Μια διαδικασία «διακοινοτικών συνομιλιών» που άρχισαν μετά την Τουρκική εισβολή, ηλικίας πέραν των σαράντα ετών, κατέληξαν πρόσφατα , μετά τον δεύτερο κύκλο συνομιλιών στην Ελβετία, σε αδιέξοδο. Και ενώ όλοι αναμέναμε να αναθεωρήσουμε την πορεία μας, συρόμαστε και πάλι σε επικίνδυνους ακροβατισμούς, αποδεχόμενοι τυφλά όσα από καιρό εξήγγειλε ο κατοχικός ηγέτης ως οδικό χάρτη των διαπραγματεύσεων και αποδεχόμενοι όλες ανεξαίρετα τις απαιτήσεις του.
Ενώ στις 30 Νοεμβρίου, αλλά και κατά τη διάρκεια της ημέρας της 1ης Δεκεμβρίου, επαναλαμβανόταν κατά κόρον εκ μέρους της Κυβέρνησης και του ιδίου του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι επιστροφή στις διαπραγματεύσεις θα γινόταν για τη συζήτηση όλων των εκκρεμούντων θεμάτων, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων για το περιουσιακό καθώς και συμφωνία επί του εδαφικού, προκειμένου να υποβληθεί χάρτης, από την Τουρκική πλευρά και μετά, και εφόσον τα δύο μέρη θα έφταναν σε ακτίνα συμφωνίας, θα καθοριζόταν ημέρα σύγκλησης πολυμερούς διάσκεψης για τις εξωτερικές πτυχές του προβλήματος, και ενώ ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος διακήρυσσε ότι «η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας σε πολυμερή διάσκεψη είναι εκ των ων ουκ άνευ», το βράδυ της 1ης Δεκεμβρίου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέτρεψε τα πάντα, τρεπόμενος εις άτακτον φυγή, σε ένα δείπνο προδοσίας αρχών και ταυτόχρονα προδοσίας μιας Ιστορίας 3500 ετών Ελληνισμού στην Κύπρο. Απεδέχθη όσα ο εγκάθετος της κατοχής από καιρό, σε συντονισμό με την Άγκυρα, διατυμπάνιζε και εξήγγειλε. Απεδέχθη απροϋπόθετα τη σύγκληση πενταμερούς και όχι πολυμερούς διάσκεψης πριν ακόμη υποβληθεί χάρτης από την Τουρκία, αγνόησε την Κυπριακή Δημοκρατία, θεωρώντας την και αυτός ως εκλιπούσα, και απεδέχθη εμπράκτως τις εγγυήσεις αφού συζητά με τις «εγγυήτριες» δυνάμεις.
Λέγεται από πολλούς ότι το πάθος του ποτού οδήγησε τον Πρόεδρο, στις μεταμεσονύχτιες ώρες, στην απροϋπόθετη αποδοχή όλων των όρων του κατακτητή. Δεν συμμερίζομαι αυτή την εκδοχή γιατί παρών στο δείπνο ήταν και ο διαπραγματευτής της πλευράς μας ο οποίος ούτε παραιτήθηκε ούτε καν διαμαρτυρήθηκε. Φαίνεται ότι ο Πρόεδρος υλοποιεί ένα πρόγραμμα που ξεκίνησε από το 2004, με σκοπό να δικαιώσει τη στάση που τήρησε έναντι του σχεδίου Ανάν. Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι παραπλανηθήκαμε. Κάθε φορά που υποχωρούσε-και πάντοτε οι υποχωρήσεις του ήταν οικειοθελείς, χωρίς πίεση από την άλλη πλευρά και χωρίς διαπραγμάτευση-, δεχόμασταν, έστω και με σφιγμένη καρδιά, τις δικαιολογίες του. Τώρα, όμως, η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο. Για μένα θα ήταν συνειδητή προδοσία αν δικαιολογούσα και την τελευταία ακατανόητη και ακατανόμαστη πράξη του Προέδρου. Γι’ αυτό και θα ήθελα, αφού εκφράσω τόσο τις απόψεις μου για την μέχρι σήμερα πορεία του εθνικού μας θέματος όσο και τις εισηγήσεις μου για το μέλλον, να παρακαλέσω όλους, όπως συναισθανόμενοι την κρισιμότητα της κατάστασης απευθυνθούμε ομόφωνα προς τον λαό, τους πιστούς μας, υποδεικνύοντας, ως Εκκλησία, τρόπους εξόδου από το αδιέξοδο και εμπνέοντας του θάρρος για αντιμετώπιση της Τουρκικής βουλιμίας.
