Ο ναός ως κατοικία του Θεού

  • Δόγμα

Γράφει η Βιργινία Δ. Χαμουδοπούλου-Κωνσταντινίδου, Ἱστορικός

Στην κλασική ελληνική αρχαιότητα η ζήτηση της αλήθειας ψηλαφίστηκε με την επιστημονική γνώση και τη δυναμική της ανθρώπινης διάνοιας στο χώρο της πολιτικής, των στρατιωτικών επιχειρήσεων και της Φιλοσοφίας. Στο χώρο της Τέχνης ο Ναός, ως κατοικία του επώνυμου Θεού έπρεπε να είναι ένα μεγαλοπρεπές Μέγαρο με τέλειες αναλογίες από πλευράς μαθηματικών υπολογισμών, πιστών στη ρήση του Αριστοτέλη: «το γαρ καλόν (= ωραίον) εν μεγέθει και τάξει εστί» (Περί Ποιητικής 1450, 38).

«Στο κλασικό έργο υπάρχει ιδανική ισορροπία μεταξύ περιεχομένου και μορφής και το έργο αποπνέει ένα αίσθημα “ολύμπιας γαλήνης”. Στον Παρθενώνα η αρχιτεκτονική και μαθηματική τελειότης που δημιούργησε αυτό το ανεπανάληπτο έργο είναι ορατή, παρούσα. Από αυτή την άποψη το κτίσμα είναι “στατικό”, διότι εκείνο που θέλησαν να παρουσιάσουν οι αρχιτέκτονες  και οι γλύπτες είναι δεδομένο, έχει ολοκληρωθεί. Στη γλώσσα της Φιλοσοφίας  η τέχνη αυτή ισοδυναμεί με το “είναι”. Υπάρχει η λύση των αναζητήσεων. Ο όρος “Ωραίο” αναφέρεται στα έργα της κλασικής αρχαιότητας και της Αναγεννήσεως».

Η χριστιανική εκκλησία δεν είναι η κατοικία ενός Θεού, γιατί ο Ένας και Παντοκράτορας Θεός υπάρχει παντού. Η Εκκλησία είναι ο χώρος όπου οι πιστοί κάτω από τη σκέπη του Θεού υψώνονται, με τις θείες λειτουργίες και την προσευχή τους, κοντά Του. Η αναζήτηση της Αλήθειας δεν είναι πλέον ζήτημα γνώσεως, αλλά εσωτερικής Αποκαλύψεως προσιτής και στον αγράμματο, τον φτωχό, τον άσχημο, τον ανάπηρο. Είναι η υπέρβαση της διάνοιας από την καρδιά όχι πλέον ως απαραίτητου σωματικού οργάνου, αλλ᾽ ως του «κέντρου», το οποίο, με τη συνεργασία του νου, βοηθάει τον πιστό να βιώσει το σωτηριολογικό νόημα του Χριστιανισμού δίνοντάς του τη δυνατότητα να φθάσει στη θέωση.

Ο βυζαντινός Ναός διαμορφώνεται ως μία μικρογραφία του Σύμπαντος με τον τρούλλο να συμβολίζει τον ουρανό. Για τούτο χαρακτηρίζεται η βυζαντινή Τέχνη ως τέχνη του «Υψηλού», όπου εκφράστηκε ο δυναμικός και ο λυτρωτικός χαρακτήρας τής προς τα άνω πορείας του ορθοδόξου χριστιανού. Η τέχνη αυτή εκφράζει το «γίγνεσθαι» (σε αντίθεση με το «είναι» της κλασικής τέχνης), αφού εκφράζει τη συνεχή πορεία της αναζήτησης της Αλήθειας, που καταλήγει στη «θέωση», μετά από την επιθυμία και τις εν δυνάμει προσωπικές προσπάθειες του πιστού.

