Dogma

Οι εμπειρίες μου από την Μέση Ανατολή (Α ΜΕΡΟΣ)

Βρέθηκα σε δύσκολη θέση, αντιμετώπισα ένα μεγάλο δίλημμα, γιατί γνώριζα ότι στον Λίβανο γινόταν εμφύλιος πόλεμος. Παρέμεινα ολόκληρη την νύκτα άυπνος, όχι μόνο σκεπτόμενος για το τί θα απαντούσα την άλλη ημέρα στον Αρχιεπίσκοπο, αλλά για «τά μέλλοντα συμβαίνειν».  

ΙΕΡΟΘΕΟΣ Μητροπολίτης Ναυπάκτου

Ευχαριστώ τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πατρών κ. Χρυσόστομο, αγαπητό και πολύτιμο εν Χριστώ αδελφό, που μου έδωσε την άδεια να έλθω στην Πάτρα, σε αυτήν την σημαντική εκδήλωση. Επίσης ευχαριστώ την πολιτιστική ομάδα «Κοινοτικόν», που μου έδωσε την ευκαιρία να μιλήσω για το θέμα αυτό, που με συγκινεί πολύ, και να διατυπώσω τις εντυπώσεις μου από την βιωματική εμπειρία μου στην περιοχή. Τα περισσότερα από όσα θα σας πω είναι καρπός των γνώσεων που απέκτησα με την επικοινωνία που είχα με ανθρώπους της Συρίας και του Λιβάνου. Επομένως, η εισήγηση αυτή είναι περισσότερο βιωματική.

Το έτος 1988 που μετατέθηκα από την Μητρόπολη Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών, με ενδιάμεσο σταθμό την Ιερά Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας, αντιμετώπισα έναν μεγάλο πειρασμό που ήταν, όπως αποδείχθηκε, και μεγάλη πρόκληση, αλλά και ευλογία.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρός Σεραφείμ είχε δεχθή από τον Πατριάρχη Αντιοχείας κυρό Ιγνάτιο, δια του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος, την πρόταση να αποσταλή ένας Κληρικός στην Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Πατριαρχείου Αντιοχείας στον Λίβανο, την γνωστή Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή «Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός», για να διδάξη την ελληνική γλώσσα, ώστε να γίνη η επίσημη γλώσσα των φοιτητών της Θεολογικής Σχολής. Ο Αρχιεπίσκοπος επέλεξε εμένα που υπηρετούσα τότε ως ιεροκήρυξ της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και μου το ανεκοίνωσε.

Βρέθηκα σε δύσκολη θέση, αντιμετώπισα ένα μεγάλο δίλημμα, γιατί γνώριζα ότι στον Λίβανο γινόταν εμφύλιος πόλεμος. Παρέμεινα ολόκληρη την νύκτα άυπνος, όχι μόνο σκεπτόμενος για το τί θα απαντούσα την άλλη ημέρα στον Αρχιεπίσκοπο, αλλά για «τά μέλλοντα συμβαίνειν».

Τελικά, αποδέχθηκα την πρόταση, και δεν αναφέρω εδώ όλα όσα διημείφθησαν μεταξύ εμού και του Αρχιεπισκόπου, και καθ’ υπόδειξή του πήγα στο Υπουργείο των Εξωτερικών, στην Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων για τα περαιτέρω διαδικαστικά. Η αποστολή μου μέσα στον εμφύλιο πόλεμο ήταν επικίνδυνη, όπως είναι περίπου σήμερα η κατάσταση στην Συρία, και γι’ αυτό έπρεπε να μου δοθή υπηρεσιακό διαβατήριο, που το λαμβάνουν οι υπάλληλοι του Υπουργείου των Εξωτερικών, όταν μετακινούνται στο εξωτερικό, ενώ οι Πρεσβευτές έχουν διπλωματικό διαβατήριο. Έχοντας ένα τέτοιο διαβατήριο, θα ήμουν κάτω από την προστασία του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος, με την επίβλεψη και προστασία της Ελληνικής Πρεσβείας στην Δαμασκό της Συρίας, και του Προξενείου στον Βόρειο Λίβανο και συγκεκριμένα στην Πόλη Τρίπολη, πλησίον της οποίας βρισκόταν η Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή.