Διαχρονικά σταθερή είναι η θέση της Τουρκίας ως προς την Κύπρο. Εξάλλου και εμείς, ως Ιερά Σύνοδος, το διαπιστώσαμε και το διακηρύξαμε με προηγούμενη απόφασή μας: Η Τουρκία επιδιώκει την κατάκτηση και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου.
Ο Περικλής Νεάρχου, στο βιβλίο του «Η Ελλάδα σε κίνδυνο», γράφει ότι λίγο μετά την εισβολή, αντιπροσωπεία επιφανών Τουρκοκυπρίων επεσκέφθη τον πρωθυπουργό της εισβολής Ετζεβίτ, και του ζήτησε να ανακηρύξει επισήμως τη διχοτόμηση, όπως ήταν ο Τουρκικός στόχος μέχρι τότε. Ο Ετζεβίτ τους απάντησε ότι μετά την εισβολή, που είχε κάνει πράξη τη διχοτόμηση, δεν συνέφερε πλέον στην Τουρκική πλευρά η διχοτόμηση. Τους είπε ότι μια λύση χωριστού κράτους και συνομοσπονδίας, υπό την εγγύηση της Τουρκίας, θα εξασφάλιζε καλύτερα τα Τουρκικά συμφέροντα, εφόσον η Τουρκική πλευρά θα είχε «ίσο» λόγο πάνω σε ολόκληρη την Κύπρο και ταυτόχρονα θα επιτυγχανόταν γεωπολιτική έξωση της Ελλάδας από την Ανατολική Μεσόγειο. Συμπλήρωνε επί πλέον: «Μια τέτοια λύση αφήνει ανοικτή την προοπτική για τον έλεγχο στο μέλλον ολόκληρης της Κύπρου από την Τουρκία»(Π.Νεάρχου, «Η Ελλάδα σε κίνδυνο»,σελ.170).
Μα και το περίφημο σχέδιο Νιχάτ Ερίμ, από το 1956, προβλέπει την «ανάκτηση» της Κύπρου. Η επιδίωξη αυτή προβλέφθηκε να επιτευχθεί σε έξι στάδια. Δυστυχώς το σχέδιο υλοποιείται χωρίς παρεκκλίσεις. Μένουν τώρα οι τελευταίες πινελιές σ’ αυτό: Επιδιώχτηκε και επιτεύχθηκε η μη απόδοση της Κύπρου στην Ελλάδα. Το 1956 διεξαγόταν, όπως θυμάστε, ο αγώνας της ΕΟΚΑ για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ήταν το πρώτο στάδιο, η πρώτη επιδίωξη. Κατορθώθηκε ύστερα η απόκτηση δικαιωμάτων της Τουρκίας επί της νήσου, με τη συνθήκη της Ζυρίχης, όπως ήταν η δεύτερη επιδίωξη. Τέτοια δικαιώματα δεν είχε η Τουρκία γιατί τα είχε απεμπολήσει με τη συνθήκη της Λωζάνης. Πέτυχε, κατόπιν,με την Τουρκοανταρσία του 1963, να συγκεντρώσει σε θυλάκους τους Τουρκοκυπρίους, που ήταν σκορπισμένοι σε ολόκληρη την Κύπρο(τρίτη επιδίωξη). Θεράπευσε την Τουρκική αριθμητική μειονεξία στην Κύπρο, κουβαλώντας από το 1974 μέχρι σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες εποίκους(τέταρτη επιδίωξη). Έχει αδιαμφισβήτητα τον στρατιωτικό έλεγχο της περιοχής, όχι μόνο στην κατεχόμενη γη μας αλλά και στην ΑΟΖ μας και όλη την περιοχή. (Πέμπτος στόχος). Μένει ο πλήρης πολιτικός έλεγχος της Κύπρου που επιδιώκει να αποκτήσει με τη συγκατάθεσή μας.
