Ως Υιός του Θεού είναι αδιάσπαστα ενωμένος με το Θεό Πατέρα: «Εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν» (Ιω. 10:30). Έρχεται στον κόσμο, για να εκπληρώσει το θέλημα του Πατέρα (Ιω. 6:38). Και εκπληρώνει το θέλημα του Πατέρα προσφέροντας τον εαυτό του «υπέρ της του κόσμου ζωής» (Ιω. 6:51).
Χωρίς το Χριστό κανείς δεν μπορεί να προσεγγίσει τον Πατέρα (Ιω. 14:6). Όποιος όμως γνωρίζει το Χριστό γνωρίζει και τον Πατέρα. Και όποιος βλέπει το Χριστό βλέπει τον Πατέρα: «Ει εγνώκειτέ με, και τον Πατέρα μου εγνώκειτε αν. Και απ’ άρτι γινώσκετε αυτόν και εωράκατε αυτόν… ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα» (Ιω. 14:7-9). Παράλληλα όμως ο Χριστός, αποκαλύπτοντας στους ανθρώπους την αγάπη του Θεού Πατέρα και προσφέροντας τη ζωή του για τη σωτηρία και ανακαίνισή τους, φανερώνεται και ο ίδιος ως Πατέρας των ανθρώπων.
Η πατρική αυτή ιδιότητα του Χριστού, που λησμονήθηκε σχεδόν στη νεώτερη θεολογία, είναι βασική για τη θεώρηση της θείας πατρότητας. Ο Χριστός, που είναι ο νέος Αδάμ και ο Πατέρας της καινής ζωής των ανθρώπων, δεν έχει επίγειο πατέρα, αλλά μόνο επίγεια μητέρα, την Παρθένο. Αυτό σημαίνει ότι στην καινή κτίση, που εγκαινιάζεται με την έλευση του Χριστού στον κόσμο, καταργείται η επίγεια πατρότητα και εισάγεται η παρθενική μητρότητα. Την πατρότητα του παλαιού Αδάμ, που νικιέται από το θάνατο, αντικαθιστά η πατρότητα του νέου Αδάμ, που νικά το θάνατο. Ενώ τη μητρότητα της Εύας, που κληροδοτεί το θάνατο, αντικαθιστά η μητρότητα της Παναγίας, που γεννά τη ζωή.
Στη νέα αυτή ζωή η ενότητα του Χριστού με τον Πατέρα αποτελεί το πρότυπο της ενότητας των πιστών μεταξύ τους. Αυτό είναι άλλωστε και το αίτημα της αρχιερατικής προσευχής του Κυρίου: «Ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, Πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν» (Ιω. 17:21). Η ενότητα αυτή, που προσφέρεται στους πιστούς ως δωρεά του Τριαδικού Θεού και τους κάνει αδελφούς, γίνεται δυνατή μόνο εν Χριστώ. Η δωρεά όμως της ενότητας προβάλλει ταυτόχρονα και ως αίτημα, που καλούνται οι πιστοί να ζήσουν στην καθημερινή τους ζωή. Είναι το δεδομένο και ταυτόχρονα το ζητούμενο της συμμετοχής τους στο σώμα του Χριστού.
Η πίστη λοιπόν στο Χριστό δημιουργεί αδελφικές σχέσεις στα μέλη της Εκκλησίας. Όταν ζει ο Χριστιανός την πίστη αυτή, ζει και τις αδελφικές σχέσεις με όλα τα μέλη της Εκκλησίας.
Με τη δύναμη της θείας πατρότητας και με το μυστήριο της παρθενικής μητρότητας εγκαινιάζεται το νέο γένος των ανθρώπων, το γένος των τέκνων του Θεού. Οι άνθρωποι ενοποιούνται με την πατρότητα του ουράνιου Πατέρα, που παραμερίζει κάθε επίγεια πατρότητα. Ο Θεός είναι ο μόνος Πατέρας των ανθρώπων και μόνο σ’ αυτόν ανήκει δικαιωματικά το όνομα του Πατέρα.
