Ο Γέροντας εδώ από το μοναστηράκι του με της ψυχής τα μάτια έβλεπε τον πατέρα μου που προσευχόταν και είπε χαρούμενος στους άλλους: «Κάποιος χριστιανός εκεί πάνω στον Προφήτη Ηλία προσεύχεται-προσεύχεται, όμως δεν θ’ αργήσει, όπου νάναι θα ‘ρθει». Και πράγματι μπήκε σε λίγο ο πατέρας μου και ο Γέροντας γελώντας είπε: «Νάτος ο καλός χριστιανός» και τον αγκάλιασε.
Τον πατέρα μου τον έστελνε η γιαγιά μου – πριν τον πόλεμο του ’40 – και τον έλεγε: «Πήγαινε να γνωρίσεις ένα καλό καλογεράκο που ήρθε στη Σίψα». Ήταν πολύ πιστός ο πατέρας μου, αλλά στον Γέροντα δεν ερχόταν.
Όταν γνώρισε ο Γέροντας τον πατέρα μου, του είπε αποκαλυπτικά: «Γιώργο, περιμένεις τον αδελφό σου τον Θεόδωρο να ‘ρθει από την Τουρκία, που τον αφήσατε είκοσι χρονών παλληκάρι; Εσύ τον περιμένεις να ‘ρθεί, αλλά δεν έρχεται, ο Θεόδωρος είναι σκοτωμένος. Είναι σ’ ένα σταυροδρόμι γυμνός και περιμένει, δεν τον στείλατε τίποτε, για να πάει στον προορισμό του και γι’ αυτό ακόμη περιμένει».
Ο πατέρας μου έμεινε άφωνος με την αποκάλυψη αυτή. Ήταν τότε που οι υπόλοιποι από την οικογένεια είχαν ξεκινήσει για την προσφυγιά, εκείνος έμεινε πίσω και στον δρόμο οι Τούρκοι τον σκότωσαν. Εδώ ο πατέρας μου μετά τον περίμενε χρόνια με λαχτάρα κάποια μέρα να τον ξαναδεί.
Τότε ρώτησε τον Γέροντα: «Τώρα τι πρέπει να κάνουμε πάτερ;». «Σε μία εβδομάδα μέσα θα τα κάνουμε όλα· τα τριήμερα, τα εννιάμερα, τα σαράντα και τον χρόνο. Θα κάνεις και φαγητά, ό,τι μπορείς. Θα κάνεις ένα κασελάκι και θα βάλεις μέσα χώμα από το μνήμα της μάνας σου, θα το φέρεις εδώ και θα τα κάνουμε όλα».
Και όπως είπε, έγινε. Ο Γέροντας διάβασε όλες τις ευχές, και έκανε όλα τα μνημόσυνα. Και σάβανα μας ζήτησε να φέρουμε, για να σαβανώσει κάποιον φτωχό.
Του πατέρα μου ο πατέρας, ο παππούς μου, που ήταν παπάς, έλεγε το εξής: κάποτε δύο δικά μας παλληκάρια, που τα κυνηγούσαν οι Τούρκοι να τα σκοτώσουν, έτρεξαν να κρυφτούν στο σπίτι μας. «Πάτερ, σώσε μας», τον παρακάλεσαν. Η γιαγιά μου, που είχε δεκατέσσερα παιδιά και τα παπλώματά τους τα είχε διπλωμένα στη γωνιά, εκεί ανάμεσα προσεκτικά τους έκρυψε. Όταν έφτασαν οι Τούρκοι που τα κυνηγούσαν και τον ρώτησαν, αν είδε δύο παλληκάρια, εκείνος δεν είπε απλώς «όχι», αλλά ορκίστηκε πως δεν τους είδε.
Αργότερα, μετά από χρόνια, όταν ο πατέρας μου ήρθε στον Γέροντα, εκείνος μόλις τον είδε είπε: «Ο πατέρας σου έκανε μεγάλη αμαρτία. Επειδή ήταν παπάς δεν έπρεπε να ορκιστεί, για να σώσει τα δύο παλληκάρια, που και πάλι δεν τα έσωσε, γιατί μετά οι Τούρκοι τα βρήκαν κάπου αλλού και τα σκότωσαν». Απορούσε και θαύμαζε ο πατέρας μου, πώς αυτός ο φτωχός καλόγερος ήξερε γεγονότα τόσο παλαιά και τόσο μακρυνά από εδώ.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 263, 265 (αποσπάσματα).