Ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων κυρός Θεόκλητος
Άφησα τον εαυτό μου εν σιωπή και προσευχή να θυμηθή όλα τα γεγονότα που έζησα κοντά του, τις ευεργεσίες που δέχθηκα από αυτόν και τις πάμπολλες συζητήσεις που είχαμε κατά καιρούς για διάφορα θεολογικά, εκκλησιαστικά, κοινωνικά και επίκαιρα εκκλησιαστικά ζητήματα όλο αυτό το διάστημα της γνωριμίας μας. Ως ένα μνημόσυνο θα ήθελα να καταγράψω μερικές από αυτές τις ενθυμήσεις, με πολλή αγάπη και ευγνωμοσύνη.
ΙΕΡΟΘΕΟΣ Μητροπολίτης Ναυπάκτου
Την Κυριακή των Βαΐων (13-4-2014) εκοιμήθη ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων κυρός Θεόκλητος και την Μ. Τετάρτη (16-4-2014) εψάλη η εξόδιος ακολουθία του στον Μητροπολιτικό Ναό Ιωαννίνων, προεξάρχοντος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, με την παρουσία πολλών Ιεραρχών της Εκκλησίας, Κληρικών, Μοναχών και λαϊκών. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κάρολος Παπούλιας, που συνδεόταν πολλά χρόνια μαζί του, κατέθεσε στεφάνι στο φέρετρό του, με έκδηλη συγκίνηση.
Μετά την εξόδιο ακολουθία επέστρεψα στην Ναύπακτο και άφησα τον εαυτό μου εν σιωπή και προσευχή να θυμηθή όλα τα γεγονότα που έζησα κοντά του, τις ευεργεσίες που δέχθηκα από αυτόν και τις πάμπολλες συζητήσεις που είχαμε κατά καιρούς για διάφορα θεολογικά, εκκλησιαστικά, κοινωνικά και επίκαιρα εκκλησιαστικά ζητήματα όλο αυτό το διάστημα της γνωριμίας μας.
Ως ένα μνημόσυνο θα ήθελα να καταγράψω μερικές από αυτές τις ενθυμήσεις, με πολλή αγάπη και ευγνωμοσύνη.
1. Η πολυετής γνωριμία μας
Επειδή κατάγομαι από τα Ιωάννινα και επειδή όσο καιρό βρισκόμουν μακρυά από την γενέτειρά μου, αφού υπηρετούσα ως Ιεροκήρυξ στην Έδεσσα, την Λιβαδειά, την Αθήνα, επισκεπτόμουν τους συγγενείς μου που μένουν στην γενέτειρα πόλη, είχα μια διαρκή επικοινωνία μαζί του.
Τόν γνώρισα από τότε που ήλθε στα Ιωάννινα ως στρατιωτικός Ιερεύς και στην συνέχεια ανέλαβε ως Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως, όταν αρχιεράτευε εκεί ο μακαριστός Σεραφείμ, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος. Συνέχισα, όμως, να έχω επικοινωνία μαζί του, όταν από το έτος 1975 έγινε Μητροπολίτης Ιωαννίνων, διάδοχος του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ.
Η γνωριμία μας κράτησε περίπου σαράντα πέντε χρόνια και συναντόμασταν κατά διάφορα χρονικά διαστήματα. Επειδή του άρεσε η συζήτηση, κάθε φορά η συνάντησή μας κρατούσε δύο ή τρεις ώρες και τα θέματα ήταν ποικίλα, κυρίως θεολογικά, εκκλησιαστικά και κοινωνικά.
Ο μακαριστός Θεόκλητος εκτιμούσε τον Γέροντά μου, μακαριστό Μητροπολίτη Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κυρό Καλλίνικο για το εκκλησιαστικό του φρόνημα και μου ανέφερε συγκεκριμένα παραδείγματα. Και από αυτό το γεγονός, ακόμη και από το ότι η οικογένειά μου μένει στα Ιωάννινα, αισθανόμουν μια οικειότητα μαζί του. Αργότερα δε που έγινα Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου βάθυνε αυτή η επικοινωνία και μου δόθηκε καλύτερα η δυνατότητα να εισδύω στην σκέψη του και το φρόνημά του.
Ο ίδιος συνετέλεσε πολύ στην εκλογή μου σε Επίσκοπο, με χειροτόνησε κατ’ εντολή του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού Σεραφείμ, και έναν χρόνο μετά την χειροτονία μου εις Επίσκοπον, που ήλθε η σειρά μου να μετέχω στην Διαρκή Ιερά Συνόδου μαζί με εκείνον, η επικοινωνία μας έγινε πιο στενή.
Μού έκαναν εντύπωση μερικά γεγονότα που δείχνουν την προσωπικότητά του και τα αναφέρω εδώ επειδή εκφράζουν τον τρόπο της επικοινωνίας μας.