Ο τέως Τούρκος πρωθυπουργός Νταβούτογλου ξεκάθαρα είπε πως και ένας Τούρκος να μην υπήρχε στην Κύπρο, το ενδιαφέρον της Τουρκίας για τη νήσο θα ήταν δεδομένο.
Ποια λοιπόν εμπιστοσύνη θα μπορούσαμε να έχουμε, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, για κατάληξη σε μια συμφωνία που να διασφαλίζει το μέλλον του Ελληνισμού στην Κύπρο; Η πείρα μας λέγει ότι η Τουρκία ουδέποτε σεβάστηκε την υπογραφή της. Έκαμε πολλές συμφωνίες τις οποίες αθέτησε από την πρώτη στιγμή. Παίρνει ό,τι την συμφέρει από τη συμφωνία και καταπατεί όλους τους άλλους όρους. Συμφώνησε στην κατάπαυση του πυρός στις 22 Ιουλίου 1974, όταν είχαν ήδη δημιουργήσει προγεφύρωμα που ένωνε την Κερύνεια με τη Λευκωσία. Συνέχισε, όμως, την προέλασή της προς τον Καραβά, τη Λάπηθο και άλλες περιοχές. Και όταν απεβίβασε στρατό και οπλισμό ξεκίνησε απροκάλυπτα τη δεύτερη φάση της εισβολής. Σεβάστηκε την Γ΄Βιέννη; Προνοούσε η συμφωνία την επιστροφή στην Καρπασία και παραμονή εκεί 20.000 Ελλήνων κατοίκων της. Όταν μετέφερε τους Τουρκοκύπριους από τις ελεύθερες περιοχές στα κατεχόμενα, όχι μόνο δεν επέτρεψε την επιστροφή και επανεγκατάσταση των Καρπασιτών που είχαν φύγει, αλλά και έδιωξε όλους όσους είχαν εγκλωβιστεί εκεί. Υπέγραψε συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση για παρεμπόδιση της ροής προσφύγων-μεταναστών προς την Ευρώπη, έναντι σημαντικών ανταλλαγμάτων, και καθημερινά είμαστε μάρτυρες ροής τέτοιων προσφύγων όχι μόνο προς την Ελλάδα αλλά και προς την Κύπρο.
Όταν το 2004 απορρίπταμε το σχέδιο Ανάν, αυτό οφειλόταν κυρίως στην αδυναμία εγγύησης της εφαρμογής της λύσης. Όταν από την πρώτη ημέρα επρονοείτο κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας μπορούσε κάποιος να εμπιστευτεί την αποχώρηση, ύστερα από χρόνια, κάποιων στρατευμάτων κατοχής ή την μακροχρόνια επιστροφή, έστω και του περιορισμένου αριθμού των προσφύγων που προνοούσε το σχέδιο, στις εστίες τους;
Κάθε λύση, επομένως, που θα επιδιωχθεί δεν θα πρέπει να αφίσταται του διεθνούς δικαίου και δεν θα πρέπει με κανένα τρόπο να αφήνει προοπτική επέμβασης της Τουρκίας για διάλυση του Κράτους.
