Ζούσε στην σπηλιά του όσιου Πέτρου του Αθωνίτου ο γέρων Χρυσόστομος και ο μοναχός Σέργιος. Τον Σέργιο τον πολεμούσε ο σατανάς να φύγει από τον ασκητικό του στίβο και να εγκαταλείψει τον αγώνα.
Κάποτε επισκέφτηκε ένα γέροντα στις Καρυές, που με άφθαστη
αυταπάρνηση και υπομονή είχε γηροκομήσει και θάψει τέσσερις γεροντάδες:
– Πως μένεις τώρα μόνος σου εδώ χάμω; Τον ρώτησε ο Σέργιος.
– Με πολεμάει και εμένα ο διάβολος να φύγω, αλλά ξέρεις τι με κρατάει;
Απάντησε ο ηρωικός γέρων.
– Έλα να σου δείξω τους θησαυρούς μου.
– Ποιοι είναι οι θησαυροί σου; Δεν βλέπω τίποτα.
Τον πήρε τον πήγε σε ένα δωμάτιο, που είχε παλιά παπούτσια, τρύπια πόσων ετών….., παλαιά ζωστικά, και παλαιούς σκούφους των γεροντάδων του αλλά και του εαυτού του, δείγματα αμέτρητων αγώνων και θυσιών….
– Να οι θησαυροί μου. Πες μου, πώς να τους εγκαταλείψω;
Διδάχτηκε ο π. Σέργιος περισσότερο από κάθε άλλη διδασκαλία, από αυτούς τους σιωπηλούς θησαυρούς και διδασκάλους.