Ταυτόχρονα όμως ο Θεός είναι εκείνος, «εξ ου πάσα πατριά εν ουρανοίς και επί γης ονομάζεται» (Εφ. 3:15). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει και επίγεια πατρότητα. Αυτή όμως βρίσκει το νόημα και την καταξίωσή της, όταν εντάσσεται στην προοπτική της ουράνιας πατρότητας· όταν βοηθάει τον άνθρωπο να γνωρίσει ή να διατηρήσει την ουράνια πατρότητα. Γι’ αυτό και η υψηλότερη μορφή επίγειας πατρότητας, η πνευματική, θεωρείται από την Εκκλησία ως σύμβολο της θείας πατρότητας. Ο πνευματικός πατέρας υπάρχει στην Εκκλησία ως τύπος ή σύμβολο του Θεού.
Στη σύγχρονη κοινωνία η έννοια του πνευματικού πατέρα σχεδόν λησμονήθηκε. Αλλά και η έννοια του πατέρα γενικότερα παραποιήθηκε και συνδέθηκε με την καταπίεση και την καταδυνάστευση. Αντίστοιχα η επανάσταση εναντίον του πατέρα, είτε στο πρόσωπο των φυσικών γονέων είτε στο πρόσωπο οποιουδήποτε ανωτέρου κληρικού ή λαϊκού, γνώρισε την αποκορύφωσή της. Η κατάσταση αυτή εμποδίζει ασφαλώς την αναφορά του ανθρώπου στο Θεό Πατέρα. Αλλά και από την άλλη πλευρά αποτελεί μια καλή αφορμή για την αποκατάσταση των σωστών σχέσεών του με το Θεό Πατέρα.
Στο πρόσωπο του Χριστού και στη σχέση του με το Θεό Πατέρα βρίσκει ο άνθρωπος την αληθινή πατρότητα και το αληθινό περιεχόμενο των σχέσεων του γιού με τον πατέρα. Σε αντίθεση προς κάθε έννοια καταπιέσεως ή καταδυναστεύσεως, με την οποία συνδέθηκε η έννοια του πατέρα, στην εν Χριστώ οικονομία παρουσιάζεται η πατρότητα ως απεριόριστη αυτοπροσφορά αγάπης του Πατέρα προς τον Υιό, και η υιότητα ως απεριόριστη αυτοεγκατάλειψη του Υιού στο θέλημα του Πατέρα. Ο Θεός Πατέρας προσφέρει τα πάντα στον Υιό (Ιω. 13:3. 16:15). Αλλά και ο Υιός ενεργεί εξολοκλήρου κατά το θέλημα του Πατέρα (Ματθ. 26:30. Ιω. 5:30. 6:38).
Ο Χριστός, που φανέρωσε στον κόσμο το Θεό Πατέρα και φανερώθηκε ο ίδιος ως πατέρας και αδελφός των ανθρώπων, δε μένει έξω από τη ζωή του πιστού, αλλά τον προσεγγίζει με τη συγκεκριμένη μορφή του πνευματικού πατέρα και αδελφού. Και πάλι όμως δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο πνευματικός πατέρας είναι ταυτόχρονα και πνευματικός αδελφός. Αν ο Χριστός, που είναι Θεός και δημιουργός των ανθρώπων, δεν επιβάλλει τη θεία πατρότητα ως εξωτερική αυθεντία, αλλά την αποκαλύπτει με αγάπη ως αδελφός των ανθρώπων, ο πνευματικός πατέρας, που είναι δημιούργημα και παιδί του Θεού, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να ενεργεί διαφορετικά. Έτσι άλλωστε είδαν και καλλιέργησαν την πνευματική πατρότητα οι Πατέρες της Εκκλησίας.
