Παρακολουθεί κανείς αυτούς που ασχολούνται με τα παιδιά να τα λένε συνέχεια «μπράβο», να προσπαθούν συνέχεια να πείσουν τα παιδιά ότι καλώς ενεργούν, ότι καλά τα κάνουν όλα.
Αυτά είναι εκτός πραγματικότητος. Εκείνο που τακτοποιεί τον άνθρωπο είναι η αλήθεια για τον εαυτό του, και το να δει αυτή την αλήθεια κάτω από την αλήθεια που είναι ο Θεός. Όταν τα βάλει όλα αυτά μέσα σ’ αυτή την αλήθεια, έρχεται η τακτοποίηση και η θεραπεία του.
Το αίσθημα κατωτερότητος κυρίως και πρωτίστως ξεκινάει μέσα από την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου. Άλλος το έχει περισσότερο, άλλος λιγότερο. Και είναι θέμα καταβολών, θέμα ψυχοσυνθέσεως· δηλαδή έτσι γεννιέται κανείς. Ύστερα έρχονται οι εξωτερικοί παράγοντες, που συμβάλλουν και αυτοί.
Τα παλαιότερα βέβαια χρόνια αυτά βρίσκονταν στους ανθρώπους σε λανθάνουσα κατάσταση, σε υπνώττουσα κατάσταση, και δεν πολυσυνειδητοποιούσε κανείς ότι υστερεί έναντι των άλλων· σήμερα όμως αμέσως το αντιλαμβάνεται.
Καθώς το παιδάκι πάει στο Δημοτικό ή εκεί που ζει στη γειτονιά ή αργότερα που θα βγει στην κοινωνία, και μάλιστα αν τύχει σε σκληρό περιβάλλον – και σήμερα είναι ανταγωνιστικό το περιβάλλον – προσπαθεί και αυτό να ξεχωρίσει, όπως τα δένδρα στο δάσος που προσπαθούν ποιο και ποιο να βγει στον ήλιο, και τα βλέπετε ότι ψηλώνουν, αλλά είναι λεπτότατα. Μερικά όμως δεν αντέχουν σ’ αυτόν τον ανταγωνισμό και μένουν κάτω και ξεραίνονται.
Έτσι, μερικοί άνθρωποι δεν αντέχουν να τα βγάλουν πέρα με αυτόν τον ανταγωνισμό και παθαίνουν. Παθαίνουν νευρώσεις, καθώς δεν ξέρουν τι ακριβώς τους συμβαίνει, και δεν βοηθιούνται ακόμη και όταν πάνε σε ψυχιάτρους. Γίνεται «μύλος» η υπόθεση, και ταλαιπωρούνται οι άνθρωποι.
Το ένα λοιπόν είναι αυτό, ότι το αίσθημα κατωτερότητος ξεκινάει από την ύπαρξη του ανθρώπου. Έπειτα βέβαια είναι και οι εξωτερικοί παράγοντες. Και θα πρέπει να προσέξουν οι γονείς, θα πρέπει να προσέχουν οι δάσκαλοι. Αλλά να λέμε την αλήθεια στον άλλο. Με τα ψέματα δεν γίνεται.
Θυμάμαι, είχα διαβάσει παλιά ένα βιβλίο με τίτλο: «Πώς να αποκτούμε φίλους και να επηρεάζουμε το περιβάλλον μας» του Νταίηλ Κάρνετζυ. Αυτός λοιπόν γράφει ότι σε κάθε άνθρωπο, εφόσον είναι άνθρωπος, θα υπάρχει κάτι καλό. Όσα κουσούρια κι αν έχει, θα έχει και κάποια καλά. Εμείς αυτά να προσέξουμε και αυτά, λέει, να του πούμε και αυτά να τονίσουμε. Δηλαδή, ο άνθρωπος δεν συνιστά, δεν συμβουλεύει να κολακεύουμε τον άλλο· όχι. Συμβουλεύει να του λέμε κάποιες αλήθειες.
Επομένως, σήμερα δεν γίνεται σωστή αγωγή, όταν λένε αδιάκριτα στο παιδί «μπράβο, μπράβο». Αν πεις στο παιδί «μπράβο» για κάτι που αργότερα, όταν θα καταλαβαίνει, θα πει «Με κορόϊδευαν;», θα σκοτωθεί κυριολεκτικά η ψυχή του. Ενώ, το σωστό είναι να πεις: «Γιωργάκη μου, δεν το κατάφερες καλά αυτή τη φορά, αλλά θα προσπαθήσεις πάλι, και την άλλη φορά θα μπορέσεις». Ή «Εσύ δεν τα καταφέρνεις σ’ αυτόν τον τομέα, τα καταφέρνεις στον άλλο τομέα». Και άλλα παρόμοια.
Εκείνο λοιπόν που χρειάζεται, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι να γνωρίσουμε την αλήθεια, να γνωρίσουμε τι ακριβώς μας συμβαίνει. Και στη συνέχεια, όλο αυτό να το δούμε μέσα στην οικονομία του Θεού. Διότι μετά αρχίζουν άλλα: «Γιατί να με κάνει έτσι ο Θεός;» Αρχίζουν αυτά σ’ εκείνον που πιστεύει στον Θεό, και πού να βρει άκρη κανείς; Δεν ξεμπλέκει, αλλά μπλέκει. Είναι όπως το ζωύφιο που το έπιασε η αράχνη και προσπαθεί να ξεφύγει από τον ιστό, και όσο προσπαθεί, τόσο μπλέκει.
Να δούμε λοιπόν την αλήθεια ως προς αυτό το θέμα, δηλαδή τι ακριβώς συμβαίνει, να δούμε έπειτα το όλο αυτό θέμα μέσα στην αλήθεια-Θεό, κάτω από την πρόνοια του Θεού, διότι ο Θεός τα επιτρέπει αυτά, και φυσικά ύστερα να δούμε τι ακριβώς πρέπει να γίνει, ώστε όχι απλώς μόνο να ανακουφιστεί κανείς, αλλά να τα ξεπεράσει.
Και όπως έχουμε πει και άλλη φορά, αυτά βγαίνουν όντως σε καλό. Δηλαδή, όλο αυτό το αρνητικό υλικό, όλη αυτή η ταλαιπωρία που πέρασε κανείς στη ζωή του, αν τη δει σωστά, αν την ερμηνεύσει και αν την αντιμετωπίσει σωστά, είναι ένα υλικό χρησιμότατο για ταπείνωση.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “…πάντα συνεργεί εις αγαθόν”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2014, σελ. 289.