Ο Λίβανος τότε, λόγω του πολέμου, ήταν αποκλεισμένος από τον έξω κόσμο, δεν λειτουργούσαν ούτε αεροδρόμια ούτε ξένες Πρεσβείες, και έτσι πήγαινα στην Δαμασκό, με παρελάμβανε υπάλληλος της Ελληνικής Πρεσβείας με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο, με πήγαινε στο Πατριαρχείο Αντιοχείας και από εκεί, με ευθύνη του Πατριαρχείου, ταξίδευα για τον Λίβανο. Δεν είχα τηλεφωνική επικοινωνία με την Ελλάδα, μόνον μια φορά πήγα στην Βηρυττό, στο κεντρικό τηλεφωνικό κέντρο της πόλεως και έπρεπε για να μιλήσω τρία λεπτά να περιμένω μια ώρα για να με συνδέσουν και φυσικά παρακολουθείτο η τηλεφωνική επικοινωνία μου. Δεν λειτουργούσε ούτε το ταχυδρομείο και μπορούσα να στείλω γράμματα με τους ανθρώπους που πήγαιναν στην Δαμα-σκό ή ταξίδευαν στην Ελλάδα. Υπήρχε πλήρης αποκλεισμός μου από τον έξω κόσμο.

Στην αρχή αποσπάσθηκα από την Αρχιεπισκοπή στον Λίβανο για ένα εξάμηνο και στην συνέχεια πήγαινα κατά διαστήματα τα επόμενα δύο χρόνια, για να διδάξω στην Θεολογική Σχολή και να εξετάσω τους φοιτητές.

Την πρώτη φορά πήγα τον χειμώνα και την άνοιξη του 1988 (από Ιανουάριο μέχρι Ιούλιο) και δίδαξα την ελληνική γλώσσα, αρχαία και νέα. Έπειτα, πήγα το φθινόπωρο του 1988, την άνοιξη του 1989, το φθινόπωρο του 1989 και τον χειμώνα του 1990, όταν σχολάρχης ήταν ο Αρχιμ. Ιωάννης Γιαζεζί, σημερινός Πατριάρχης Αντιοχείας, και δίδαξα το μάθημα της ηθικής, στην πραγματικότητα το μάθημα της ορθοδόξου ασκητικής. Στην συνέχεια πήγα δύο εβδομάδες του δευτέρου εξαμήνου του ακαδημαϊκού έτους 2000-2001, συγκεκριμένα τον Μάιο του 2001, ως Μητροπολίτης πλέον, και δίδαξα το μάθημα της βιοηθικής, όταν σχολάρχης ήταν ο Μητροπολίτης Χαλεπίου Παύ-λος, που έχει απαχθή και αγνοείται η ζωή του.

Πέρα από την διδασκαλία στην Θεολογική Σχολή, επισκεπτόμουν διάφορες Πόλεις και χωριά του Λιβάνου και της Συρίας, όπου λειτουργούσα, ομιλούσα, καθώς επίσης πήγα και σε Πανεπιστήμια όπου ομιλούσα και συζητούσα με τους φοιτητές, και επί πλέον πήγα σε Ιερές Μητροπόλεις, Ναούς, Μοναστήρια κλπ. Παντού συναντούσα πολύ καλό κλίμα τόσο στην Συρία όσο και στον Λίβανο και οι άνθρωποι διψούσαν να ακούσουν έναν εκκλησιαστικό και θεολογικό λόγο.

