Στην Kυριακή προσευχή που είναι η πρώτη προσευχή την οποία όλοι μας από μικροί μαθαίνουμε, λέμε: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς…». Αποκαλούμε, δηλαδή, τον Θεό, Πατέρα μας που κατοικεί στον ουρανό. Όλοι είμαστε παιδιά Του και όλοι πρέπει να αναγνωρίζουμε την πατρότητά Του γιατί έτσι στηριζόμαστε, θωρακιζόμαστε και ωφελούμαστε.
Βέβαια, πολλοί άνθρωποι αρνούνται να Τον ομολογήσουν. Άλλοι πάλι δεν θέλουν να λένε ότι είναι χριστιανοί, είτε από αδιαφορία είτε από αισθήματα κατωτερότητας που αναφύονται μέσα τους. Τέτοιοι τύποι νωθροί και νωχελικοί, όπως είναι, αποφεύγουν να κάνουν οποιαδήποτε συζήτηση για τον Χριστό. Είναι αυτοί που κόπτονται υπέρ της ελευθερίας της θρησκευτικής έκφρασης και άλλων παρομοίων επιχειρημάτων, τα οποία όμως με λίγη καλή θέληση αποδεικνύονται έωλα και εύκολα καταρρίπτονται.
Μέσα από μία απλή ιστορία θα φανεί πόσο αγνώμονες μπορούμε να αποδειχθούμε πολλοί από εμάς με τα λόγια μας ή με την συμπεριφορά μας, έναντι ευεργεσιών που απολαμβάνουμε.
Ένας φτωχός πατέρας ζώντας σε ένα μακρινό χωριό, με πολύ κόπο και μόχθο σπούδασε τον πρωτότοκο γιό του, στην πρωτεύουσα. Προσπαθούσε, παρά τις στερήσεις και τις οικονομικές δυσκολίες, να του στέλνει τακτικά χρήματα και να τον βοηθάει για να τελειώσει γρήγορα τα μαθήματά του. Ήλθε ο καιρός που το παιδί τελείωσε και έπρεπε να ορκισθεί. Αφού έμαθε την ημερομηνία που θα έπαιρνε το πτυχίο, ειδοποίησε τον πατέρα του να έλθει με το άλογο από το χωριό, για να τον παραλάβει. Εκείνος χαρούμενος και υπερήφανος για την πρόοδο του γιού του, στόλισε με λουλούδια το άλογο και ετοιμάσθηκε να πάει στην πρωτεύουσα για να παραλάβει τον πτυχιούχο κανακάρη του! Ο γιός ήταν έτοιμος να ανέβει στο άλογο για να πάνε στο χωριό και ο πατέρας με δάκρυα στα μάτια ευχαριστούσε τον Θεό γιατί αξιώθηκε να δει τον γιό του επιστήμονα. Συγκινητικές στιγμές ζούσαν και οι δύο. Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό ξεκίνησαν για το χωριό, ο πατέρας πεζοπόρος και ο γιός καβαλάρης. Στον δρόμο που προχωρούσαν συνάντησαν ένα παλιό παιδικό φίλο συγχωριανό. Μετά από τόσα χρόνια βρέθηκαν πάλι μαζί και οι μνήμες ξαναζωντάνεψαν, ενώ η χαρά τους ήταν έκδηλη. Κάποια στιγμή, ο συγχωριανός ρωτάει τον φίλο του επιστήμονα: Έχω μία απορία! Αυτός που σε κουβαλάει με το άλογο, ποιος είναι»; «Είναι «ο αγωγιάτης μου»» του απαντά αμέσως ο καβαλάρης γιός, εννοώντας τον πεζοπόρο πατέρα του, τον άνθρωπο που παρά την φτώχεια και την δυσκολία του προσπαθούσε νύκτα μέρα να εργάζεται σκληρά για να μη στερηθεί τίποτε ο γιός του. Φαντάζεσθε την προσβολή του πατέρα και την απογοήτευσή του! Ο καλοντυμένος γιός, ο σπουδασμένος, ο επιστήμονας, δεν ήθελε να έχει πατέρα με ηλιοκαμμένο πρόσωπο και ροζιασμένα χέρια. Ντράπηκε να τον ομολογήσει μη τυχόν και τον παρεξηγούσαν, γι΄ αυτό και τον αποκάλεσε αγωγιάτη του!
Αλήθεια, πόσοι άνθρωποι κυκλοφορούν καθημερινά ανάμεσά μας οι οποίοι, αν και ευεργετημένοι, είτε αρνούνται, είτε φοβούνται να ομολογήσουν τον Χριστό; Δεν θέλουν να δείξουν στον περίγυρο τους ότι πιστεύουν, ότι διαβάζουν το Ευαγγέλιο, ότι έχουν σχέση με την Εκκλησία. Δεν θέλουν να τους θεωρούν οπισθοδρομικούς και καθυστερημένους. Στην πραγματικότητα, όμως, με τέτοιες συμπεριφορές, δείχνουν το σύμπλεγμα κατωτερότητας που τους διακατέχει.
Για τον άνθρωπο της πίστεως, ο Θεός είναι Αυτός που προστατεύει, που αγαπάει, που φυλάει. Είναι Αυτός που θυσιάστηκε για εμάς όλους τους αμαρτωλούς. Είναι Αυτός που πρέπει να Τον ευχαριστούμε και να Τον δοξολογούμε κάθε στιγμή της ζωής μας για όλες τις φανερές αλλά και για όλες τις αφανείς ευεργεσίες που τόσο πλουσιοπάροχα δίνει σε όλους μας. Είναι Αυτός που πρέπει να Τον ομολογούμε χωρίς φόβο και πάθος, γιατί σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα η τιμή και η προσκύνησις εις τους αιώνες των αιώνων. Εμείς θα εξακολουθούμε να Τον απαρνιόμαστε;