Το πρώτο γεγονός είναι ότι την παραμονή της εκλογής μου σε Επίσκοπο μου τηλεφώνησε στο σπίτι μου για να με ρωτήση: «Πώς πάν’ τα γόνατα;». Νόμισα ότι υπονοούσε αν είχα αγωνία, και του απάντησα αρνητικά. Όμως αυτός συμπλήρωσε: «Δεν εννοώ αυτό. Ρωτώ αν κάνης προσευχή!». Και συνέχισε: «Θέλω από σένα να αντιμετωπίσης το θέμα της εκλογής εκκλησιολογικά. Να προσευχηθής απόψε με ηρεμία για να γίνη το θέλημα του Θεού. Κι αν δεν εκλεγής, να μήν λυπηθής, αλλά να αισθανθής το ίδιο ωσάν να εκλεγής, ως θέλημα του Θεού». Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση, αν το συγκρίνη κανείς με την αγωνία που καταλαμβάνει τέτοιες ώρες τον υποψήφιο και αυτόν που ενδιαφέρεται για την εκλογή του.
Το δεύτερο γεγονός που μου προξένησε εντύπωση είναι ο λόγος του την ημέρα της χειροτονίας μου εις Επίσκοπο, που άρχισε με το «ιδού από σήμερον ως είς εξ ημών», που το είπε δύο φορές, και παραπέμπει στο αγιογραφκό για την δημιουργία του Αδάμ: «Ιδού, γέγονεν είς εξ ημών» (Γεν. γ’, 22). Αυτό έχει την σημασία του, γιατί ήθελε να δείξη ότι υπάρχει ισότητα μεταξύ των Αρχιερέων, ότι δεν πρέπει να υπάρχουν εξαρτήσεις, ούτε εκδουλεύσεις, ότι ο ίδιος δεν υπολόγιζε να σχηματίση μια ομάδα δική του στην Ιεραρχία.
Και πράγματι αυτό το έζησα με όλη την συνεργασία μας στα Συνοδικά Όργανα της Εκκλησίας. Ποτέ δεν ήθελε να μου επιβάλη την άποψή του κατά τις συζητήσεις στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο και την Ιεραρχία. Σεβόταν απόλυτα την ελευθερία μου. Μάλιστα, αμέσως μετά από έναν χρόνο, που ήμασταν και οι δύο μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (1996-1997), χρειάσθηκε να ψηφίσω σε ονομαστικές ψηφοφορίες αρνητικά σε δικές του προτάσεις που τον αφορούσαν και εκείνος το θεώρησε φυσικό.
Όταν μετά τις ψηφοφορίες προσπάθησα να του δώσω εξηγήσεις για την στάση μου, ώστε να μη στενοχωρηθή, εκείνος μου είπε ότι αυτό ήταν δικό μου δικαίωμα και δεν έπρεπε να με απασχολή, δεν έπρεπε να απολογούμαι, γιατί σε τέτοια ζητήματα δεν πρέπει να υπάρχουν εξαρτήσεις, οι Αρχιερείς έχουν προσωπική ελευθερία και ευθύνη για τις πράξεις τους. Η στάση του ήταν «λεβέντικη».
Κατά τις συζητήσεις μας άκουγε τις απόψεις μου, αλλά αμέσως αντέτασσε τις δικές του θέσεις. Είχαμε επικοινωνία και το χαιρόταν, παρά τις διαφορετικές απόψεις, ακόμη και για τις αρχιεπισκοπικές εκλογές. Δεν νομίζω ότι ήλθε η ώρα να γράψω περισσότερα πάνω στο θέμα αυτό, αλλά μόνον ότι δεν ήθελε να δημιουργήση ομάδα στην Ιεραρχία για να επηρεάζη τις συνοδικές αποφάσεις και ακόμη αισθανόταν και το χαιρόταν ότι ήταν «μοναχικός καβαλάρης» στις εκκλησιαστικές απόψεις του, αντιμετώπιζε με διαφορετικό τρόπο όλα τα θέματα.
Το τρίτο γεγονός είναι η προσφώνησή του κατά την εις Επίσκοπον χειροτονία μου. Ο προσφωνητικός αυτός λόγος ήταν προφορικός και έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του λόγου του, δηλαδή είναι λιτός, δωρικός, ουσιαστικός και εκκλησιολογικός. Είναι χαρακτηριστικό ότι αναφέρθηκε στο πρόσωπό μου και το έργο μου με ουσιαστικό τρόπο, χωρίς υπερβολές και συναισθηματισμό. Πάντως, τα λόγια του εκφράζουν το περιεχόμενο των έως τότε συζητήσεών μας. Τόν παραθέτω για να δη ο αναγνώστης την δωρικότητα του «θεοκλήτειου» λόγου.
«Θεοφιλέστατε εψηφισμένε Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου,
Ιδού από της σήμερον ως είς εξ ημών, ψήφω της αγιωτάτης Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, εμπνεύσει του Αγίου Πνεύματος, οδεύεις ενώπιον του ενδοτέρου του Αγίου Θυσιαστηρίου. Έχων την εντολήν της οδηγίας σου προς το ενδότερον του Αγίου Θυσιαστηρίου από μέρους του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, του και Προέδρου της Ιεράς ημών Συνόδου της Ιεραρχίας, θα είχα έναν λόγον μόνον ευθύς να σού είπω.