Χωρίς να έχω πολιτική παιδεία, παρακολουθώντας απλώς τα γεγονότα, με τη λογική ενός μέσου ανθρώπου, νομίζω ότι με τρεις κυρίως τρόπους επιδιώκει η Τουρκία την κατάληψη και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου:
α) Πρώτα με την αποδοχή εκ μέρους μας μιας λύσης που να προνοεί κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιουργία εξ υπαρχής ενός νέου κράτους. Όσο υπάρχει η Κυπριακή Δημοκρατία συνυπάρχουν και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που τη θωρακίζουν και δεν μπορεί η Τουρκία να νομιμοποιήσει την κατοχή. Ο μόνος τρόπος να απαλλαγεί η Τουρκία από τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις αυτές είναι η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το νέο κράτος που θα προκύψει θα είναι αθωράκιστο. Για να προσφύγει στα Ηνωμένα Έθνη ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα θέλει τη συγκατάθεση του Τουρκοκυπριακού «συνιστώντος κρατιδίου», που δεν θα την έχει. Και κατά την πάγια τακτική τους, αμέσως μετά τη συμφωνία, οι Τούρκοι, θα αθετήσουν την υπογραφή τους. Μη έχοντας τότε πού να προσφύγουμε, αφού με τη διάλυση του νέου κράτους θα είμαστε κοινότητα και όχι κράτος, θα γίνουμε όμηροι της Τουρκίας. Γι’αυτό και δεν θα πρέπει να παρασυρθούμε με κανένα τρόπο σε μια τέτοια λύση.
β) Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο οι Τούρκοι επιχειρούν υλοποίηση του στόχου τους είναι ο εποικισμός. Οι μαρτυρίες των ίδιων των Τουρκοκυπρίων-όσοι απ’αυτούς απέμειναν- είναι ότι σήμερα, πέραν του στρατού κατοχής, υπάρχουν στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου και ένα εκατομμύριο έποικοι. Ο κ.Γιαννάκης Μάτσης και η υπηρεσία της οποίας προΐσταται μπορεί να επιβεβαιώσει το γεγονός και να δώσει πολλές λεπτομέρειες. Αυτό σημαίνει ότι είναι περισσότεροι από μας σε πληθυσμό. Το 2007, ο τότε εκπρόσωπος του Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών Μάϊκλ Μώλλερ είχε πει στον κ. Μιχαλάκη Λεπτό, στην παρουσία μου, ότι ο πληθυσμός στα κατεχόμενα ήταν περαν των 500.000. Και αυτό το συμπέραναν τα Ηνωμένα Έθνη, όπως μας είπε, κυρίως από τον αριθμό κινητών τηλεφώνων. Έκτοτε ο εποικισμός συνεχίστηκε με εντατικούς ρυθμούς. Ο εποικισμός αποτελεί, βέβαια, έγκλημα πολέμου και καταδικάζεται απ’όλα τα κράτη. Επιχειρούν όμως, οι Τούρκοι, νομιμοποίησή του, με διάφορους τρόπους. Προβάλλουν ήδη τις δικαιολογίες ότι κάποιοι γεννήθηκαν εδώ, κάποιοι παντρεύτηκαν, κλπ. Αν συνεχίσουμε να μην αντιδρούμε δυναμικά, ως προς το θέμα αυτό, κάποια στιγμή θα έχουμε την τύχη της Αλεξανδρέττας. Αφού φέρουν με το μέρος τους τούς ισχυρούς της γης, έχοντας την πλειοψηφία του πληθυσμού, οι Τούρκοι θα επιδιώξουν ενιαίο κράτος και δημοψήφισμα. Ο καθηγητής Βασίλης Κατσαρός, Ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τώρα καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Εκκλησίας της Κύπρου,ως ιστορικός, μας λέει ότι το 1908 στην Αλεξανδρέττα, επαρχία τότε της Συρίας, ζούσαν 8000 Τούρκοι και 2.500.000 Σύροι(Άραβες). Οι Αγγλογάλλοι, θέλοντας να έχουν την Τουρκία με το μέρος τους σε έναν ενδεχόμενο Παγκόσμιο Πόλεμο, ανέθεσαν σ’αυτή μιαν εποπτεία στην περιοχή. Σε 30 χρόνια, το 1938, η Τουρκία άλλαξε τον δημογραφικό χαρακτήρα της περιοχής. Έφερε Τούρκους, έδιωξε τους ντόπιους, ζήτησε και πέτυχε δημοψήφισμα και κατέστησε την Αλεξανδρέττα επαρχία της Τουρκίας. Αν δεν αντισταθούμε αποτελεσματικά στα εποικιστικά σχέδια της Τουρκίας θα έχουμε και εμείς την τύχη της Αλεξανδρέττας.