Η πατρική αγάπη ενώνει τον πνευματικό πατέρα με τα πνευματικά του τέκνα. Και η ανταπόκριση του πνευματικού τέκνου στην αγάπη του πνευματικού πατέρα διατηρεί την ενότητά του με αυτόν και με τους πνευματικούς αδελφούς του. Το πνευματικό τέκνο προσφέρει ελεύθερα τη θέλησή του στη θέληση του πνευματικού του πατέρα και βρίσκει έτσι την ελευθερία και την καθολικότητα του προσώπου του στην καθολικότητα της ελεύθερης αυτοπροσφοράς του: «Μη έχοντας δικό του θέλημα», σημειώνει ο Αββάς Δωρόθεος, «κάνει πάντοτε το δικό του θέλημα, γιατί ό,τι και αν γίνεται, τον αναπαύει, μια που δεν θέλει τα πράγματα να γίνονται όπως θέλει, αλλά τα θέλει όπως γίνονται» (1). Τέλος όλοι μαζί, πνευματικός πατέρας και πνευματικά τέκνα, είναι μεταξύ τους αδελφοί, γιατί είναι τέκνα του Χριστού, που έγινε αδελφός των ανθρώπων και τους κατέστησε τέκνα του Θεού Πατέρα. Έτσι η πνευματική πατρότητα διακονεί την εν Χριστώ αδελφότητα και η πνευματική αδελφότητα αναδύεται από τη βίωση της εν Χριστώ υιοθεσίας.
Βέβαια η ιδιότητα του πνευματικού πατέρα δεν αποτελεί κανένα διοικητικό ή γραφειοκρατικό αξίωμα, αλλά πνευματικό λειτούργημα. Η ιδιότητα αυτή προϋποθέτει την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Χωρίς την κοινωνία αυτή δεν υπάρχει πνευματική πατρότητα, όπως δεν υπάρχει και πνευματική αδελφότητα ή γενικότερα πνευματική ζωή.
Ο Χριστός, που είναι Πατέρας και αδελφός των Χριστιανών, είναι ταυτόχρονα ο αδιαίρετα ενωμένος με τον Πατέρα Υιός, ο Παντοκράτωρ Κύριος: «Ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης, τα ορατά και τα αόρατα… τα πάντα δι’ αυτού και εις αυτόν έκτισται· και αυτός εστί προ πάντων, και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκεν» (Κολ. 1:17). Όλα λοιπόν ανήκουν στο Χριστό. Και όλοι οι άνθρωποι είναι δημιουργήματά του. Αν δεν γίνονται ή δεν παραμένουν και παιδιά του, είναι κάτι που λυπεί το Χριστιανό, χωρίς όμως να τον απελπίζει. Η αγάπη του απέναντί τους, ως φανέρωση της αγάπης του προς τον κοινό Πατέρα και Δημιουργό του κόσμου, πρέπει να είναι αληθινή και αμέριστη.
«Ο αγαπών τον Θεόν», λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «ου δύναται μη και πάντα άνθρωπον ως εαυτόν αγαπήσαι» (2). Η αγάπη του αληθινού Χριστιανού δε γνωρίζει φραγμούς, αλλά ξεχύνεται απεριόριστα. Εκδηλώνεται ως «καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως, υπέρ των ανθρώπων και των ορνέων και των ζώων και των δαιμόνων, και υπέρ παντός κτίσματος» (3).
Τέλος η καθολική αυτή αγάπη δεν είναι καμιά αφηρημένη θεολογική ή κοινωνική αρχή, αλλά συγκεκριμένη σχέση με συγκεκριμένα πρόσωπα και πράγματα. Ως αδελφός του Χριστού ο πιστός αγκαλιάζει ολόκληρη την κτίση. Η αγάπη του είναι η αλήθεια της προσωπικής του ζωής. Και το κεφάλαιο της αγάπης του είναι ο ίδιος ο Χριστός, από τον οποίο προέρχονται και προς τον οποίο κατευθύνονται τα πάντα (βλ. Κολ. 1:16). Η απόσπαση της αγάπης από το Χριστό, στον οποίο βρίσκεται η υποστατική αρχή του σύμπαντος κόσμου, οδηγεί αναπότρεπτα στην αλλοτρίωση ή και στην πλήρη διαστροφή της.
(1) Ρήματα διάφορα εν συντόμω, PG 88, 1810BC.
(2) Κεφάλαια περί αγάπης 1,13, PG 90, 964B.
(3) Ισαάκ Σύρου, Λόγος 81, έκδ. Ι. Σπετσιέρη, σ. 306.
Από το βιβλίο: Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη Πνευματική Ζωή, εκδ. ΠΟΥΡΝΑΡΑ, σελ. 51 (αποσπάσματα ).