Ιδού έγινες Επίσκοπος. Η αγωνία η οποία συνείχε το είναί σου κατά τον χρόνον όπου διηκόνησες την Εκκλησίαν εκ του βαθμού του Πρεσβυτέρου, τόσον δια την εσωτερικήν της οντολογίαν, όσο και η αγωνία που σε συνείχε δια την μαρτυρίαν εις το σύγχρονον γίγνεσθαι, εύχομαι να μείνη ζώπυρος και να ενεργή συνεχώς, διότι όντως η Εκκλησία του Χριστού, την σήμερον ειδικότερον, έχει ανάγκη μιας παρουσίας οντολογικής εις τον κόσμον και όχι παρουσίας περιγραφικής, μιας παρουσίας τέτοιας, όπου να μπορή ο άνθρωπος ως σε κάτι το υπερβατικό και το υπερφυσικό, να εναποθέση την ελπίδα του, όταν την χάνη από τα σύνολα τα οποία τον περιβάλλουν.
Και ιδού, λοιπόν, πλέον ως είς εξ ημών, μη διαλανθάνων ότι και ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος και σύνολη η Εκκλησία τάσσει τον Επίσκοπον εις τόπον και τύπον Χριστού εν τη Εκκλησία, όπερ σημαίνει ότι και κενούσαι, αλλά και γίνεσαι και δεξαμενή αποδοχής της Εκκλησίας, η οποία έρχεται να εναποθέση εις σε την ελπίδα της.
Εύχομαι η Χάρις του Θεού, η οποία σε κατηξίωσε εις καιρούς χαλεπούς και οδυνηρούς να επωμισθής ταύτης της διακονίας την αποστολήν, να σε αναδείξη άξιον και λαμπροφόρον και φωτοδότην εν τη Εκκλησία τέκνον».
Τόν τελευταίο καιρό που ήταν άρρωστος και μειώθηκε πολύ το φώς των οφθαλμών του με έβλεπε σαν σκιά, όπως μου έλεγε, είχε και άλλες ασθένειες που τον ταλαιπωρούσαν πολύ, τον επισκεπτόμουν οσάκις πήγαινα στα Ιωάννινα. Συχνά του τηλεφωνούσα για να εκφράσω κυρίως την συμπαράστασή μου στις δυσκολίες που περνούσε, να διατυπώσω την αγάπη μου και την ευγνωμοσύνη μου και κυρίως να του δώσω κουράγιο για να υπομένη την δύσκολη μάχη που έδινε στην ζωή του και να του πω ότι προσεύχομαι γι’ αυτόν. Αντιλαμβανόμουν ότι καταλάβαινε την αγάπη μου και την έκφραση της ευγνωμοσύνης μου.
2. Μύηση στην εκκλησιαστική ιστορία
Όλη αυτή η πολυετής γνωριμία και επικοινωνία μου με τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων κυρό Θεόκλητο, μου έδωσε την δυνατότητα να εισδύσω στα σύγχρονα εκκλησιαστικά γεγονότα. Βέβαια, όσοι ήταν πλησιέστεροι σε αυτόν γνωρίζουν περισσότερα πράγματα από εμένα, αλλά επειδή ο ίδιος ήταν ελεύθερος και ειλικρινής, έλεγε σαφέστατα τις απόψεις του στους συνομιλητές του, γνωστούς και αγνώστους. Κυρίως θα καταγράψω τέσσερα σημαντικά γεγονότα που έζησα μαζί του, ως Αρχιερεύς στα Συνοδικά Όργανα της Εκκλησίας μας, που ήταν παράλληλα μια μύηση στην σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία.
Το πρώτο ήταν ότι δι’ αυτού ερχόμουν σε επικοινωνία με τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, στην δύση της ζωής του. Ο μακαριστός Θεόκλητος στα τελευταία χρόνια της ζωής του Σεραφείμ ήταν σχεδόν αποκλειστικά κοντά του και του προσέφερε ό,τι μπορούσε και τον στήριζε στην δοκιμασία της υγείας του. Επισκεπτόμουν τον Αρχιεπίσκοπο, είτε στην οικία του είτε στο νοσοκομείο, με την παρέμβαση του Θεοκλήτου.
Μού δόθηκε η δυνατότητα να ακούσω πολλά από τον μακαριστό Θεόκλητο για τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, για την διακονία του στα Ιωάννινα και τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο, για την προσφορά του στην Εκκλησία και για τα λάθη του, για τις συμφωνίες και τις διαφωνίες μαζί του.
Για παράδειγμα, μια από τις απόψεις του Θεοκλήτου ήταν να εκλεγή στην Εκκλησία της Ελλάδος ως Μητροπολίτης –καί έκανε προσωπικό αγώνα γι’ αυτό– ο τότε Βρεσθένης και νύν Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Δημήτριος. Έλεγε ότι η Εκκλησία πρέπει να ανταμείψη το εκκλησιαστικό του φρόνημα, που εκδηλώθηκε έντονα με την άρνησή του να εκλεγή επί Ιερωνύμου του Α’ Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος, αλλά και με την ανδροπρεπή στάση που έδειξε, όταν εξελέγη Αρχιεπίσκοπος ο Σεραφείμ, σε διαδοχή του Ιερωνύμου του Α’. Δυστυχώς, τότε άλλοι εκκλησιαστικοί παράγοντες δεν ήθελαν την εκλογή του Δημητρίου σε Μητροπολιτική έδρα της Εκκλησίας της Ελλάδος, για άλλους λόγους, πράγμα που λυπούσε τον μακαριστό Θεόκλητο.