γ) Και τέλος, θα επιδιώξουν τον στόχο τους, με τη μέθοδο του εκφοβισμού. Θα πράξουν ότι έπραξαν στην Ίμβρο και στην Τένεδο, αναγκάζοντάς μας να φύγουμε στο εξωτερικό για εξασφάλιση ασφάλειας για τα παιδιά μας. Η παραμονή των Ελλήνων της Ίμβρου και Τενέδου στα νησιά τους εξασφαλιζόταν με τη συνθήκη της Λωζάνης. Θα είχαν ευρείες ελευθερίες, σχολεία, αυτοδιοίκηση κλπ. Οι Τούρκοι τότε πήραν τις φυλακές υψίστης ασφαλείας στην Ίμβρο. Τη μια νύκτα άφησαν να διαφύγει ένας βαρυποινίτης που σκότωσε κάποιον Έλληνα, την άλλη άφησαν άλλον που βίασε μιαν Ελληνίδα, με αποτέλεσμα σιγά-σιγά ο Ελληνικός πληθυσμός να φύγει. Έτσι θα επιδιώξει και στην Κύπρο η Τουρκία. Προκαλώντας προβλήματα στη γραμμή αντιπαράταξης, ή με τους Τούρκους και τους λαθρομετανάστες που διατηρούν ως εγκάθετους στις ελεύθερες περιοχές, θα δημιουργήσουν κλίμα ανασφάλειας και πανικού στις τάξεις του λαού με μόνο τρόπο αντίδρασης την φυγή.
Το πόσο εμείς υπνώττουμε, ή εθελοτυφλούμε, ενώ τα σχέδια της Τουρκίας είναι ξεκάθαρα, ακόμα και για τους ξένους, φαίνεται από το εξής περιστατικό, που όσες φορές κι αν το αφηγηθώ, ανατριχιάζω στην αφήγησή του: Ο προηγούμενος Πατριάρχης Αντιοχείας, ο μ. Ιγνάτιος, λόγω των πολλών δυσκολιών που αντιμετώπιζε το ποίμνιό του στη Συρία, σκεφτόταν ότι κάποτε θα αναγκαζόταν να φύγει από τη Δαμασκό, έδρα του Πατριαρχείου κατά τα τελευταία χρόνια. Έλεγε, λοιπόν, πριν από 15 περίπου χρόνια στον τότε Μητροπολίτη Πάφου, τον σημερινό Αρχιεπίσκοπο, ότι σκέψη του, παλαιότερα, ήταν να μεταφέρει την έδρα του στην Κύπρο. Τώρα, όμως, έλεγε, φοβάμαι ότι θα σας διώξουν πριν από μας. Εκείνος έβλεπε από τότε, πριν 15 χρόνια, και τους σχεδιασμούς και την πολιτική των Τούρκων. Εμείς εξακολουθούμε να υπνώττουμε. Απόδειξη αυτής της αφασίας στην οποία περιήλθαμε, είναι και το γεγονός ότι ουδέποτε καταγγείλαμε τον αριθμό των ψηφοφόρων κάθε φορά που γίνονται οι λεγόμενες εκλογές στα κατεχόμενα. Κάθε φορά ο αριθμός αυξάνει με την προσθήκη και άλλων εποίκων. Με τη σιωπή μας αναγνωρίζουμε τη νομιμότητα των εποίκων, έστω κι αν ύπουλα ενεργώντας η Τουρκία, δεν τους παρουσιάζει όλους αυτή τη στιγμή.
Η Κύπρος βρίσκεται, χωρίς αμφιβολία, αυτή τη στιγμή στην κρισιμότερη φάση της εθνικής της ζωής. Ο Ελληνισμός της Κύπρου βρίσκεται, σήμερα, σε τροχιάν αφανισμού από τον τόπο στον οποίο ζει εδώ και 35 αιώνες.