Στην συνέχεια της εισηγήσεώς μου θα σας παρουσιάσω μερικές από τις εντυπώσεις μου από την δύσκολη αυτή περίοδο της ζωής μου. Λόγω των πρωτόγνωρων για μένα συνθηκών, δηλαδή της δικτατορίας στην Συρία και του εμφυλίου πολέμου στον Λίβανο, κρατούσα ημερολόγιο, που το έκανα για πρώτη φορά στην ζωή μου, και το οποίο σύντομα θα εκδώσω. Ήταν μια δύσκολη περίοδος της ζωής μου.

Πέρασα δύσκολες ημέρες και σε μερικές περιπτώσεις τραγικές. Διερχόμουν μέσα από στρατιωτικά φυλάκια, στρατώνες, πολυβολία. Τώρα που τα σκέπτομαι όλα αυτά, αισθάνομαι πόσο επικίνδυνο ήταν να ζώ σε μια τέτοια περιοχή, και ευχαριστώ τον Θεό που με προστάτευσε και με βοήθησε να μη πάθω τίποτε, εκτός από μερικές μικρές περιπέτειες.

Πάντως, ύστερα από πολλά χρόνια που σκέπτομαι αυτήν την περίοδο, αισθάνομαι την γονιμότητά της, αφού απέκτησα πολλές και μεγάλες εμπειρίες, και μπορώ να σας πώ, αν και νομίζω ότι δεν θα με πιστεύσετε, ότι την νοσταλγώ. Έχω συνδεθή με τον τόπο αυτό, την Μέση Ανατολή, γνώρισα πολλούς ανθρώπους, νέους και μεγαλύτερους στην ηλικία, από τον Λίβανο, την Συρία, την Ιορδανία, το Ιράκ, την Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο κλπ. Κληρικούς και λαϊκούς, πολλοί φοιτητές μου είναι Μητροπολίτες, Κληρικοί, θεολόγοι και καθηγητές στην Θεολογική Σχολή και σε άλλα Πανεπιστημιακά ιδρύματα. Τα βιβλία μου μεταφράσθηκαν στην αραβική γλώσσα και διαβάζονται από πολλούς, απέκτησα πολλούς φίλους. Έτσι, θλίβομαι βλέποντας και ακούγοντας όλα αυτά που γίνονται στην περιοχή αυτή.

Θα προσπαθήσω να συνοψίσω μερικές εμπειρίες και γνώσεις που απέκτησα τότε, σε συνδυασμό με αυτά που γίνονται στις ημέρες μας, για να καταλάβετε την τραγικότητά τους, αλλά και τις συνέπειες που έχουν σε μας τους Ρωμηούς.

1. Ιστορικά για την Συρία και τον Λίβανο
Θα παραθέσω μερικά ιστορικά σημεία για την Συρία και τον Λίβανο, και για τις δύο Πρωτεύουσές τους, ήτοι την Δαμασκό και την Βηρυττό, αντίστοιχα, που είναι σημαντικές πόλεις και συνδέονται και με την δική μας ιστορία.

Η Συρία είναι ένα κομβικό σημείο μεταξύ της Ασίας, της Αφρικής και της Ευρώπης, από όπου πέρασαν διάφοροι λαοί και πολιτισμοί. Στόν χώρο αυτό παρατηρούνται συγκρούσεις, αλληλεπιδράσεις και συγχωνεύσεις πολιτισμών.

Από την Συρία πέρασαν Αιγύπτιοι, Χετταίοι, Ασσύριοι, Βαβυλώνιοι, Πέρσες, Έλληνες, Ρωμαίοι, Άραβες, Τούρκοι, Σελτζούκοι, Οθωμανοί, Μαμελούκοι και Γάλλοι και άφησαν τα πολιτιστικά τους αποτυπώματα.

Η Δαμασκός είναι πρωτεύουσα της Συρίας. Είναι η παλαιότερη κατοικημένη πόλη διεθνώς, από το 5.000 π.Χ. Το 1.000 π.Χ. ήταν πρωτεύουσα του αραμαϊκού Κράτους. Μάλιστα μέχρι σήμερα βορείως της Δαμασκού υπάρχει το χωριό Μααλούλα που οι κάτοικοί του ομιλούν την αραμαϊκή γλώσσα, που ομιλούσε και ο Χριστός. Βρήκα κάποιον που καταγόταν από εκεί και τον παρεκάλεσα να μου πή μερικούς λόγους του Χριστού, όπως «εγώ ειμί το Φως του κόσμου», για να ακούσω πώς μιλούσε ο Χριστός.

