Ανήκει στις μεγαλύτερες ευλογίες και χαρές του Ουρανού: να δύναται ο άνθρωπος να ξεχνιέται, να βυθίζεται στην αγάπη και προσευχητική ενατένιση του Γλυκυτάτου Ιησού. Μια κατάσταση που επιτυγχάνεται διά της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος όταν υπάρχει ευδόκιμο έδαφος ταπεινώσεως στην ψυχή του πιστού και, συνάμα, όταν καλλιεργείται και, τρόπον τινά, «συντηρείται» αυτή διά της αδιαλείπτου προσευχής «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, και στηρίζεται, εδραιώνεται στην ανεπιτήδευτη καλοσύνη και απροσποίητη απλότητα, καταστάσεις, επίσης, πνευματικές, Θεού συναιρουμένου σε κάθε «αγαθό» και ευσυμπάθητο ιχνηλάτη των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας.
Διαβάζουμε στο Γεροντικό: «Ήλθε κάποτε ένας καμηλιέρης να πάρει τα πράγματα και να πάει σ᾿ άλλο τόπο. Ο αββάς μπήκε μέσα να του φέρει τη σειρά (=πλεξούδες, εργόχειρο μοναχού), την πήρε στο χέρι αλλά ξεχάσθηκε, γιατί ο νους του ήταν δοσμένος στον Θεό. Τον ενόχλησε σε λίγο ο καμηλιέρης, κτυπώντας την πόρτα αλλά και πάλι ο αββάς Ιωάννης μπαίνοντας ξεχάσθηκε. Στο τρίτο χτύπημα πια του καμηλιέρη, μπαίνοντας έλεγε: «Σειρά καμήλα, σειρά καμήλα»» (Το Μέγα Γεροντικόν, εκδ. Ησυχ. Γενέσιον της Θεοτόκου, Θεσσαλονίκη 1997, τόμος Γ’, σελ. 294).
Ο μακαριστός γέροντας Χερουβείμ Καράμπελας (1920-1979), στις νοσταλγικές αναμνήσεις του από το «Περιβόλι της Παναγίας», το Άγιον Όρος, γράφει: «Σε μια τέτοια ευκαιρία, κτύπησα την πόρτα, αλλά δεν έλαβα καμμία απάντησι. Σκέφθηκα ότι δεν θα έπρεπε να φύγω, μια και είχα πάει ως εκεί, αφού μάλιστα η πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη. Έσπρωξα λοιπόν λίγο και με προσοχή την πόρτα και αντίκρισα ένα εξαίσιο θέαμα: «Ο γερο-Άνθιμος ήταν αφοσιωμένος στην προσευχή. Κρατώντας το τριακοσάρι κομποσχοίνι του, στηριζόταν πάνω στο «τεμπελόξυλο». Μού φάνηκε κατάλευκος, μεταρσιωμένος, φωτεινός. Δεν αντελήφθη την παρουσία μου. Με ακόμη περισσότερη προσοχή προχώρησα και κάθησα στην απλωταριά, όπου συνηθίζαμε να συζητάμε, και περίμενα να τελειώση την μυστική και αγία εκείνη συνομιλία του με τον Θεόν» (Καράμπελα Χερουβείμ (Αρχιμ.), Από το Περιβόλι της Παναγίας, Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός 1997, σελ. 181).
Και μετά την παρέλευση ικανού χρονικού διαστήματος, ώστε ο άνθρωπος να σκεφθεί, να μείνει μόνος με τον εαυτό του και να αφουγκραστεί όσα η συνείδησή του φωνασκεί, καταμαρτυρεί ή επιβραβεύει, ιδού, η συνέχεια της διηγήσεως, διά της πένας του μακαριστού πλέον π. Χερουβείμ, του και κτήτορος έπειτα, διατελέσαντος, της Ιεράς Μονής του Παρακλήτου, στον Ωρωπό Αττικής: « Όταν με είδε έτσι αναπάντεχα στην καλύβη του, ξαφνιάστηκε. Ύστερα κάθησε κι αρχίσαμε την συζήτηση. Μού μίλησε για την αξία της προσευχής εξ αφορμής του γεγονότος εκείνου. Η κεντρική ιδέα των όσων μού είπε, ήταν η εξής: «Η ευχή του Ιησού θεώνει τον άνθρωπο, ενώ η προσευχή προς την Παναγία τον ετοιμάζει για την θέωσι»» (Αυτόθι, σελ. 181).
Είναι αλήθεια, τέτοιες αγιαστικές μορφές δεν έλειψαν, δεν απουσιάζουν και ούτε πρόκειται να εκλείψουν από τον Αγιώνυμο Άθωνα, αλλά και από την κτίση ολάκερη. Στέκουν και υπάρχουν γύρω και ανάμεσά μας, κρυφίως διάγουν και ησύχως πολιτεύονται, βιώνοντας τα χριστιανικά ιδεώδη και ασκούμενοι στο ασκητικό μονοπάτι της μόνωσης, της ολοκληρωτικής και αμέριμνης σχεδόν, εγκατάλειψής τους στην Πρόνοια του Θεού, στη Θεία Αυτού Βούληση.