Έχουμε υποχρέωση να αντισταθούμε στην υλοποίηση των Τουρκικών στόχων και να τους ματαιώσουμε. Οφείλουμε να αναχαιτίσουμε την ψυχολογική κατάρρευση του λαού, να ανορθώσουμε το ηθικό του, να του εμπνεύσουμε πίστη στις δυνάμεις του.
Παρασυρθήκαμε στη διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών με στόχο όχι την αποκατάσταση των δικαιωμάτων του λαού μας, αλλά τον συμβιβασμό με την αρπαγή και την αδικία. Αυτό εδραίωσε την διεθνή προπαγάνδα της Τουρκίας για τη φύση του Κυπριακού προβλήματος, παρουσιάζοντάς το σαν διακοινοτική διαφορά και θέτοντας τόν εαυτό της στο απυρόβλητο. Παίρνει μάλιστα τα εύσημα, από τον διεθνή παράγοντα, ως ενθαρρύνουσα τη λύση του προβλήματος. Το πόσο πέτυχε σ’αυτό τον στόχο της η Τουρκία, με τη δική μας συνέργεια, φαίνεται και από τις μέχρι σήμερα υποβληθείσες προτάσεις για λύση του Κυπριακού, αλλά και από τις δικές μας διεκδικήσεις: Ούτε υπαινιγμός για εισβολή και κατοχή, ούτε λόγος για εποικισμό και εθνικό ξεκαθάρισμα. Διακηρύττουμε με μια δόση δικαιολογίας προς τον λαό μας και απολογίας προς τους ξένους ότι το πρόσφατο ναυάγιο των συνομιλιών στην Ελβετία επήλθε γιατί οι Τούρκοι επέμεναν στην επιστροφή 55 και όχι 75 χιλιάδων προσφύγων. Και ότι είμασταν πολύ κοντά στη συμφωνία για το ποσοστό του εδάφους που θα επιστρεφόταν. Σε ποιο δίκαιο και σε ποια δημοκρατική βάση στηρίζονται όλα αυτά;
Την τακτική της κατοχικής δύναμης είχε αντιληφθεί έγκαιρα ο Εθνάρχης Μακάριος. Πιεζόμενος κι εκείνος από τον διεθνή παράγοντα και έχοντας υποσχέσεις για παρεμβάσεις προς την Τουρκία, δέχτηκε τη διαδικασία των συνομιλιών. Όταν διαπίστωσε, όμως, τους σχεδιασμούς και την τακτική της Τουρκίας, δεν δίστασε να κηρύξει τον μακροχρόνιο αγώνα και να τον αφήσει ως σωστική παρακαταθήκη στον λαό του. Η συνέχιση, έκτοτε, των συνομιλιών οδήγησε στη σταδιακή αποδοχή όλων των απαιτήσεων των Τούρκων, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Η αποδοχή μιας διεκδίκησής τους, οδηγεί σε άλλη, πιο προχωρημένη διεκδίκηση, απ’αυτούς. Κι εμείς εξακολουθούμε να παίζουμε το παιχνίδι τους.
Είναι γεγονός πως τα συγκριτικά υλικά μεγέθη, με αντίπαλο την Τουρκία, είναι συντριπτικά σε βάρος μας, όπως, εξ άλλου, ήταν πάντα στην ιστορική διαδρομή του Ελληνισμού. Είναι, όμως, επιλογή η παράδοση γιατί ο αντίπαλος είναι ισχυρός; Στην Ιστορία μας, αποδείχτηκε πολλές φορές, ότι το ψυχικό σθένος καταβάλλει τον αριθμό. Και όπως φάνηκε ξεκάθαρα και κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού μας αγώνα, όταν υπάρχει πίστη σε σκοπό, τα όπλα και τα πυρομαχικά του εχθρού αποδεικνύονται άχρηστα σιδερικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποδεικνύω προσφυγή σε ένοπλο αγώνα.