Το δεύτερο γεγονός που με έκανε να μυηθώ στην σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία ήταν η συμμετοχή μου πρώτη φορά στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο ως μέλος της. Εκλέχτηκα Μητροπολίτης Ναυπάκτου τον Ιούλιο του 1995 και τον Σεπτέμβριο του επομένου έτους, το 1996, κλήθηκα να συμμετάσχω ως μέλος στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Ήμουν ο νεώτερος των Αρχιερέων της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος ως προς τα πρεσβεία αρχιερωσύνης και αμέσως άρχιζαν από την αρχή της επετηρίδος. Έτσι ήμουν στην Σύνοδο μαζί με όλη την «Γεροντία», κυριολεκτικά και πραγματικά, της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ήταν τότε Συνοδικοί Μητροπολίτες ο Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ο Κορίνθου Παντελεήμων, ο Σύρου και Τήνου Δωρόθεος, ο Τριφυλλίας Στέφανος, ο Νικοπόλεως Μελέτιος κ.ά., μεταξύ αυτών και ο Ιωαννίνων Θεόκλητος. Πρώτη φορά συμμετείχα στην Ιερά Σύνοδο με Γέροντες και πεπειραμένους Αρχιερείς. Άκουγα τις θέσεις τους στα διάφορα θέματα, που μετέφεραν μια ολόκληρη εκκλησιαστική ιστορία. Εκείνοι ήταν πεπειραμένοι Αρχιερείς και εγώ νεόφυτος Αρχιερεύς. Τούς σεβόμουν, άκουγα τις απόψεις τους, με τις οποίες μετέφεραν την εκκλησιαστική εμπειρία πολλών ετών, και μιλούσα, όταν χρειαζόταν, διακριτικά.
Όπως προανέφερα, μεταξύ των Συνοδικών Μητροπολιτών συγκαταλεγόταν και ο Ιωαννίνων Θεόκλητος, ηγετική μορφή στις συζητήσεις. Μέ την θεολογική του σκέψη, το εκκλησιαστικό του φρόνημα, τα δυνατά επιχειρήματά του, την μαχητικότητά του, την βροντώδη φωνή του επιβαλλόταν πάντα στις συζητήσεις και κυρίως στις αποφάσεις της Συνόδου. Δεν μπορώ να υποστηρίξω ότι πάντοτε είχε δίκηο, αλλά μπορώ να βεβαιώσω ότι η γνώση του ήταν σεβαστή απ’ όλους, οι οποίοι τον άκουγαν με προσοχή. Δεν μπορούσε κανείς εύκολα να αντιτάξη διαφορετικό λόγο, χωρίς να προσφέρη ισχυρότερη επιχειρηματολογία. Θέλω να πιστεύω, και το λέγω αυτό με ειλικρίνεια, ότι τον συνεπικουρούσα με την πατερική και θεολογική σκέψη μου, πράγμα που τον χαροποιούσε και αργότερα μου είπε ότι ήταν η πιο παραγωγική και θεολογική Σύνοδος, από όσες είχε συμμετάσχει, έως ότου βεβαίως ανέκυψαν διάφορα οικονομικά ζητήματα που μας στενοχώρησαν.
Συμμετείχε ως μέλος στις Συνεδριάσεις της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκφράζοντας τις απόψεις του λιγότερο από ό,τι στις Συνεδριάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, αλλά και εκεί όταν μιλούσε, ήταν απόλυτος, αποτελεσματικός και ειλικρινής. Πολλές φορές αποχωρούσε διακριτικά από τις Συνεδριάσεις της Ιεραρχίας, στενοχωρημένος από τις συζητήσεις, ή παρέμενε στην αίθουσα σιωπηλός και σκεπτικός, κρίνοντας όμως εσωτερικά τις απόψεις των άλλων. Πολλές φορές εξέφραζε την πικρία του για το επίπεδο των Συνεδριάσεων.
Κατά τις συνομιλίες με τους άλλους, αλλά και γενικά στον λόγο του, επέμενε κυρίως σε δύο λέξεις που γι’ αυτόν είχαν μεγάλη σημασία.
Η μία ήταν το «οντολογικό», που το αντιπαρέθετε στο «περιγραφικό» και έλεγε ότι δυστυχώς οι σύγχρονοι περιγράφουν τα γεγονότα και δεν ενδιαφέρονται για την οντολογία τους. Από ό,τι έχω καταλάβει, δεν χρησιμοποιούσε την λέξη «οντολογικό» με την έννοια της κλασσικής μεταφυσικής και ούτε με την θεωρία του Χάϊντεγκερ που έκανε διάκριση μεταξύ οντολογικού και οντικού, αλλά με την έννοια ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα θέματα θεολογικά και στο βάθος τους και να μήν αναλισκόμαστε σε κοινωνικές αναλύσεις και να μη στεκόμαστε στην επιφάνεια.