Όλοι οι λαοί που πέρασαν από την Συρία πέρασαν και από την Δαμασκό, η οποία κυριεύθηκε από τον Μ. Αλέξανδρο το 334 π.Χ. και οι Έλληνες έδωσαν άνθηση στο εμπόριο της περιοχής. Μέσα από την αραμαϊκή Δαμασκό αναδύθηκε μία ελληνική Δαμασκός που φαίνεται ευδιάκριτα μέχρι σήμερα. Πολλοί ισχυρίζονται ότι η Δαμασκός και η ευρύτερη περιοχή της Συρίας είναι μια «μεγάλη Ελλάδα» που είναι άγνωστη σε πολλούς από μάς. Άλλωστε, η Αντιόχεια της Συρίας ονομαζόταν «Συριάδες Αθήναι». Οι κάτοικοί της μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, ήξεραν την ελληνική φιλοσοφία και την ορθόδοξη θεολογία. Ας θυμηθούμε τα έργα του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του μεγάλου Πατρός και δογματολόγου της Εκκλησίας.

Η Δαμασκός ήταν το πιο «σημαντικό προωθημένο φυλάκιο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας».

Μετά τους Ρωμαίους – Βυζαντινούς η Δαμασκός καταλήφθηκε από τους Άραβες (635 μ.Χ.), τους Σελτζούκους Τούρκους, τους Αιγυπτίους, τους Μαμελούκους, τους Μογγόλους κλπ. πρόσφατα δε από τους Γάλλους. Η γαλλική παρουσία κράτησε από το 1920 μέχρι το 1945, και έγιναν πολλά αιματηρά επεισόδια. Το 1946 απεχώρησαν τα γαλλοβρετανικά στρατεύματα και η Συρία έγινε ανεξάρτητο Κράτος με πρωτεύουσα την Δαμασκό.

Η Δαμασκός παίζει σημαντικό ρόλο στο εμπόριο μεταξύ Βηρυττού, Αμμάν, Βαγδάτης και Κουβέϊτ.

Οι Μουσουλμάνοι είναι κυρίως Σουνίτες.

Ο Λίβανος σε μας τους Χριστιανούς είναι γνωστός από τις κέδρους του, όπως διαβάζουμε στον προοιμιακό ψαλμό, κάθε φορά που τελούμε την ακολουθία του Εσπερινού: «χορτασθήσονται τα ξύλα του πεδίου, αι κέδροι του Λιβάνου άς εφύτευσας». Αλλά και στην δεύτερη ευχή, κατά το μυστήριο του Γάμου, ο ιερουργός προσευχόμενος στον Θεό για τους μελλονύμφους εύχεται: «Ύψωσον αυτούς ως τάς κέδρους του Λιβάνου».

Όποιος διαβάσει την ιστορία του Λιβάνου, θα διαπιστώση ότι πρόκειται για μια περιοχή που πέρασε μέσα από ιστορικές περιπέτειες, παρόμοιες με τις δικές μας. Είναι μια στενή εδαφική λωρίδα 215 χλμ. και πλάτους 85 χλμ. Πρόκειται για ένα από τα μικρότερα Κράτη του κόσμου.

Ο χώρος ο οποίος σήμερα λέγεται Λίβανος, λεγόταν στους παλαιούς χρόνους Φοινίκη και οι κάτοικοί του Φοίνικες.
Κατά τον Καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου οι Φοίνικες, οι Φιλισταίοι και άλλα φύλα χαρακτηρίσθηκαν ως «λαοί της θάλασσας». Τα δεκατέσσερα αυτά φύλα «είχαν όλα ελληνογενή ονόματα και προέρχονταν από τα νησιά του Αιγαίου και τις γύρω του ακτές».

