Ο Θεός δεν δημιούργησε τον θάνατο

  • Dogma
ιστορία

Αφού ο θάνατος είναι καθολικό το φαινόμενο, δεν είναι άραγε εξ υπαρχής μέσα στη φύση μας; Με άλλα λόγια, δεν δημιούργησε ο Θεός τον θάνατο;

Απαντούν αρνητικά και οι Γραφές και η Παράδοση και η ίδια μας η φύση. Η Λειτουργία του Μ. Βασιλείου το αποκρούει κατηγορηματικά και επιγραμματικά στη σύντομη αναδρομή και περίληψη της τραγικής Ιστορίας του γένους μας – και στο τέλος δίνει τη λύση του δράματος. Εύχεται ο ιερέας “μυστικώς”: «…Όταν έπλασες τον άνθρωπο, αφού πήρες χώμα από τη γη [με ειδική δηλαδή φροντίδα και όχι όπως την υπόλοιπη Κτίση] και τον τίμησες με την εικόνα Σου, ω Θεέ, τον έβαλες στον Παράδεισο της τρυφής, αφού του υποσχέθηκες αθανασία ζωής και απόλαυση αιωνίων αγαθών με την τήρηση των εντελών Σου. Αλλά επειδή παρήκουσε Σένα τον αληθινό Θεό, που τον έκτισες, και υπήχθη στην απάτη του όφεως, και νεκρώθηκε δια των ιδίων του παραπτώσεων, τον εξόρισες με τη δικαιοκρισία Σου, ω Θεέ, από τον Παράδεισο στον κόσμο τούτο και τον επέστρεψες στη γη από την οποία πάρθηκε [Γεν. 2.7-3.24], οικονομώντας του [τεχνευόμενος για χάρη του] τη σωτηρία [που προήλθε] από την αναγέννηση δια του ίδιου του Χριστού Σου» (Ευχή μετά την α’ της αγίας αναφοράς).

Συμπυκνωμένα τα νοήματα της εξαίσιας ευχής. Ας αναλύσουμε λίγο τα πράγματα.

Αποφαίνεται η Σοφία Σολομώντος ότι «ο Θεός δεν έκανε θάνατο, ούτε τέρπεται στην απώλεια των ζωντανών» (1.13). Αληθινά, πώς ο φιλάνθρωπος Κύριος ήταν δυνατό να χαιρεκακεί στον αφανισμό του πλάσματός Του; «Αυτά λέει ο Κύριος: Δεν θέλω τον θάνατο του ασεβούς, όπως [αντίθετα θέλω] ν’ αποστραφεί ο ασεβής από την οδό του και να ζει… Γιατί πεθαίνετε, οίκος του Ισραήλ;» (Ιεζ. 33.11). Αν δε ο Δημιουργός δεν θέλει τον πραγματικό θάνατο (δηλαδή τον χωρισμό και απομάκρυνση του ανθρώπου από την Αυτοζωΐα, τον Θεό), δεν θέλει και τον βιολογικό θάνατο, μια που «έκτισε τον άνθρωπο προς αφθαρσία» που λέει η Σοφία Σολομώντος (2.23).

Μα αν έτσι έχουν τα πράγματα, πώς παρεισέφρησε ο θάνατος στην πορεία του ανθρώπου; Επεξηγεί συνεχίζοντας η Σοφία Σολομώντος: «Ο Θεός έκτισε τον άνθρωπο προς αφθαρσία και τον έκανε εικόνα της δικής Του ιδιότητος. Από τον φθόνο δε του διαβόλου ο θάνατος εισήλθε στον κόσμο» (2.23-24) σ’ εκείνες τις χαοτικές στιγμές της παρακοής των πρωτοπλάστων. Πέσαμε στην ενέδρα που μηχανεύθηκε και ραδιούργησε ο μισόκαλος, αφού «ανθρωποκτόνος ην απ’ αρχής» (Ιω. 8.44). «Διότι αν μεν, όπως έκανε ο Θεός θνητή [με δυνατότητα να γίνει θνητή] τη φύση, έτσι έκανε και τον θάνατο, δεν θα ήταν [δεν θα ερχόταν] δια της παρακοής ο θάνατος. Και εάν ο Θεός την παρακοή [που επέφερε τον θάνατο] δεν την έκανε, ούτε άρα τον θάνατο» (Ιουστίνου Αμφιβαλλόμενα Αποκρ. Ορθ. 32). Πολύ ισχυρό το λογικό συμπέρασμα του αρχαίου απολογητικού κειμένου δια της εις άτοπον απαγωγής.