Η άλλη λέξη ήταν το «εκκλησιολογικό», δηλαδή αντιμετώπιζε όλα τα θέματα μέσα από την ορθόδοξη εκκλησιολογία. Από αυτόν άκουσα για πρώτη φορά την διάκριση μεταξύ των δογμάτων και των κανόνων, με την έννοια ότι στα δόγματα ισχύει η φράση «έδοξε τώ Αγίω Πνεύματι και ημίν», ενώ στους Κανόνες ισχύει η φράση «ήρεσεν τη Συνόδω». Στενοχωριόταν όταν έβλεπε Κληρικούς και Επισκόπους να αντιμετωπίζουν τα εκκλησιαστικά θέματα κοινωνικά, ηθικά, κοσμικά, πολιτικά και όχι εκκλησιολογικά, να προτάσσουν την λεγόμενη πολιτειοκρατική νοοτροπία, και εκφραζόταν πολλές φορές με σκληρές λέξεις για την νοοτροπία αυτή.
Πάντως, διέκρινα ότι οι δύο αυτές λέξεις, «οντολογικό» και «εκκλησιολογικό», ενοχλούσαν μερικούς παλαιότερους Αρχιερείς, που τις θεωρούσαν ως μοντέρνες λέξεις.
Το τρίτο γεγονός είναι ότι κοντά στον μακαριστό Μητροπολίτη Ιωαννίνων Θεόκλητο έζησα τις δύο τελευταίες αρχιεπισκοπικές εκλογές, δηλαδή του Χριστοδούλου και του Ιερωνύμου. Επειδή ήμουν και εγώ εκλέκτωρ Αρχιερεύς και επειδή ήμασταν από χρόνια γνωστοί, μου έλεγε όλες τις απόψεις του για τα πρόσωπα που ήταν υποψήφιοι για τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο. Στην εκλογή του Χριστοδούλου το 1998 ήταν και αυτός υποψήφιος για Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Γνωρίζω ότι στην δεύτερη και τρίτη ψηφοφορία το 1998 ψήφισε για Αρχιεπίσκοπο τον Χριστόδουλο και το 2008 ήταν από την αρχή ένθερμος υποστηρικτής του Ιερωνύμου. Μού έλεγε μάλιστα ότι πρέπει να εκλεγή ο Ιερώνυμος Αρχιεπίσκοπος για να αποκατασταθή η αδικία που έγινε στο πρόσωπό του, εκφράζοντας έτσι και μια μεταμέλεια, κατά την δική μου προσωπική εκτίμηση, τον αισθανόταν δε πιο ώριμο, αλλά φοβόταν μήπως αν εκλεγόταν Αρχιεπίσκοπος θα προχωρούσε σε έναν ρεβανσισμό, πράγμα που δεν έγινε.
Και στις δύο περιπτώσεις, δηλαδή του Χριστοδούλου και του Ιερωνύμου, αμέσως μετά τις εκλογές συνεργάσθηκε μαζί τους στα οικονομικά ζητήματα της Εκκλησίας, αλλά σύντομα διαφοροποιήθηκε, για διάφορους λόγους, αφού πάντοτε δεν είχε «τόν όμοιόν του στην Ιεραρχία», όπως έλεγε, ήταν «μοναχικός καβαλάρης», πράγμα που τον στενοχωρούσε, αλλά και του προξενούσε μια ιδιαίτερη κρυφή χαρά. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις πέρασε στα Γιάννενα μοναχικές ημέρες, κατά κάποιο τρόπο, αυτο-απομονωμένος. Σε αυτήν την κατάσταση τον συναντούσα στην Μητρόπολη, σε ώρες ήσυχες, και εκφραζόταν ειλικρινά και μερικές φορές πικρά, χωρίς να θέλω να σχολιάσω αν είχε δίκαιο ή άδικο.
Το τέταρτο γεγονός ήταν η στάση του στα μεγάλα γεγονότα που συνέβησαν επί αρχιεπισκοπείας Χριστοδούλου, ήτοι στο θέμα των ταυτοτήτων, στην σύγκρουση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στα σκάνδαλα στην Εκκλησία. Συζήτησα πολλές φορές μαζί του και γνωρίζω τις απόψεις του πάνω σε όλα αυτά τα ζητήματα, άλλωστε ο ίδιος τις έχει δημοσιοποιήσει και γι’ αυτό δεν χρειάζεται να επαναληφθούν.
Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι στο θέμα της κρίσεως με το Οικουμενικό Πατριαρχείο συμπλέαμε, αν και με διαφορετικό τρόπο, και νομίζω χαιρόταν που έβλεπε να γράφω άρθρα και τελικά δύο πολυσέλιδα βιβλία για το θέμα αυτό. Θέλω να πιστεύω ότι σε κάποια δύσκολη στιγμή συνέβαλα ώστε να έχη μια επαφή και επικοινωνία με το Πατριαρχείο, που είναι άγνωστο στους πολλούς, ίσως και στους πιο κοντινούς του, αλλά γι’ αυτό γνωρίζουν τα πρόσωπα που είναι κοντά μου.
