Dogma

Ο Όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης για την «επίγνωση του Θεού»

Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου

Συνήθιζε να υποστηρίζει με δάκρυα στα μάτια ο παπά Εφραίμ ο Κατουνακιώτης: «Ο προσευχόμενος κοινωνεί το Φως της Αποκαλύψεως, βιώνει την μεταμόρφωσή του μέσα στο φως του Θεού». Στην ουσία, δεν μεταβάλλεται η φύση του, ακόμα και όταν καθίσταται κεχαριτωμένος “κατά χάριν Θεού”, αλλά μεταμορφώνεται (η φύση του) φθάνοντας στη θέωση, χωρίς παράλληλα να παύει να είναι άνθρωπος και κτίσμα.

Κατά τον Μέγα και Ουρανοφάντορα Βασίλειο, «πρωταρχικόν καθήκον του νου είναι να αποκτήση επίγνωσιν του θεού, τοιάυτην φυσικά επίγνωσιν, όση είναι δυνατή προκειμένου περί δύο άκρως ανομοίων όντων, του ελαχίστου από την μίαν πλευράν και του απειρομεγέθους από την άλλην. Σημειωτέον όμως ότι αυτή η γνώσις δεν είναι νοησιαρχική, αλλά πνευματική, και διά τούτο δύναται να ευρίσκεται εις συσχετισμόν με την πνευματικόν εμπειρίαν. Μεταξύ θείας ενεργείας, γνώσεως, πίστεως, προσκυνήσεως, υπάρχει στενή αλληλουχία κατά την οποίαν εκάστη λειτουργία παράγεται από την αμέσως προηγούμενην και ευρίσκεται επίσης εις αλληλεξάρτησιν με όλας τας άλλας».

Η συχνή επίκληση του ονόματος του Ιησού κάνει τη λαμπρότητα της Μεταμορφώσεως να διεισδύει μέσα σε κάθε πτυχή της ζωής του ανθρώπου. Αρχικά μεταμορφώνει τη σχέση του προσευχόμενου με τον υλικό κόσμο που την περιβάλλει και ακολούθως με τους συνανθρώπους του.

Ο καθηγητής Μ. Μπέγζος γράφει: «Η ζωή είναι σχέση. Ζεί μόνο ό,τι σχετίζεται, δηλαδή επικοινωνεί, ανταλλάσσει ενέργεια με το περιβάλλον του και ζει τόσο χρόνο, όσο διαρκεί αυτή η σχέση. Τα δύο ιδιώματα της ζωής είναι η σχέση και η ενέργεια» (Μπέγζου Μάριου, Νεοελληνική Φιλοσοφία της Θρησκείας, Θεολογία, Τεχνολογία και Ιδεολογία, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998, σελ. 230).

Και συνεχίζει: «Η ύπαρξη είναι συνύπαρξη. Τίποτα δεν υπάρχει, καθετί συνυπάρχει· δεν ζει μόνο του, αλλά συζεί, και μάλιστα όχι με το όμοιό του, αλλά με το ανόμοιό του, το διαφορετικό, ακόμα και με το αντίθετό του, το Άλλο. Ο άνθρωπος με το συνάνθρωπο, τον άλλο άνθρωπο, με τον κόσμο, με το Θεό» (Αυτόθι, σελ. 230).

Μέσω της αυτογνωσίας ο προσευχόμενος δύναται να φθάσει σε μία “σχετική” γνώση του εαυτού του, ν’ αγγίξει τον αυτοπροσδιορισμό του ως κτίσμα. Μπορεί να φθάσει στη φυσική γνώση της Δόξας του Θεού και ακόμη να διανοηθεί “απόλυτο Ον”. Εδώ όμως συναντάει το αξεπέραστο όριο, αφού η γνώση του Θεού είναι η χαρισματική πράξη της αποκαλύψεώς του. Η θεία πρωτοβουλία, η “γνώση” του ανθρώπου απ’ τον Θεό, είναι εκείνη που θα κάμει να αναβλύση ως απάντηση του ανθρώπου ο όνομα του Θεού. «Η αποκάλυψη αυτή πηγάζει από την Θεία φιλανθρωπία, από την προαιώνια απόφασή της να σαρκωθεί με τόπο της τον κατ’ εικόνα Θεού άνθρωπο. Έτσι ο άνθρωπος, μέσω της προσευχής λαμβάνει τη δωρεά της πίστεως και ως φυσικό επακόλουθο της έμφυτη χάρη της «θεωρητικής δεκτικότητας» (Ευδοκίμοφ Παύλου, Η Ορθοδοξία, σελ. 64).

 

Αυτό το “σχετικό μέτρο” της γνώσης του Θεού που προσφέρεται ως δωρεά στον άνθρωπο μεταμορφώνει ολόκληρη την κτίση σε ναό του Θεού και σε λατρευτική κιβωτό σωτηρίας. Οι προσευχές των Αγίων και Γερόντων της Ορθοδοξίας τοποθετούν τον άνθρωπο στα πλαίσια μιας κοσμικής λειτουργίας στην οποία όλη η κτίση γίνεται ναός και δοξολογία του Θεού. Σε αυτή την ευχαριστιακή σύναξη οι προσευχές των Αγίων και ιδιαίτερα η μεσιτεία της Παναγίας δύνανται να μεταβάλλουν ακόμα και την ίδια την “θέληση” του Θεού.

Ο προσευχόμενος, ως ελεύθερο ον, κατευθύνεται φυσικά και αβίαστα προς τον Θεό διότι ως φύση δεν έχει ανάγκη επιλογής, αφού γνωρίζει φυσικώς το αγαθό. Γι΄ αυτό ο άνθρωπος ποθεί συνεχώς και ακορέστως την κοινωνία μέσω της προσευχής με τον Τριαδικό Θεό διότι μυείται στον εμπειρικό δρόμο της ενώσεως μαζί Του.

Ο Γέρων Χερουβείμ Καράμπελας θυμάται: «Η ακόλουθη σκηνή θα μείνη ανεξίτηλη στην μνήμη μου: Ένας λευκογένης ασκητής, πολύ ηλικιωμένος, δεν εφορούσε παπούτσια. Κρύωνε υπερβολικά και είχε τυλίξει τα πόδια του με τσουβάλια. Κάποια στιγμή πλησίασε στην υποτυπώδη θερμάστρα, που υπήρχε εκεί, και προσπαθούσε να θερμάνη τα κοκκαλιασμένα πόδια του. Μένοντας όμως εκεί για αρκετή ώρα, απορροφημένος στην προσευχή, χωρίς να το αντιληφθή, τα τσουβάλια πύρωσαν, άρπαξαν φωτιά και άρχισαν να καίγονται! Οι νεότεροι τρέξαμε αμέσως και σβήσαμε την φωτιά. Ευτυχώς τα πόδια του γέροντος δεν έπαθαν εγκαύματα.

Εκτός από εμάς που τρέξαμε αμέσως, για να τον βοηθήσουμε, οι άλλοι πατέρες δεν έκαναν καμμιά κίνησι. Ίσως να μην αντελήφθησαν καν το γεγονός. Αφοσιωμένοι στην λατρεία του Θεού, συνέχιζαν την αγρυπνία με το κεφάλι σκυμμένο στο στήθος και με το κομποσχοίνι στο χέρι, που δουλεύεται ακούραστα…» (Καράμπελα Χερουβείμ, Από το Περιβόλι της Παναγιάς, σελ. 195-196).