Οι «λαοί της θάλασσας» δια της Μικράς Ασίας έφθασαν στις ακτές της Συρίας και της Παλαιστίνης, ίσως πριν την έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο. Οι Φιλισταίοι εγκαταστάθηκαν «στίς νότιες ακτές από τον Κάρμηλο έως τη Γάζα, στή χώρα δηλαδή που επρόκειτο από το όνομά τους να ονομασθή αργότερα Παλαιστίνη, ενώ οι φυλετικά συγγενείς των Τεύκροι (Τιεκάρα) εκράτησαν τα παράλια βορείως του Καρμήλου, δηλαδή την χώρα που επρόκειτο αργότερα να ονομασθή Φοινίκη».

Οι Φιλισταίοι και οι Φοίνικες είναι ελληνικής καταγωγής και κατοικούσαν πριν έλθουν οι Εβραίοι. Μετά την έλευση των Εβραίων είχαν συνεχείς εχθροπραξίες μαζί τους, γι’ αυτό οι Έλληνες και οι Εβραίοι είναι οι λαοί της Βίβλου. Οι Άραβες ήλθαν αργότερα, ήτοι τον 7ο αιώνα μ.Χ.

Όταν ο Μ. Αλέξανδρος ήλθε στα μέρη αυτά, βρήκε πρόσφορο έδαφος.

Πάντως η Φοινίκη-Λίβανος υποτάχθηκε διαδοχικά στους Ασσυρίους, τους Βαβυλωνίους, τους Πέρσες, στην συνέχεια κυριεύθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο, πέρασε στους Σελευκίδες, τους Πτολεμαίους και μετά πέρασε στην Ρωμαϊκή κυριαρχία. Υπήρξε τμήμα της Ανατολικής Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον 7ο αιώνα έφθασαν στην περιοχή διάφορα αραβικά φύλα, τον 11ο αιώνα έγινε τμήμα των Κρατών των Σταυροφόρων και όταν διαλύθηκαν τα Κράτη των Σταυροφόρων έγινε τμήμα του Κράτους των Αιγυπτίων και της Συρίας. Μεταξύ του 15ου-18ου αιώνος έγινε τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1920, η διοίκηση του Λιβάνου τέθηκε από την Κοινωνία των Εθνών υπό την κηδεμονία των Γάλλων, και το 1926 έγινε Δημοκρατία και λίγα χρόνια μετά αναγνωρίσθηκε η ανεξαρτησία του. Μέ την Γαλλοβρεττανική συμφωνία της 23-12-1945 αποφασίσθηκε η εκκένωση των γαλλικών και βρεττανικών στρατευμάτων. Από τις αρχές του 1975 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 που επικρατούσε εμπόλεμη κατάσταση με εξάρσεις και υφέσεις έχασαν την ζωή τους πάνω από 150.000 Λιβανέζοι και το 1/4 εκπατρίσθηκαν.

Ο Χριστιανισμός διαδόθηκε εκεί από τους Μονοθελήτες (Μαρωνίτες) και ο Μωαμεθανισμός από τους διαφόρους φυγάδες που κατέφυγαν στον Λίβανο, ήτοι Κούρδους, Τουρκομάνους, Πέρσες που συγχωνεύθηκαν με το γενικό όνομα Δρούζοι. Πρόκειται για μουσουλμανικό αραβόφωνο λαό της Συρίας και του Λιβάνου, μυστικιστικής λατρείας, που προήλθε από τον Ισμαηλιτισμό. Οι Δρούζοι εμφανίσθηκαν τον 11ο αιώνα και από τους Σουνίτες και Σιΐτες θεωρούνται αιρετικοί. Οι Μαρωνίτες ετέθησαν υπό την προστασία των Φράγκων-Παπικών και ευρίσκονται πάντα σε μια διάσταση με τους Δρούζους.