Ιδιαίτερα σήμερα που στην περιοχή μας γίνονται κοσμοϊστορικές ανακατατάξεις από τις οποίες υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να προκύψει μια αποδυναμωμένη Τουρκία, ποιος ο λόγος να επειγόμαστε να λύσουμε πάραυτα το Κυπριακό με Τουρκικούς όρους; Αφού δεν μπορούμε αυτή τη στιγμή να πετύχουμε κάτι το καλύτερο από την υφιστάμινη κατάσταση ας παραμείνουμε όπως είμαστε περιμένοντας καλύτερες συγκυρίες και ας παύσουμε να διαπραγματευόμαστε τη διάλυση του Κράτους μας.
Όπως ορθά επισημαίνει, ήδη από την αρχαιότητα, ο Θουκυδίδης, οι πόλεμοι, συνήθως, δεν εξελίσσονται όπως ήταν η πρόβλεψη των εμπνευστών τους. Απρόοπτοι και αστάθμητοι παράγοντες αναδεικνύουν αδυναμίες, για τους μεγάλους, και ευκαιρίες για τους μικρούς. Στο χέρι μας είναι, λοιπόν, να μεταβάλουμε την κατάσταση. Φτάνει να εργαστούμε μ’όλη τη δύναμη της ψυχής μας και να αξιοποιήσουμε όλα τα δεδομένα, όπως διαγράφονται σήμερα, προς τον σκοπό αυτό. Να πιστέψουμε ότι τα εθνικά μας δίκαια δεν παραγράφονται, όσος χρόνος κι αν περάσει.
Χωρίς να παραγνωρίζουμε την επιβαλλόμενη σύνεση στις κινήσεις και στις προσπάθειες μας, άλλο τόσο θα πρέπει να αγνοήσουμε τις φωνές των λεγόμενων ρεαλιστών για «αμετακίνητα τετελεσμένα», και οι οποίοι θεωρούν ως «εθνική αυτοκτονία» κάθε αντίσταση στα σχέδια του κατακτητή. Η εθνική αντίσταση δεν υπήρξε ποτέ και δεν είναι εθνική αυτοκτονία. Αντίθετα θα πρέπει να είναι η πρώτη προτεραιότητα της ζωής μας.
Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να ζητήσουμε και να πιέσουμε προς την κατεύθυνση της αλλαγής πλεύσης του αγώνα μας. Οι συνομιλίες, όπως γίνονται, δεν οδηγούν πουθενά. Ήταν ο σχεδιασμός της κατοχικής δύναμης για αποτελμάτωση του θέματος μας, για αποπροσανατολισμό και ημών των ιδίων, και των ξένων. Κάθε υποχώρησή μας, οδηγεί σε νέες διεκδικήσεις των Τούρκων. Στους συμβιβασμούς δεν υπάρχει τέρμα όταν υπάρξει αρχή. Για να υπάρξει τέρμα και στην αρχή, που ο δόλος της Τουρκίας και των συμμάχων της μάς παρέσυρε, πρέπει να πάρουμε την μεγάλη απόφαση της αλλαγής, όχι τακτικής στις συνομιλίες, όπως η ηγεσία μας επαγγέλλεται, αλλά πλεύσης. Δεν θα πρέπει, εξάλλου, να ξεχνούμε ότι προκειμένου περί ανίσων μερών, η συμβιβαστικότητα είναι πάντοτε εις βάρος του αδυνάτου. Ισχύει τούτο και για τις λεγόμενες εποικοδομητικές ασάφειες, σε ενδιάμεσες συμφωνίες. Οφείλουμε λοιπόν να πιέσουμε σε επαναφορά του θέματός μας ως θέματος εισβολής και κατοχής, με αίτημα την απελευθέρωση και όχι την επανένωση. Να απαιτήσουμε για τον λαό μας ό,τι απολαμβάνουν όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι. Αν όλοι οι Ευρωπαίοι δικαιούνται να έχουν ελεύθερη διακίνηση, ελεύθερη εγκατάσταση και ελεύθερη απόκτηση περιουσίας σε όλη την Ευρώπη γιατί εμείς να στερούμαστε αυτών των δικαιωμάτων μας; Και αν για όλους παντού ισχύει «ένας άνθρωπος μία ψήφος» γιατί εμείς να μην έχουμε αυτό το δικαίωμα; Μπορούν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας να αντιτεθούν σ’ένα τέτοιο αίτημά μας που θα τεκμηριώνεται πλήρως; Αφού, όμως, εμείς συμβιβαζόμαστε με όλο και λιγότερα, ποιος ο λόγος να μεριμνούν εκείνοι; Τους παρέχουμε το τέλειο άλλοθι για να αδρανούν.