Είμαι υποχρεωμένος, χάρη της αληθείας, να σημειώσω ότι στην αρχή που τον γνώρισα τον άκουγα να εκφράζη μια λεπτή διαφοροποίηση από μερικές απόψεις και τακτικές μερικών εκπροσώπων του Οικουμενικού Πατριαρχείου –ενθυμούμαι μάλιστα μερικά σημεία που δεν μπορώ να δημοσιοποιήσω–, αλλά από τότε που άρχισε η κρίση στις σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν απόλυτος υποστηρικτής του και κυρίως επέμενε στην πιστή εφαρμογή του Συνοδικού Τόμου του 1850 και της Πατριαρχικής Πράξεως του 1928, που τα θεωρούσε καταστατικά κείμενα, απαράβατα για την Εκκλησία της Ελλάδος.
Για να φανή ποιά ήταν η άποψή του για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θα παραθέσω τί είπε σε μια συνέντευξή του:
«Ο Πατριάρχης «ου φαίνει, δηλοί»! Είναι ό,τι υψηλότερο έχουμε στην οικουμένη, ο ύπατος εκκλησιαστικός ρόλος διακονίας του κοινού οικουμενικού μας πνεύματος. Έχουμε την ευλογία από τον Θεό να έχουμε τον πρώτο διάκονο της Εκκλησίας, δεν είναι πρόσωπο απλά ιερό, είναι «Αγία κληρονομιά», πρόσωπο που η ιστορία έστεψε με αγιότητα. Να είμαστε υπερήφανοι και να το διαφυλάττουμε από κάθε επιβουλή, κυρίως, των κατώτερων επιθυμιών μας».
Γενικά, η επικοινωνία μου μαζί του ήταν ενδιαφέρουσα για μένα, ήταν μια μύηση στην εκκλησιαστική ιστορία, έμαθα πολλά, γνώρισα έναν άλλο κόσμο, που κρυβόταν κάτω από έναν άνθρωπο, ο οποίος με το παρουσιαστικό του, τον αντισυμβατικό τρόπο συμπεριφοράς, το κάπνισμα και την ειλικρίνειά του προκαλούσε πολλούς, οι οποίοι είχαν διαφορετική άποψη. Πάντως, στο βάθος, πέρα από τα φαινόμενα, κρυβόταν ένας άνθρωπος που σεβόταν την πείρα και την θεολογία της Εκκλησίας, παρά την φαινομενική ελευθεριότητά του. Έβλεπε το εκκλησιαστικό ήθος μέσα στην μετάνοια και τον τελωνικό στεναγμό.
3. Μερικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητός του
Ύστερα από τα ανωτέρω θα παρουσιάσω, όσο είναι δυνατόν τον χαρακτήρα του και την προσωπικότητά του. Βέβαια, όσα θα γραφούν είναι προσωπικές μου απόψεις, ίσως υποκειμενικές, όμως θα εκφρασθούν με ειλικρίνεια. Άλλοι που ήταν πιο κοντά του μπορούν να γράψουν περισσότερα γι’ αυτόν.
Ο μακαριστός Θεόκλητος διάβαζε φιλοσοφικά και θεολογικά βιβλία, στοχαζόταν πολύ και παρέμενε πολλές ώρες σιωπηλός, επεξεργαζόμενος διάφορα θέματα. Όταν ομιλούσε ήταν απόλυτος στις απόψεις του και είχε μια αυτάρκεια στις σκέψεις του. Άκουγε τον συνομιλητή του, αλλά τον βομβάρδιζε με τις θέσεις του, πολλές φορές και με την βροντερή φωνή του. Όταν του εξέφραζε κανείς την άποψή του χωρίς να τον ρωτά, εκείνος έλεγε: «Σου απαντώ…». Βέβαια, στήριζε με επιχειρήματα τις απόψεις του και με ισχυρό λόγο.
Άλλο γνώρισμά του ήταν η ελευθερία και η ειλικρίνεια με τις οποίες εξέφραζε τις απόψεις του. Ο λόγος του ήταν συμπεπυκνωμένος, αποφθεγματικός και όχι τόσο αναλυτικός και γι’ αυτό προκαλούσε το ενδιαφέρον, αλλά δημιουργούσε και αντιδράσεις. Ο ατόφιος λόγος του πολλές φορές ήταν σκληρός, κοφτερός, ειλικρινής, ανδροπρεπής, ελεγκτικός, μερικές φορές εκφραζόταν με την γλώσσα του σώματος, τις εξωτερικές εκφράσεις. Δεν δίσταζε να σχολιάζη όλες τις καταστάσεις ελεύθερα, αλλά υπήρχαν και περιπτώσεις που σιωπούσε αφήνοντας την δυσαρέσκειά του, λέγοντας: «Δεν φταίει αυτός, αλλά να μη μιλήσω» κ.ά.
