Οι δε εννέα που;
Το μέγα αμάρτημα της αχαριστίας, διδασκόμεθα να αποφεύγωμεν ως ορθόδοξοι χριστιανοί εξ αφορμής της ευαγγελικής διηγήσεως.
Αρχιμανδρίτης Κων/νος Χαραλαμπόπουλος
Το μέγα αμάρτημα της αχαριστίας, διδασκόμεθα να αποφεύγωμεν ως ορθόδοξοι χριστιανοί εξ αφορμής της ευαγγελικής διηγήσεως.
Οι δέκα λεπροί, ικετεύουν «εν ενί στόματι» τον Χριστόν να τους απαλλάξει εξ αυτής της φθοροποιού αλγηδόνος και Εκείνος, ανταποκρίνεται προθύμως εις το αίτημά των και παρέχει την ίασιν, ως Μέγας των ψυχών και σωμάτων ιατρός. Ελεύθεροι και υγιείς, πορεύονται εις τους οίκους των, εφ’ όσον επιστοποιήθη υπό των ιερέων, η θεραπεία της νόσου. Υπήκουσαν εις το θέλημα του Κυρίου και εύρον την σωτηρίαν.
Εδέχθησαν, ότι ο Κύριος εάν ήθελεν ημπορούσε να τους απαλλάξει εκ της βαρείας αυτής νόσου, η οποία τους καθιστούσεν ανημπόρους να αγωνισθούν εις τον στίβον της ζωής και τους καθιστούσεν εξ ανάγκης ανικάνους, μακράν πάσης κοινωνικής σχέσεως, επαφής και επικοινωνίας.
Έκρινεν ο Κύριος ότι δια της ασθενείας αυτής, επήλθεν ο χρόνος της ψυχικής θεραπείας και έδωσε την ίασιν. Φυσική συνέπεια της ευεργεσίας αυτής, έπρεπε να είναι και η εγκάρδιος ευχαριστία.
Όταν ευεργετείται ο άνθρωπος υπό του Θεού, πρέπει να ευγνωμονεί τον Δοτήρα παντός αγαθού, τον Κύριον και Θεόν του. Και κατά δεύτερον τους ανθρώπους ευεργέτας του. Αυτό είναι το δίκαιον, το φυσικόν, το αναγκαίον.
Τότε αποδεικνύονται άξιοι της ευεργεσίας. Αυτό όμως, δεν συνέβη και με τους ιαθέντες δέκα λεπρούς οι οποίοι και ανεσύρθησαν υπό του Θεού, εκ της εσχάτου δυστυχίας. Μόνον ο ένας εξ αυτών, επέστρεψεν και ευχαρίστησεν εκ μέσης ψυχής τον θείον ευεργέτην.
Ανεπήδησεν θερμή η ομολογία και η βαθεία προς το Θεόν, ευγνώμων ευχαριστία. Αντί να οδηγηθή εις τον οίκον του ως οι λοιποί εννέα επιστρέφει προς τον Χριστόν και συγκεκινημένος ευγνωμονεί τον ευεργέτην της ζωής του. Ο ένας, ο Σαμαρείτης, έκαμε το χρέος του.
Οι λοιποί εννέα Ιουδαίοι οι θεωρούμενοι «πιστοί και οικείοι» εξηφανίσθησαν• εθεραπεύθησαν εκ της λέπρας του σώματος, αλλά παρέμεινεν ανέπαφος η λέπρα της ψυχής των. Και εκδηλώνουν δια της επαισχύντου φυγής των, το χρέος της ευγνωμοσύνης των.
Δεν συγκλονίζονται από την ευσπλαχνίαν του Κυρίου. Αυτοί είναι οι άνθρωποι, πάσης εποχής. Ενθυμούνται τον Θεόν μόνον κατά τας περιόδους των θλίψεων και των συμφορών και τον λησμονούν, κατά τας ημέρας της χαράς των. Ενοχλημένος και εκφράζων το παράπονόν του, εμφανίζεται ο Κύριος λέγων: «Ουχί οι δέκα εκαθαρίσθησαν; οι δε εννέα πού; ουχ ευρέθησαν υποστρέψαντες δούναι δόξαν τω Θεώ ει μη ο αλλογενής ούτος; (Λουκ. Ιζ΄ 17 – 18).
Αδελφοί μου, είναι χρέος ιερόν να ευγνωμονούμεν τον Θεόν, δια πάσαν ευεργεσίαν του προς ημάς. Ο ευγνώμων άνθρωπος, αποδεικνύεται άξιος των μεγίστων δωρεών που του παρέχει ο Θεός και γεύεται την χαράν της βασιλείας του.
Αν είμεθα ευγνώμονες, εκτός της θεραπείας του θνητού σώματος, λαμβάνομεν και την σωτηρίαν της αθανάτου ψυχής. Αυτήν, εστερήθησαν οι λοιποί εννέα αγνώμονες ευεργετηθέντες.