Ο πρώτος νεκρός ιερέας στον ελληνοαλβανικό μέτωπο
Οι ιερείς μοιράστηκαν όλες τις κακουχίες με τους Έλληνες φαντάρους. Έκαναν λειτουργίες και έψελναν αντί σε ιερές τράπεζες σε απλές πέτρες, χτυπούσαν τις καμπάνες, λειτουργούσαν χωρίς άμφια, χωρίς δισκοπότηρα χωρίς εκκλησιαστικά βοηθήματα. Πολεμούσαν στο μέτωπο, έθαβαν τους νεκρούς, αλλά κυρίως εμψύχωναν τους στρατιώτες είτε σε έρημα εξωκλήσια, είτε στα χιονισμένα βουνά….
«Θεέ μου συγχώρεσε με, μη με πάρεις σήμερα, είμαι ατελής”. Η συγκινητική ιστορία του αρχιμανδρίτη Χρυσόστομου Τσοκώνα που πολεμούσε και προσευχόταν στον πόλεμο του 40. Ο κλήρος είχε τη δική του συμμετοχή στο Έπος του 1940. Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου επιστρατεύθηκαν πολλοί ιερείς βρέθηκαν στο μέτωπο.
Οι κληρικοί μοιράστηκαν όλες τις κακουχίες με τους Έλληνες φαντάρους. Το μόνο από το οποίο ξεχώριζαν, ήταν ένας μικρός σταυρός στο δίκοχο. Ο αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τσοκώνας, ήταν από τους πιο εμβληματικούς κληρικούς, που πήραν μέρος στον αντιφασιστικό αγώνα στα βουνά της Αλβανίας.
Πάλευε κάθε μέρα με τις τύψεις του και η παρουσία του ήταν πολύ σύντομη, αφού σκοτώθηκε τον πρώτο μήνα του πολέμου. Ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τσοκώνας στρατεύθηκε από τους πρώτους στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Καθημερινά πάλευε με τις τύψεις του. Έχασε τη ζωή του σε βομβαρδισμό στις 25 Νοεμβρίου 1940 Καταγόταν από το Δελβινάκι της Ηπείρου και πριν τον πόλεμο ζούσε και ιερουργούσε στη Λευκάδα. Ήταν μόλις 27 ετών και τον Αύγουστο είχε χειροτονηθεί Αρχιμανδρίτης. Οι πρώτες μέρες του πολέμου του 1940 τον βρήκαν στο 40ό Σύνταγμα Ευζώνων Άρτας με το βαθμό του Υπολοχαγού.
Συμμετείχε σε όλες τις πορείες σαν απλός στρατιώτης. Ζωνόταν από τη μια τα βόλια και από την άλλη τον σταυρό και πήγαινε στην πρώτη γραμμή, εμψυχώνοντας τους στρατιώτες. Τις λίγες μέρες που υπηρέτησε στο μέτωπο, κατέγραφε τον σκληρό εσωτερικό του αγώνα και τις τύψεις, που ένιωθε, στο ημερολόγιο του: “Μα πώς είναι δυνατόν, εγώ που χθες ήμουνα στο ναό του Υψίστου σήμερα να βρίσκομαι εδώ κρατώντας ένα όπλο. Μα Θεέ μου συγχώρεσε με, μη με πάρεις σήμερα, είμαι ατελής” . Σε όλες του τις ημερολογιακές καταγραφές γράφει στο τέλος: “Θεέ μου άφησε μου λίγο χρόνο μου ακόμα να διορθωθώ, μη με πάρεις”. Στις 24 Νοεμβρίου1940, στο Κεράσοβο Πωγωνίου η διμοιρία του βρήκε καταφύγιο σε ένα εκκλησάκι, μαζί με άλλους Έλληνες φαντάρους. Στρατιώτης που επέζησε αφηγείται το περιστατικό: “Περνάνε αεροπλάνα και βομβαρδίζουν σαν δαίμονες πάνω απ’ τα κεφάλια μας.
Οι βόμβες λυσσάνε, μα πέφτουν πιο πέρα μες στη χαράδρα. Τη νύχτα, ενώ κοιμόμαστε σε μια μικρή εκκλησιά, ήρθαν μέσα κάτι στρατιώτες και στριμωχτήκανε κοντά μας. Έβρεχε ο Θεός, ο ύπνος ήρθε γρήγορα κι όλη νύχτα νιώθαμε ζεστασιά. Την αυγή πού ξυπνάμε βλέπουμε να μπαίνει μέσα ένας νέος παπάς, μούσκεμα από την βροχή. Απορούμε και μαθαίνουμε κάτι το πρωτάκουστο. Ο παπάς είχε έρθει με τους άλλους στρατιώτες και βλέποντας τόσους σ’ ένα πολύ στενό χώρο, για να μην ενοχλήσει κανέναν, προτίμησε να μείνει ολονυχτίς έξω από το εκκλησάκι, χωρίς αντίσκηνο. Μόλις τον βλέπουμε σ’ αυτήν την κατάσταση, σηκωνόμαστε όλοι ορθοί και σκύβουμε μπροστά του. Εκείνος κάνει τον σταυρό του, μας καλημερίζει, ανάβει ένα κερί και προσεύχεται μπροστά στην εικόνα του Χριστού για την ειρήνη του κόσμου και την αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους. Τον νιώθουμε σαν Χριστό και τον βάνουμε για πάντα στα κατάβαθα της ψυχής μας. Του φιλήσαμε όλοι τα χέρια, πήραμε την ευχή του”. Μνημείο στο σημείο που σκοτώθηκε ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τσοκώνας, κοντά στο χωριό Περιστέρι Την επόμενη μέρα, ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τσοκώνας αναχώρησε μαζί με άλλους στρατιώτες για το χωριό Περιστέρι. Δεν έφτασε ποτέ. Βρήκε τον θάνατο μετά από ιταλικό βομβαρδισμό. Ήταν 25 Νοεμβρίου 1940.
Οι κληρικοί στο μέτωπο “Το ελληνικό έθνος βρίσκεται σε επιστράτευση. Από το κάλεσμα δεν μπορεί να λείπει ο ιερός κλήρος ο οποίος σε κάθε σε κάθε σημαντική στιγμή του έθνους έδινε πάντα το παρόν» έγραφε σε εγκύκλιο του προς τους εφημέριους όλων των ναών της χώρας, αμέσως με την ιταλική επίθεση ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρύσανθος. Πέρα από την επίσημη θέση της εκκλησίας, πολλοί απλοί κληρικοί στρατεύθηκαν στην πρώτη γραμμή. Μαζί με τον σταυρό τους πήραν και το όπλο τους. Η μοναδική διάκριση τους ήταν ένας σταυρός στο δίκοχο. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Αρχιεπισκοπής 87 ιερείς παρουσιάστηκαν ως εθελοντές στο μέτωπο, ενώ δεκάδες άλλοι βρίσκονταν ήδη από τον καιρό της ειρήνης τοποθετημένοι σε διάφορα συντάγματα.
Οι ιερείς μοιράστηκαν όλες τις κακουχίες με τους Έλληνες φαντάρους. Έκαναν λειτουργίες και έψελναν αντί σε ιερές τράπεζες σε απλές πέτρες, χτυπούσαν τις καμπάνες, λειτουργούσαν χωρίς άμφια, χωρίς δισκοπότηρα χωρίς εκκλησιαστικά βοηθήματα. Πολεμούσαν στο μέτωπο, έθαβαν τους νεκρούς, αλλά κυρίως εμψύχωναν τους στρατιώτες είτε σε έρημα εξωκλήσια, είτε στα χιονισμένα βουνά….