Αλλά και η ίδια η φύση αποδεικνύει ότι ο θάνατος δεν μας είναι εγγενής. Η λαχτάρα της ζωής και η αποστροφή και απέχθειά μας προς τον θάνατο αποδεικνύει τρανότατα ότι είναι ξένο φαινόμενο, επείσακτο, εμβόλιμο, κάθε άλλο παρά οικείο σε μας.

Μετερχόμαστε το παν για ν’ αποφύγουμε τον θάνατο. Λ.χ. μας απασχολεί σοβαρό θέμα της υγείας μας. Γιατί; Γιατί έστω και οι μικρές αρρώστιες είναι δείγμα της φθαρτότητάς μας, προάγγελοι του θανάτου – «από το νύχι τον λέοντα» (Αλκαίος 113 στο Μέγα Λεξικόν Δημητράτου, λ. όνυξ) θάνατο που κατασπαράζει τους πάντες.

Ο θάνατος λοιπόν εισέβαλε σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή της Ιστορίας μας, «το δε κέντρον του θανάτου η αμαρτία» (Α’ Κορ. 15.56).

Από κει και πέρα οι αμαρτωλοί πρωτόπλαστοι δεν χωρούσαν πια στον Παράδεισο, δεν είχαν τόπο στον τόπο της παναγιότητος, κοντά στον παντέλειο Θεό. Η παρακοή έκοψε τον μακαριότατο δεσμό με τον Κτίστη – αυτή η ανθρώπινη μακαριότητα «έτρωγε» τον εισηγητή της παρακοής, τον απατεώνα διάβολο, που είχε εκπέσει από αυτήν προηγουμένως και για τούτο φθονούσε τους μέχρι τότε άπτωτους και συνεπώς πανευτυχείς γενάρχες μας.

Σημειωτέον ότι ο Θεός τους είχε προειδοποιήσει για τα αποτελέσματα της τυχόν παραβάσεώς τους (έτσι που ήσαν αναπολόγητοι): «Όποια μέρα θα φάτε από αυτό (το απαγορευμένο δένδρο) θα πεθάνετε με θάνατο» (Γεν. 2.17). Ο άνθρωπος δηλαδή θα πέθαινε αμέσως πνευματικά, αργότερα δε και σωματικά, σύμφωνα με το «Γη είσαι [αφού πλάσθηκες από το χώμα] και στη γη θα απέλθεις» (Γεν. 3.19).

Ο άνθρωπος διώχνεται από τον Παράδεισο για έναν ακόμη λόγο. «Σκέφτεται» ανθρωπομορφικά ο Ύψιστος «Και τώρα μήπως τυχόν απλώσει το χέρι του και πάρει από το δένδρο [το άλλο,] της ζωής, και φάει και ζήσει αιώνια» (Γεν. 3.32). Η Πατερική σκέψη ερμηνεύει πως η φθορά και ο θάνατος μπήκαν στο γένος μας «για να μην είναι αθάνατο το κακό. Και γίνεται φιλανθρωπία η τιμωρία. Γιατί έτσι εγώ πείθομαι ότι κολάζει ο Θεός», μας εκμυστηρεύεται ο Θεολόγος Γρηγόριος (Λόγος 38 Εις τα Θεοφάνεια 12)· δηλαδή για να μη γίνει ο θάνατος αθάνατος!

Τα πάντα διακηρύσσουν ότι η αμαρτία υπήρξε η αιτία του θανάτου του Αδάμ· «τα γαρ οψώνια της αμαρτίας [είναι] θάνατος» (Ρωμ. 6.23), και τότε επί Αδάμ και έκτοτε, κατά το κακό παράδειγμα του Αδάμ…

 

Ιερομόναχος Ιουστίνος

 

 

TOP NEWS