής του ονείρου του επαναπατρισμού, ούτε τους κάλεσε ποτέ κανείς να διατυπώσουν γνώμη πάνω στη μοίρα που τους επιβλήθηκε. Η γενιά της Εξόδου έμεινε με την πικρή αίσθηση ότι περιφρονήθηκε, ως σύνολο ανθρωπίνων υπάρξεων με βούληση και αξιοπρέπεια· ότι τα διεθνή και κρατικά κέντρα αποφάσεων προσδιόρισαν την τύχη τους ερήμην αυτών.

»Ελάχιστη δικαίωση των προσφύγων μπορεί να θεωρηθεί η εκ των υστέρων σφοδρή αντίθεση της Επιστήμης στο σύστημα της Ανταλλαγής των πληθυσμών, που κρίθηκε ως παραβίαση θεμελιώδους δικαιώματος του ανθρώπου: του δικαιώματος στη ριζωμένη στο πάτριο έδαφος οικογενειακή εστία (droit à l’habitat) και στο φυσικό περιβάλλον του.

»Τελευταίο πλήγμα κατά του προσφυγικού κόσμου, ως συνόλου, στάθηκε ο συμψηφισμός των εγκαταλειφθεισών περιουσιών των 350.000 Μουσουλμάνων με εκείνες του 1.500.000 Ελλήνων Μικρασιατών, Ποντίων και Θρακών.

»Η Σύμβαση της Λωζάννης περί Ανταλλαγής πληθυσμών προέβλεπε την εις το ακέραιο αποζημίωση των προσφύγων με τη ρευστοποίηση των περιουσιών των Μουσουλμάνων ανταλλαξίμων και, αν έμενε χρεωστικό υπόλοιπο υπέρ της Ελλάδος, η Τουρκία αναλάμβανε τη ρητή υποχρέωση της καταβολής του. Επίσης το 1925, σε ψήφισμα της Ελληνικής Συντακτικής Συνέλευσης, η Τουρκία αναλάμβανε την εις το ακέραιο αποζημίωση των προσφύγων. Όμως η Σύμβαση της Αγκύρας, που υπόγραψε η Ελλάδα στις 10 Ιουνίου 1930, καταργούσε με μία μονοκονδυλιά τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η Τουρκία εφτά χρόνια νωρίτερα στη Σύμβαση της Λωζάννης. Το οικονομικό Σύμφωνο Ελλάδος-Τουρκίας του 1930 θεωρήθηκε σαν “επίλογος στο εθνικό δράμα του Ελληνισμού.

»Αν ο προσφυγικός κόσμος, με την πάροδο του χρόνου, έπαυσε να διαμαρτύρεται για τη θυσία στην οποία είχε υποβληθεί κατά παράβαση του γραπτού και αγράφου δικαίου, ας του αναγνωρισθεί ότι πλήρωσε βαρύ τίμημα στο βωμό μιας καθόλου ή ελάχιστα αποδοτικής, όπως απέδειξαν τα γεγονότα του 20ού αι., “Ελληνοτουρκικής φιλίας”.

»Το ξερίζωμα του Ελληνισμού κορυφώθηκε στα δυτικά και βορειοδυτικά παράλια της Μ. Ασίας με την κατάρρευση του μετώπου και ολοκληρώθηκε στις περιοχές, όπου δεν διεξήχθησαν στρατιωτικές επιχειρήσεις. Γι᾽ αυτό η διαδικασία της αναγκαστικής εφαρμογής της Ανταλλαγής δεν υπήρξε ομοιόμορφη. Η ποικιλία των μορφών του ξεριζωμού εξαρτήθηκε από κρυφούς και φανερούς παράγοντες, όπως ο γεωγραφικός παράγοντας της κάθε πόλεως, η πυκνότητα του ελληνικού πληθυσμού της, αλλά και η πολιτισμική προβολή της. Επίσης δεν ήταν ενιαίος ο τρόπος συμπεριφοράς των Τούρκων απέναντι στους ξεριζωμένους. Οι τσέτες (ληστές) και ορισμένοι Τούρκοι στρατιώτες ήσαν ο φόβος και ο τρόμος των ανταλλαξίμων Ελλήνων».