Στην Αγία Σοφία ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος κατόρθωσαν το ακατόρθωτο: την εξαΰλωση της Ύλης, προκειμένου ο χαρακτήρας του Υψηλού να εκφραστεί με το «μέτρο» και την «τάξη» του Ωραίου της κλασικής τέχνης, ώστε το γιγάντιο αυτό οικοδόμημα να μην προσομοιάσει με τα υπερμεγέθη και ογκώδη κτίρια των Ανατολικών λαών, όπως οι πυραμίδες της Αιγύπτου, ή τα μετέπειτα κολοσσιαία κτίσματα της Αναγεννήσεως, τα οποία επιβάλλονται με τον όγκο τους. Η επιβολή του όγκου καταργεί την εσωτερική γαλήνη και αφαιρεί από τον έκπληκτο και εμβρόντητο, προ του μεγέθους, άνθρωπο τη δυνατότητα να θέσει σε λειτουργία τις δικές του έμφυτες τάσεις για την προς τα άνω πορεία του. Αντίθετα «…η δύναμη που κατέχει την Αγία Σοφία είναι γαλήνια, τεράστια αλλά και ήρεμη, αφού οι δύο χαρισματικοί αρχιτέκτονες κατόρθωσαν να δώσουν ένα πνευματικό και σύμμετρο είδος Υψηλού, μία έξαρση προς το Ύψος με αξιοπρέπεια και εγκράτεια μεταφερόμενη από το κλασικιστικό ιδεώδες στον υπερβατικό χαρακτήρα της Βυζαντινής Τέχνης».

Θα αναφερθούμε πολύ σύντομα στους τρεις κυριότερους παράγοντες του αρχιτεκτονικού αυτού θαύματος:

α) Οι θόλοι με τις διαβαθμίσεις τους σχηματίζουν μία κλίμακα οδηγώντας το βλέμμα του πιστού στον κεντρικό τρούλλο, που αγκαλιάζει αιωρούμενος τον κεντρικό χώρο του Ναού. Ο τρούλλος αυτός, μαζί με τους 46 θόλους, ημιθόλια, σταυροθόλια μοιάζουν να μην έχουν υλική υπόσταση, αφού ολόκληρος ο φέρων οργανισμός (πεσσών, αντηρίδων) βρίσκεται στο εξωτερικό του Ναού. Η διάτρητος γλυπτική των κιονοκράνων συντελεί επίσης στην εξαΰλωση.

β) Ο φωτισμός: Εκατό περίπου παράθυρα, τα σαράντα είναι του κεντρικού τρούλλου, φωτίζουν τον κεντρικό χώρο. Ο ιστορικός του Ιουστινιανού Προκόπιος γράφει στο έργο του «Περί Κτισμάτων»: «…Φαίης αν, ουκ έξωθεν καταλάμπεσθαιηλίω τον χώρον, αλλά την αίγλην εν αυτώ φύεσθαι». (Ο Ναός μοιάζει να είναι αυτόφωτος). Ο τρούλλος στέφει πάμφωτος τον χώρο, όπως ο ουρανός τη γη.

γ) Ορθή η χρήση της κλίμακας: Από τον εσωνάρθηκα έως τον κεντρικό τρούλλο υπάρχει μία ομαλή μετάβαση από την ανθρώπινη κλίμακα έως την υπερβατική κλίμακα στο κέντρο του Ναού. «Αυτό ακριβώς το πνευματικό και σύμμετρο είδος του Υψηλού, από πλευράς κλίμακος, θυμίζει το μέτρο, την ισορροπία και την τάξη του Ωραίου της κλασικής εποχής».

Η Αγία Σοφία χαρακτηρίζεται από μία καθαρά ελληνική, δυναμική Τέχνη. Μία τέχνη που ολοκληρώθηκε, όταν το Ωραίο μεταλλάχθηκε σε Υψηλό. Όταν τη δύναμη της διανόησης ζέστανε η ένταση και η έκσταση της καρδιάς. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ιουστινιανός επέλεξε Μικρασιάτες Αρχιτέκτονες για τη δημιουργία ενός αρχιτεκτονικού θαύματος. Η Μικρά Ασία ήταν από την εποχή του Αποστόλου Παύλου (1ος αι. μ.Χ.) ο χώρος, όπου Ελληνισμὀς και Ορθοδοξία συζεύχθηκαν πνευματικά και αξεχώριστα.

Η μακρόχρονη βασιλεία του Ιουστινιανού ήταν ένας συνεχής αγώνας για την εξύψωση της εξουσίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δια της Πατερικής παραδόσεως και των Οικουμενικών Συνόδων, ως εξουσίας του Θεού στα μάτια των πιστών. Με τα λόγια του (διατάγματα, συμμετοχή στα εκκλησιαστικά), αλλά και τα έργα του ο Αυτοκράτορας προσπάθησε να καθιερώσει την Ορθοδοξία ως Πίστη όλων των πολιτών του Ρωμαϊκού Κράτους (Ρωμανίας) σε Ανατολή και Δύση: θαυμάσια ψηφιδωτά κοσμούν τον Άγιο Βιτάλιο και Άγιο Απολλινάριο in classe στη Ραβένα, την Αγία Αικατερίνη στο όρος Σινά, τον Ναό των Αγίων Σεργίου και Βάκχου στην Κ.Πολη και άλλους Ναούς ως αψευδείς μάρτυρες της πολιτικής, αλλά και των προσωπικών ορθοδόξων πεποιθήσεων του Ιουστινιανού, ο οποίος είναι ο πρώτος Αυτοκράτορας, που έθεσε τις βάσεις για την αρμονική συνεργασία μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας τροχοδρομώντας τον ελληνορθόδοξο χαρακτήρα της υπερχιλιετούς Βυζαντινής-Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας (βλ. Δρ Αστερίου Γεροστεργίου, Πρωτοπρεσβυτέρου, «Ιουστινιανός, ο Μέγας Αυτοκράτορας και Άγιος», εκδ. «Υπακοή», Αθήνα 2019).