Η αλλαγή πλεύσης, έστω και την υστάτη, από την υποχωρητικότητα και την ηττοπάθεια, προς την αντίσταση και τη διεκδικητικότητα, απαιτεί, ασφαλώς, νέα εθνική στρατηγική, συσπείρωση όλων των δυνάμεων και θυσίες κομματικών θέσεων και φιλοδοξιών.
Τις πιο πάνω θέσεις συμμερίζονται, σήμερα, πολλοί. Είναι η διακηρυγμένη θέση των κομμάτων του λεγόμενου ενδιάμεσου χώρου αλλά είναι και η θέση πολλών, πιθανότατα και της πλειοψηφίας, που ανήκουν στα δύο μεγαλύτερα κόμματα. Επειδή, όμως, κάθε κόμμα, πέραν από το εθνικό θέμα, έχει και άλλους στόχους και επιδιώξεις, πράγμα που το διαφοροποιεί από τα άλλα κόμματα και δεν του επιτρέπει συνένωση μ’ αυτά, οφείλουμε ως Εκκλησία να προτείνουμε και να προσφέρουμε υπερκομματική στέγη σ’ όσους έχουν τις ίδιες απόψεις μ’ εμάς στο εθνικό θέμα. Να δημιουργήσουμε πλειοψηφικό ρεύμα για τη συγκεκριμένη λύση που προτείνουμε. Κάθε άνθρωπος ας μείνει στο κόμμα του. Να προσπαθήσουμε να συνταχθεί μαζί μας, όμως, ως προς την επιδιωκόμενη λύση, για τη σωτηρία του τόπου. Θα πρέπει, ως Εκκλησία, να σταματήσουμε να προσκολλόμαστε στο λιγότερο επιβλαβές κόμμα ή το λιγότερο επικίνδυνο πολιτικό πρόσωπο. Το πράξαμε στην περίπτωση του σημερινού Προέδρου και οδηγηθήκαμε στην χείριστη θέση που έφτασε ποτέ το εθνικό μας θέμα. Οφείλουμε να καθοδηγήσουμε τον λαό προβάλλοντας ξεκάθαρα τις θέσεις μας. Μέσα από εκείνους που θα τις ασπαστούν είμαι σίγουρος ότι θα βρεθούν νέοι ηγέτες οι οποίοι δεν θα εκβιάζονται και δεν θα εξαρτώνται από τους ξένους.
Νομίζω πως δεν μπορούμε πια να αναβάλλουμε τη λήψη ευθαρσούς θέσης στο εθνικό μα ς πρόβλημα. Η Ιστορία και η παράδοση της Αυτοκεφάλου Εθναρχούσας Εκκλησίας μας δεν θα μας συγχωρήσουν περαιτέρω ολιγωρία. Έχουμε υποχρέωση να απευθυνθούμε με κοινή δήλωση προς τον πιστό λαό του Θεού. Εισήγησή μου είναι να σταλεί και Συνοδική Εγκύκλιος προς τον λαό πριν από τη νέα φάση των συνομιλιών.
Εισηγούμαι επίσης τη σύσταση τριμελούς ή και πενταμελούς επιτροπής εξ αρχιερέων η οποία υπό τον Αρχιεπίσκοπο να παρακολουθεί καθημερινά και να παρεμβαίνει στο εθνικό θέμα. Δεν είναι αυτό κάτι εκτός της αποστολής μας. Αντιθέτως είναι η κύρια αποστολή μας.