Ήταν ασυμβίβαστος, δεν υποχωρούσε στις απόψεις του, καταλάβαινε όμως τις αδυναμίες των άλλων. Ήταν εντελώς ανίκανος να κάνη εκκλησιαστική διπλωματία, δεν το ήθελε, θεωρούσε μάλιστα ότι η διπλωματία στα εκκλησιαστικά ζητήματα προξενεί κακό, ακόμη και οι εκκλησιαστικές ειδήσεις δεν μπορούν να καλύψουν και να εκφράσουν το μυστήριο της Εκκλησίας. Σχολίαζε ειρωνικά και κριτικά το περί «star system» μερικών Κληρικών και αυτούς που επιδιώκουν τις δημόσιες σχέσεις.
Παρά τον απόλυτο και κοφτερό του λόγο, ήταν ευσυγκίνητος, έστω και αν δεν το έδειχνε, ευαίσθητος, εσωτερικά, χωρίς να το εκδηλώνη με πράξεις, αλλά τον καταλάβαινε κανείς από μια λέξη και με την σιωπή. Κατά την συνομιλία μαζί του επικρατούσαν πολλά χρονικά διαστήματα σιωπής.
Δεν έκρυβε τα ανθρώπινα πάθη του και τις αδυναμίες του, τις ομολογούσε, τις άφηνε να φαίνωνται. Κάπνιζε πολύ –δέν το έκρυβε– ακόμη και τότε που εμφανιζόταν στην τηλεόραση, πράγμα που προκαλούσε πολλούς. Το θεωρούσε υποκρισία να το κρύβη, αφού είχε αυτό το πάθος, όπως έλεγε. Αλλά διακρινόταν από αίσθηση μετανοίας, την οποία θεωρούσε ένα στοιχείο του εκκλησιαστικού ήθους.
Είχε το προσόν να μη θέλη και να μήν επιδιώκη να απολογήται στους άλλους και να μήν απαντά στις συκοφαντίες ή τις επικρίσεις τους, έστω κι αν θεωρούσε ότι ήταν άδικες. Επίσης, δεν ήταν εκδικητικός, αλλά συγχωρούσε και ευεργετούσε αυτούς που τον έβλαπταν ή τον αδικούσαν. Αντιμετώπιζε με στωϊκότητα τις ποικιλώνυμες κριτικές.
Δεν μπορώ να το ερμηνεύσω, αλλά με όσα έχω αναφέρει μερικές φορές νόμιζα ότι έμοιαζε και ενεργούσε σaν τον αρχαίο προσωκρατικό φιλόσοφο Ηράκλειτο, αλλά με χριστιανικό περιεχόμενο.
Έκανε και εκείνος λάθη, όπως όλοι οι άνθρωποι, και τα ανεγνώριζε «φωνακτά», αλλά ήλπιζε στο έλεος του Θεού.
Είναι χαρακτηριστικά μερικά λόγια του που είπε σε μια συνέντευξή του και τα παραθέτω εδώ γιατί δείχνουν την σκέψη του.
«Το κάθε έθνος διασώζει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του μέσα από μία σωστά απεθνικοποιημένη Εκκλησία. Η διαστροφή του σωτηριολογικού σκοπού της Εκκλησίας στην υπηρεσία κάθε εθνικής σκοπιμότητας εθνικοποίησε τον Θεό και τον έκαμε εχθρό της ανθρωπότητας. Να απαλλαγούμε από σύνδρομα που η ιστορία ξεπέρασε. Το έθνος, κάθε έθνος επιμένω, ωφελείται από την εσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας, η οποία το υπηρετεί με αλήθεια αγάπης και όχι με συναισθηματικές φορτίσεις. Να διακονούμε τα έθνη, δίχως να εθνικοποιούμε τον Θεό και να εξαργυρώνουμε ωφελιμιστικά την διακονία μας».
«Δεν χρειάζεται να μιλάμε για όλα, απλώς γιατί δεν εκφράζουμε όλους και γιατί στα περισσότερα οι άνθρωποι δεν μας έχουν δώσει ρόλο και δεν μας αναγνωρίζουν δικαίωμα παρεμβολών και διεμβολών. Πρέπει να μάθουμε και να σιωπούμε. Μόνο με την σιωπή, επιτρέπουμε μερικές τουλάχιστον φορές, να ακούνε οι άνθρωποι την φωνή του Θεού!… Αλλά και όταν μας ζητούν να έχουμε λόγο και μας ζητούν να ομιλούμε, πρέπει έλλογα, να διερωτώμεθα, γιατί; Η Εκκλησία δεν είναι φωνασκούσα εξουσία, αλλά σιωπώσα διακονία, δεν έχει «πάθος για εξουσία, αλλά είναι η εξουσία του πάθους…»! Έπειτα, οι άνθρωποι κουράστηκαν απ’ όσους μιλούν ανέξοδα, έχουν περισσότερο ανάγκη να τους προσέχουν, να τους ακούνε, να τους καταλαβαίνουν και να τους αγαπούν».