Ο μακαριστός Επίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος, σε ένα από τα βιβλία του για τον Άθωνα και δη, την αγαπημένη Μονή της μετανοίας του, Μεγίστη Λαύρα, θυμάται: «Είναι μεγάλη αρετή και όχι λίγος ο αγώνας να βρίσκεσαι απ᾿ τις δύο μετά τα μεσάνυχτα στο Καθολικό, διανύοντας διαδρόμους και τρέχοντας υπό βροχή στην αυλή ή διασχίζοντας το χιόνι και τον φαρμακερό βοριά. Και σημειωτέον ότι τότε δεν υπήρχε θέρμανσις σ᾿ αυτό, «γιατί έτσι το βρήκαμε και γιατί αγώνας πνευματικός κατά της σαρκός και κατά του διαβόλου δεν γίνεται με καλοπέρασι, με θερμάστρες και θαλπωρές, αλλιώς θα έχουμε την τύχη εκείνου του αξιοθρηνήτου φἰλαυτου, που εγκατέλειψε τον χορό των 40 μαρτύρων, και φυσικά τον στέφανο του μαρτυρίου, για να καταφύγη στη ζεστασιά του λουτρού». Αυτά μάς έλεγαν οι γεροντάδες και προσέταζαν να φοράμε και δεύτερη φανέλλα και κανένα χοντρό κοντογούνι ή παλτό κάτω απ᾿ το ράσο, για ν᾿ αντέχουμε στις χειμωνιάτικες πολύωρες λαυριώτικες ακολουθίες» (Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, Γράμματα και Άρματα στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2000, σελ. 73-74).
Ειπώθηκαν πολλά και εγράφησαν περισσότερα και για τον μακαριστό γέρο-Βικέντιο, τον αγωνιστή μοναχό της Σκήτης της Αγίας Άννης. Πολύκλαυστος, ανεπιδιώκτως επιβλητικός στην απλότητά του, μειλίχιος, με το ευγενές και θάλπον ὐφος του, διαρκώς να αγωνιά και να αδημονεί για την σωτηρία της ψυχής του: «Ο γέρο-Βικέντιος ήταν γεμάτος φυσική απλότητα. Όπου κι αν βρισκόταν, προσευχόταν με δυνατή φωνή. Στα μονοπάτια, στο Κυριακό, στις συναντήσεις του με τους άλλους. «Σώσε με, Παναγία μου. Σώσε με. Ελέησέ με», τον ακούγαμε συχνά να φωνάζη. Η φωνή του έβγαινε με πόνο, με αγωνία, σαν από πληγωμένα στήθη. Η πονεμένη κραυγή του θύμιζε τα σοφά λόγια του αγίου Μακαρίου: «Εάν δε στενάξη η ψυχή και βοήση προς τον Θεόν, εξαποστέλλει αυτή τον πνευματικόν Μωϋσέα, τον λυτρούμενον αυτήν εκ της δουλείας των Αιγυπτίων. Αλλά πρώτον βοά και στενάζει και τότε της απολυτρώσεως την αρχήν λαμβάνει». Τον απασχολούσε ακατάπαυστα η υπόθεσις της σωτηρίας. Τού δημιουργούσε ψυχική οδύνη. Όταν συναντούσε κάποιον στον δρόμο, μετά το «ευλογείται», συνήθιζε να ερωτά με την βαρειά ρουμελιώτικη προφορά του, γιατί καταγινόταν από τα μέρη του Καρπενησίου: «Τι λες, ωρέ πάτερ, θα σωθούμε;». Τίποτε άλλο δεν έλεγε. Τίποτε άλλο δεν τον απασχολούσε. Ήταν ένας άλλος Εφραίμ Σύρος στην κατάνυξι» (Από το Περιβόλι της Παναγίας, σελ. 152-153).
Είναι αλήθεια και γεγονός αναντίρρητο, αυτή η φράση συνέχει καί τώρα, κυρίως δε, πολλά επέδρασε επάνω μου και εντός μου, κάθε που προσευχητικά ατενίζω το θείον Αυτού Έλεος και προσδοκώ Ανάσταση νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος: «Τι λες, ωρέ, θα σωθούμε;». Πάλι, ίσως είναι στιγμή να κλείνω το παρόντα λόγια, να τα μαζεύω, να συγκεντρώνομαι στον εαυτό μου. Η ακόλουθη αναφορά εκ του Γεροντικού, πολύ ενισχύει αυτή μου την απόφαση: «Κάποιος αδελφός είπε στον αββά Ποιμένα: «Αν δω κάτι, το βλέπεις σωστό να μιλήσω γι᾿ αυτό;». Ο Γέροντας τού λέει: «Είναι γραμμένο ότι όποιος εκφράσει γνώμη, πριν τού δώσουν τον λόγο, προδίδει αμυαλοσύνη και είναι ντροπή του. Αν σε ρωτήσουν, μίλησε, αλλιώς σώπαινε»» (Το Μέγα Γεροντικόν, σελ. 110).
Και ως, αγαπητοί συνοδοιπόροι προς τον Ουράνιον Νυμφώνα, έχω γράψει ξανά και πάλιν, άλλον καλύτερο και πλέον αντιπροσωπευτικό τρόπο να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου, δεν εβρήκα, που να εκφράζει όσα ο νους και η ψυχή μου αναζητά και με πίστη ακόρεστη ορέγεται, παρά ετούτη τη φράση, που, άμποτε, να δώσει ο Πανάγιος Θεός, να γίνει εις όλους μας προσευχητάρι αέναο, μέριμνα και φροντίδα πνευματική, καθημερινή, αδιάλειπτη, ακούραστη, ολόθερμη και καρδιακή: «Αγαπητοί συνοδοιπόροι προς τον Ουράνιον Νυμφώνα, τι λέτε, ωρέ, θα σωθούμε;».