Η μελέτη  των διαφόρων μορφών του ξεριζωμού έχει γίνει με επιστημονική ακρίβεια από το “Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών” και αποτυπώνεται στους τρεις τόμους της Εξόδου. Όπως είναι γνωστό η δημοσίευση του τρίτομου αυτού  έργου άρχισε το 1930 και οφείλεται στην πρωτοβουλία, το μόχθο και την άοκνη εργατικότητα της μεγάλης Ελληνίδας Μέλπως Μερλιέ, η οποία είχε την αμέριστη συμπαράσταση του φιλέλληνα συζύγου της Οκταβίου Μερλιέ, όπως και άλλων αξίων συνεργατών, όπως του Φ.Δ. Αποστόλου, ο οποίος επιμελήθηκε την Έκδοση της Εξόδου.

Η πολύχρονη αυτή έρευνα πάνω στις αυθεντικές μαρτυρίες των ξεριζωμένων Ελλήνων έβγαλε στο φως πολλές πλευρές της ζωής τους, εκτός από την κοινή και δραματική πορεία τους, ώσπου να καταλήξουν για να επιζήσουν στην αγκαλιά της Μάνας Ελλάδας: το ψυχικό δέσιμο με τη γη τους, την ανάγκη να απομακρυνθούν μπρος στον κίνδυνο του αφανισμού τους, την έντονη πίστη τους στον Θεό και τον γνήσιο σεβασμό τους στους ποιμενάρχες τους, την εύλογη ικανοποίηση για τις πολιτισμικές τους ρίζες, τις επιδόσεις τους σε όλων των ειδών τις δραστηριότητες, αλλά και την κοινωνική μεταξύ τους αλληλεγγύη.

Ο Γ. Τενεκίδης, ολοκληρώνοντας τον Πρόλογό του στον Α´ τόμο της Εξόδου, γράφει: «Είναι αξιοσημείωτο ότι παρ᾽ όλα τα παθήματα και τις ανείποτες συμφορές, τις βαναυσότητες που υπέστησαν από τους μανιασμένους Τσέτες και εξαγριωμένους Τούρκους στρατιώτες, οι πρόσφυγες ομιλούν συχνά για τους “καλούς Τούρκους” αναγνωρίζοντας ότι υπήρξαν φορές που ως άνθρωποι τους έσωζαν από τα χέρια των συμπατριωτών τους».

Πράγματι, ένας σημαντικός αριθμός Τούρκων πολιτών, επηρεασμένος και από το χριστιανικό περιβάλλον, συμπεριφερόταν με φιλική διάθεση προς τους σύνοικους λαούς, συνηθισμένος συγχρόνως να υπακούει στα παραγγέλματα των εκάστοτε εξουσιαστών του. Αυτό ισχύει και σήμερα.

Όμως για το πώς αντιμετώπιζαν οι Τούρκοι αξιωματούχοι το λαό τους είναι χαρακτηριστικό το περιστατικό που παραθέτει ο Υποστράτηγος Ελ. Παπαγιαννάκης στο βιβλίο του Η Εξολόθρευσις της Ελληνικής Ομογένειας…, σσ. 15-16:

«Κάποτε ρώτησα έναν Τούρκο Ταγματάρχη στη Ρώμη, όπου συμμετείχαμε σε μία σύσκεψη του ΝΑΤΟ, πώς αυτός παρευρίσκετο πάντα ο ίδιος στις συσκέψεις του εξωτερικού· και μου απάντησε: “Στην Τουρκία χωριζόμαστε σε τρεις κατηγορίες. Εμείς είμαστε η ιθύνουσα τάξη που ρυθμίζει τα πάντα. Μετά από μας έρχεται η τάξη της υπαλληλίας που εργάζεται στα υπουργεία και στις δημόσιες υπηρεσίες. Στο τέλος ακολουθεί ο λαός, που βρίσκεται εκατό χρόνια πίσω από απόψεως πολιτισμού. Αν προσπαθήσουμε να τον εκσυγχρονίσουμε θα χάσουμε το τραίνο. Γι᾽ αυτό τον αφήνουμε στην άγνοιά του και τον χρησιμοποιούμε σαν όργανο, χωρίς βούληση”».

