Dogma

Ο τρόπος της ζωής μας δείχνει ολιγοπιστία

Στην "Κιβωτό της Ορθοδοξίας"

Του Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια,

Μεγάλου Υμνογράφου της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας

 

Ηθική κρίση σημαίνει ολιγοπιστία, σημαίνει μη τήρηση των εντολών του Θεού, σημαίνει ασέβεια προς τους συνανθρώπους μας, σημαίνει ασέβεια προς τον ίδιο τον εαυτό μας, ασέβεια προς το φυσικό μας περιβάλλον.

Η ολιγοπιστία μας καθρεπτίζεται στον τρόπο ζωής μας. Λησμονούμε ότι είμαστε άνθρωποι φθαρτοί, άνθρωποι πρόσκαιροι, οι οποίοι σήμερα ζούμε και αύριο αποθνήσκουμε. Λησμονούμε ότι ήρθαμε στην γη, για να φύγουμε, και φεύγουμε, για να ζήσουμε. Έτσι, ζητούμε, αλλοίμονο, να αποκτήσουμε όλα τα αγαθά της γης, λες και αυτά θα μας χαρίσουν την αθανασία, την ευτυχία, την υγεία, την ειρήνη. Μοιάζουμε με τον άφρονα πλούσιο, αυτόν που ήθελε να γκρεμίσει τις αποθήκες του, για να κτίσει μεγαλύτερες, ώστε  να χωρούν τα αγαθά του. Η υπεραφθονία μάς τρώει, όπως το σαράκι το ξύλο. Ζημιά της ψυχής η υπεραφθονία αγαθών. Ζημιά που μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια της ψυχής, αφού «τι ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» (Ματθ. ιστ΄ 26).

Θαυμάζουμε αυτούς που ζούν «την μεγάλη ζωή», δηλαδή την ζωή των απολαύσεων, της τρυφής, των ανέσεων, του πλούτου, της χαράς, που όταν παραμένει επιδερμική και δεν προχωρήσει στην καρδιά, για να ριζώσει και να γίνει μόνιμη, δεν είναι γνήσια, δεν είναι αληθινή. Θαυμάζουμε τους ανθρώπους που ζουν στην επιφάνεια, στα φώτα της δημοσιότητος, σ’ αυτά που όταν σβήσουν αφήνουν στον άνθρωπο στο βαθύ σκοτάδι, στην αφάνεια, στο έρεβος της ψυχικής κενότητος. Τι θαυμάζεις, αδελφέ μου, αυτούς που η απόλαυσή τους είναι πρόσκαιρη, είναι παροδική, είναι σαν την ελαφριά αύρα που πρόσκαιρα δροσίζει τους πυρωμένους στο καμίνι της αμαρτίας;

Η μη τήρηση των εντολών του Θεού μάς μεταποιεί από εικόνες Του σε εικόνες του πονηρού. Είμαστε πλασμένοι και προορισμένοι να γίνουμε σύμμορφοι «της εικόνος του Υιού Αυτού» (Ρωμ. η΄ 29) και αντί να στοχεύουμε στο «καθ’ ομοίωσιν», δηλαδή στην τελειότητα και ομοίωση με τον άκακο και αναμάρτητο Θεό μας, κατεβαίνουμε στο επίπεδο των ζώων με την αμαρτωλή και αναίσχυντη ζωή μας. Αντί να ζητούμε επιτακτικά από τον Θεό μας «Πρόσθες ημίν πίστιν, Κύριε» (Λουκ. ιζ΄ 5) τον προσβάλλουμε καθημερινά με την συμπεριφορά μας, η οποία δεν είναι συμπεριφορά παιδιού προς γονέα, δεν εμφορείται από αισθήματα ευγνωμοσύνης, και μας θυμίζει τους δέκα ευερηγετηθέντες λεπρούς από τον Κύριο, από τους οποίους μόνον ο ένας επέστρεψε να τον ευχαριστήσει για το καλό που του έκανε. «Οι δε εννέα πού;» (Λουκ. ιζ΄ 17), διερωτήθηκε ο Κύριος, νιώθοντας την αχαριστία τους.

Η τήρηση του δεκαλόγου θα μας έκανε να σεβόμαστε τους συνανθρώπους μας, θα μας οδηγούσε στην πνευματική ολοκλήρωση, την οποία όχι μόνο αρνούμεθα, αλλά και την πολεμάμε με τα λόγια και τις πράξεις μας. Και βέβαια, όλος ο νόμος συγκεφαλαιούται στην αγάπη, αφού, κατά τον Απόστολο Παύλο, «πλήρωμα νόμου η αγάπη» (Ρωμ. ιγ΄ 10). Αν πραγματικά αγαπούσαμε τον πλησίον, δεν θα επιθυμούσαμε τα πράγματά του, δεν θα ψευδομαρτυρούσαμε, δεν θα τον φονεύαμε, τις περισσότερες φορές με την συμπεριφορά και τα λόγια μας, δεν θα τον αδικούσαμε, δεν θα τον μισούσαμε για τις προόδους του. Το έλλειμμα της αγάπης μας οδηγεί στην ηθική παρακμή, στην ηθική κρίση.

Η ασέβεια προς τον εαυτό μας μάς θυμίζει τον ουρανοβάμονα Απόστολο Παύλο, ο οποίος παρωτρύνει «σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς ζήσωμεν εν τω νυν αιώνι» ( Τιτ. β΄ 12). Ο Θεός μάς θέλει καθαρούς στην καρδιά, αλλά και καθαρούς στο σώμα. Μας λέει «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε΄ 8). Αν είμαστε καθαροί στην καρδιά, τότε θα μοιάζαμε με τις μέλισσες, του παραδείγματος του πατρός Παισίου, που δεν τις ενδιαφέρει που υπάρχει βρωμιά, αφού αυτές μοχθούν μόνο για το μέλι, για το νέκταρ των ανθέων, και όχι να μοιάζουμε με τις μύγες που δεν γνωρίζουν πού υπάρχει όμορφο λουλούδι, αφού ζουν και τρέφονται από τις βρωμιές, από τις ακαθαρσίες, από τα σκύβαλα. Καθαροί στην καρδιά, αλλά και καθαροί στο σώμα οφείλουμε να είμαστε, αφού το σώμα μας είναι «ο ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος» (Α΄ Κορ. στ΄ 19). Αν προσέχαμε και σεβόμαστε τον εαυτό μας, τότε θα διατηρούσαμε πάντοτε σε επιφυλακή τις πέντε αισθήσεις μας, για να μην βρεί ευκαιρία ο πονηρός να εισέλθει μέσα στην ψυχή μας και την αλώσει με τους πονηρούς λογισμούς, με τις σαρκικές επιθυμίες, που οδηγούν σε επώδυνες πτώσεις, στο γκρέμισμα των πνευματικών μας επάλξεων, στη νέκρωση κάθε ψυχοτρόφου δράσεως. Αν δεν προσέξουμε στον καθημερινό μας αγώνα, τότε οι πτώσεις μας θα είναι βέβαιες και, το χειρότερο, θα πέφτουμε συνεχώς, προφασιζόμενοι «προφάσεις εν αμαρτίαις» (Ψαλμ. 140, 4), γιατί ο πονηρός θέλει να δικαιολογούμε τις πτώσεις μας, και τούτο για να μη μας αφήνει περιθώρια μεταμέλειας, μετάνοιας, ανανύψεως και σωτηρίας.