«Πρέπει να καταλάβουμε ότι η κανονική παράδοση της Εκκλησίας δεν σταματά και ότι στην πορεία προς τα έσχατα η Εκκλησία οφείλει να ανοίγη δρόμους πλατύτερους, με φιλάνθρωπο τρόπο, χωρίς να θίγεται το δόγμα».
«Μέ τρομάζει η έχθρα των λεγομένων θρησκευομένων. Αυτοί γνωρίζουν την τεχνική του μίσους και δεν συγχωρούν. Αυτοί είναι ο μόνος κίνδυνος για την Εκκλησία που είναι Σώμα Χριστού».
«Ποιμαντική είναι η βίωση και η έκφραση της αγαπώσης τον Θεό καρδίας».
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Ιωαννίνων κυρός Θεόκλητος διακρινόταν, παρά τα λάθη του και το ιδιότυπο του χαρακτήρος του, από μια λεβέντικη συμπεριφορά.
Κατά τον καιρό της ασθενείας του, στο γήρας του, όπως έλεγε, τον αισθανόμουν σαν ένα λιοντάρι πληγωμένο. Όταν του τηλεφωνούσα και τον ρωτούσα πώς είναι, απαντούσε: «Παλεύω με τα γηρατειά». Δυσκολευόμουν να επικοινωνώ, αλλά του τηλεφωνούσα και του έλεγα «καλό κουράγιο», «καλή υπομονή», «προσεύχομαι για σάς», «δέν ξεχνώ για όσα με ευεργετήσατε». Και εκείνος το χαιρόταν.
Αντιμετώπιζε την διαδικασία του θανάτου με ανδρεία, κάποτε και με ταραχή. Όταν κάποια ημέρα του είπα να κόψη το τσιγάρο τουλάχιστον κατά την περίοδο της ασθενείας του, αφού επιδεινώνει την κατάσταση της υγείας του, μου απάντησε: «Δεν το κόβω τώρα, για να μη νομίσουν οι άνθρωποι ότι φοβάμαι τον θάνατο». Είχε την αίσθηση και την πίστη ότι με τον θάνατο επιστρέφουμε από την εξορία στον Θεό, όπως τον άκουσα να λέγη κατά τον θάνατο της μητέρας του. Πολλές φορές όταν κάναμε λόγο για επικρίσεις που δεχόταν έλεγε: «Όταν κλείσω τα μάτια και πάω στον Θεό…», και σιωπούσε.
Εφέτος στην αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του τηλεφώνησα για να του ευχηθώ καλή Σαρακοστή, καλή Ανάσταση, και μου απάντησε: «Εσείς θα φθάσετε στην Ανάσταση», υπονοώντας ότι αυτός δεν θα φθάση. Και σε αυτό επαληθεύθηκε. Έφυγε από τον κόσμο αυτόν την Κυριακή των Βαΐων και κηδεύθηκε την Μ. Τετάρτη. Στην εξόδιο ακολουθία του θυμήθηκα κάποια δικά του λόγια:
«Οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνοι, κι εμείς απλώς τους θάβουμε. Σε κάθε εποχή και σε κάθε πολιτισμό, ο άνθρωπος θα αντιμετωπίζη το ίδιο πρόβλημα, μόνος ενώπιον του θανάτου».
«Εύχομαι ο Θεός να μας προστατέψη από τον δαιμονισμό των καταξιώσεων». «Ποτέ δεν είχα καλές σχέσεις με την υστεροφημία, ίσως γιατί έχω πιστέψει ότι εκεί όπου θα βρίσκομαι δεν θα μπορή να μου προσφέρη τίποτε. Θα παρακαλούσα να με μνημονεύουν στις προσευχές τους ιδίως όσοι δεν με αγάπησαν…».
Η μνήμη του να είναι αιώνια και να δεχθή το έλεος του Θεού, ο Οποίος είναι φιλάνθρωπος, όπως λέμε σε κάθε απόλυση: «…ελεήσαι και σώσαι ημάς ως αγαθός και φιλάνθρωπος».
Χαίρομαι γιατί θα μας κρίνη ο Θεός και όχι οι άνθρωποι, αφού οι άνθρωποι είναι σκληροί στις κρίσεις τους, ενώ ο Θεός βλέπει το βάθος της καρδιάς μας, πέρα από τα εξωτερικά γνωρίσματα.
Μετά την εξόδιο ακολουθία για μέρες ολόκληρες σκεφτόμουν ότι με την κοίμηση του Μητροπολίτου Ιωαννίνων κυρού Θεοκλήτου τελείωσε μια εκκλησιαστική περίοδος, που την σημάδευσαν πολλά εκκλησιαστικά γεγονότα, στα οποία εκείνος έλαβε ενεργό μέρος, και τώρα αφήνεται στην κρίση της ιστορίας, αλλά κυρίως στην κρίση του αδεκάστου και φιλανθρώπου Θεού.
Πάντως εγώ του είμαι ευγνώμων και θα προσεύχομαι γι’ αυτόν.
Μ. Σάββατο – 11 Απριλίου 2014