Αυτό ειπώθηκε γύρω στο 1990 και δείχνει κάποια σταθερή νοοτροπία. Πάντως σήμερα υπάρχουν Τούρκοι δημοσιογράφοι και συγγραφείς, οι οποίοι στρέφονται προς την ιστορική αλήθεια. Είναι χαρακτηριστικό το μένος των Τούρκων όταν πληροφορήθηκαν τα ελληνικά σχέδια ιδρύσεως του Ιωνικού Πανεπιστημίου στη Σμύρνη, με Διευθυντή τον διάσημο μαθηματικό Κων/ντίνο Καραθεοδωρή, όπου επρόκειτο να λειτουργήσει και έδρα διδασκαλίας Ανατολικών γλωσσών (τουρκική, αραβική, περσική, αρμενική, εβραϊκή), όπως και Ανώτερο μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο για τη μόρφωση μουφτίδων και ιεροδικαστικών. Επρόκειτο δηλαδή να γίνει πράξη αυτό που η Σμυρναϊκή εφημερίδα Η Πρόοδος είχε εξαγγείλει τον 19ο αι. ως “η εφημερίδα των Λαών της Ανατολής”. Τα ελληνικά αυτά σχέδια ιδρύσεως Πανεπιστημίου (Βενιζέλου, Καραθεοδωρή και Γ. Ιωακείμογλου) δεν συνηγορούσαν βεβαίως με τη “Νέα Τουρκία” του Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος δοξάστηκε εξευτελίζοντας τον “επικίνδυνο” και ανώτερο από αυτόν αντίπαλό του.

Επιστρέφοντας στο δράμα των προσφύγων πρέπει να τονίσουμε ότι, από την αναχώρησή τους έως την αποβίβασή τους στα διάφορα ελληνικά λιμάνια και την προσωρινή αρχικά εγκατάστασή τους, οι απώλειες υπήρξαν τρομακτικές, που φθάνουν τις εκατοντάδες χιλιάδες. Ορισμένοι εξαφανίζονταν κατά την πορεία, ώσπου να επιβιβασθούν στα πλοία. Άλλοι πέθαιναν ύστερα από την αποβίβασή τους εξαντλημένοι από τις κακουχίες, από την κατάθλιψη ή από αρρώστιες όπως ο εξανθηματικός τύφος και η ελονοσία που θέρισαν κυριολεκτικά τους πληθυσμούς της Μ. Ασίας.

Στην τρίτομη Έξοδο είναι συγκλονιστικές οι περιγραφές των προσφύγων για το μεγάλο αυτό δράμα της Μικρασιατικής συμφοράς, καθώς δεν υπήρχε καμία πρόνοια εκ μέρους των Τούρκων. Αντίθετα θεωρούσαν ότι ήταν κι αυτός ένας τρόπος εξόντωσης, στα πλαίσια του γενικού σχεδίου συρρικνώσεως του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού. Ένα σημαντικό μέρος αυτού του σχεδίου ήταν και η καταστροφή των ορθοδόξων εκκλησιών· συμπεριλαμβανομένου σε ορισμένες περιπτώσεις και του εκκλησιαστικού πληρώματος κληρικών και λαϊκών. Πολλές φορές εκτελούσαν τους πιστούς αφού τους έβγαζαν έξω από τον Ναό και έκαιγαν το Ιερό κτίσμα.

TOP NEWS