Αναφέραμε παραπάνω ότι δεν ήταν τυχαία η επιλογή των Μικρασιατών Αρχιτεκτόνων για την ανέγερση της υπέρλαμπρης «Αγίας του Θεού Σοφίας». Ήταν θέλημα Θεού και φώτιση του Αγίου Πνεύματος επί του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού, επιλεγμένου για την υλοποίηση της ενώσεως Ελληνισμού-Χριστιανισμού. Όμως για να επιτευχθεί επίσημα αυτός ο συγκερασμός πέρασαν αιώνες με τους συνεχείς αγώνες των Αποστόλων, των Πατέρων της Εκκλησίας μας, των Αγίων Μαρτύρων, θυμάτων σκληρών διωγμών, των Οικουμενικών Συνόδων και ενός πλήθους πιστών.

Ωστόσο οφείλουμε να αφιερώσουμε λίγες γραμμές στον θεμελιωτή της Χριστιανικής Αλήθειας, αμέσως μετά την Ανάληψη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Ο Μικρασιάτης Απόστολος Παύλος, ο Απόστολος των Εθνών, από την Ταρσό της Κιλικίας, ο εβραϊκής καταγωγής Σαύλος, κάτοχος ελληνικής παιδείας και ρωμαίος πολίτης, γεννημένος 5-15 μ.Χ., υπήρξε «σκεύος εκλογής» από τον Ιησού Χριστό (Πράξεις 9, 15), το 34 μ.Χ. Ο Παύλος, ως φανατικός διώκτης των Χριστιανών, βάδιζε προς τη Δαμασκό, όπου πήγαινε να συλλάβει χριστιανούς για να τους οδηγήσει στα Ιεροσόλυμα να δικαστούν. Τότε μέσα από το εκτυφλωτικό φως που τον τύφλωσε είδε και άκουσε τον Αναστημένο Χριστό να τον καλεί κοντά Του προκειμένου, με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, να αποκαλύψει και διδάξει στους Ιουδαίους, και κυρίως στα «Έθνη», τη σωτήρια για τους ανθρώπους θεία ενανθρώπηση του Αναστημένου Υιού και Λόγου του Θεού.

Στις Πράξεις των Αποστόλων (Πρ. 9, 1-29), γραμμένες από τον Ευαγγελιστή Λουκά, πιστό συνοδό του Παύλου στις ιεραποστολές του, περιγράφεται λεπτομερώς το εκτυφλωτικό φως που τύφλωσε τον Απόστολο, όπως και η φωνή του Κυρίου, που προέτρεψε τον Παύλο να πάει στη Δαμασκό, όπου θα μάθαινε τι έπρεπε να κάνει. Ωστόσο ο ίδιος ο Παύλος γράφει στην πρώτη  προς Κορινθίους επιστολή του ότι είδε τον Αναστημένο Χριστό: «τον Κύριον ημών εώρακα» (Α´ Κορινθ. 9, 1). Το γεγονός αυτό συγκλόνισε βαθιά τον Παύλο, ο οποίος, διαπιστώνοντας αυτοπροσώπως το γεγονός της Αναστάσεως, μεταστράφηκε σε υπέρμαχο του Χριστιανισμού.

Μετά τη βάφτισή του στη Δαμασκό βρήκε το φως του και άρχισε το επί 33 χρόνια κολοσσιαίο ιεραποστολικό του έργο με κηρύγματα σε πολλά μεγάλα κέντρα, με οργάνωση χριστιανικών κοινοτήτων και εκκλησιών και, κυρίως, με το γραπτό του λόγο δια των επιστολών του στις οποίες αναπτύσσονται τα θεμέλια του Χριστιανικού δόγματος, αλλά και ατελείωτες συμβουλές για την καθημερινή, εν Χριστώ, ζωή.

TOP NEWS