Κατά την Οθωμανική κυριαρχία ο Λίβανος αποτελούσε μια αυτόνομη επαρχία, διοικούμενη από Χριστιανό διοικητή, το δε δωδεκαμελές Συμβούλιο αποτελείτο από Μαρωνίτες, Δρούσους, Καθολικούς-Ουνίτες, Ορθοδόξους και Μουσουλμάνους. Οι περιφέρειες διαιρούντο σε Καντόνια (Δήμους) με δημάρχους που διόριζε ο διοικητής.

Οι κάτοικοι του Λιβάνου υπέφεραν πολύ από τους Τούρκους, έγιναν σφαγές. Το 1926 ο Λίβανος μετατράπηκε σε δημοκρατία και ψηφίσθηκε το πρώτο Σύνταγμα, το οποίο αργότερα δέχθηκε αναθεωρήσεις, με σύστημα το οποίο δημιουργεί δυσκολίες. Την δεκαετία του 1920 οι Χριστιανοί αποτελούσαν την πλειοψηφία των κατοίκων, μεταξύ των οποίων κυρίαρχη θέση είχαν οι Μαρωνίτες. Όμως αργότερα ανετράπησαν τα δημογραφικά ποσοστά, με αποτέλεσμα το Σύνταγμα του 1932 δεν μπορούσε να εκφράση τους νέους συσχετισμούς. Έτσι ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος. Πάντως, την εποχή που πήγα στον Λίβανο, ο Πρόεδρος ήταν Μαρωνίτης (Χριστιανός), ο Πρωθυ-πουργός ήταν Σουνίτης Μουσουλμάνος, Πρόεδρος της Εθνοσυνελεύσεως ήταν Σιΐτης Μουσουλμάνος και για την συγκρότηση του Υπουργικού Συμβουλίου τηρούνταν οι θρησκευτικές ισορροπίες. Το Κοινοβούλιο αναλογούσε σε έξι Χριστιανούς προς 5 Μουσουλμάνους.

Όλη αυτή η ιστορία δείχνει ότι ο Λίβανος έχει έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, γιατί στο Κράτος αυτό ζουν κάτοικοι από πολλές θρησκευτικές, εθνικές και πολιτιστικές ομάδες και γίνεται προσπάθεια να επικρατήση ισορροπία.

Από πλευράς γεωπολιτικής ο Λίβανος είναι μια λωρίδα μήκους 215 χλμ. περίπου χιλιομέτρων παράλληλα προς την οροσειρά της Συρίας. Ανατολικά βρίσκεται η Συρία και δυτικά η Μεσόγειος θάλασσα. Πρόκειται για μια καταπράσινη περιοχή που συνορεύει με την έρημο. Οι Λιβανέζοι διακρίνονται για την φιλοξενία, την συναισθηματικότητά τους, την αρχοντιά, την ελεύθερη σκέψη και την επίδοση στα γράμματα. Ομιλούν εκτός από την αραβική και την γαλλική και αγγλική γλώσσα.

Οι κάτοικοι του Λιβάνου ανέρχονται στον αριθμό των τριών περίπου εκατομμυρίων (3.000.000), από τους οποίους οι μισοί είναι Χριστιανοί (από αυτούς είναι 300.000 – 400.000 Ορθόδοξοι) και οι μισοί Μουσουλμάνοι. Οι Ορθόδοξοι (Ρούμ) αποτελούν και τον βασικό εκπαιδευτικό και μορφωτικό κορμό του Λιβάνου.

Η Βηρυττός είναι πρωτεύουσα του Λιβάνου, είναι μια πανέμορφη και αναπτυσσόμενη πόλη, με πολυτελή ξενοδοχεία, και παλαιότερα ονομαζόταν Μικρό Παρίσι, ή το Παρίσι της Ανατολής. Παρατηρεί κανείς πολυτελείς κατασκευές και ευμάρεια στους περισσότερους κατοίκους της πόλεως. Το ίδιο συμβαίνει και με τις άλλες πόλεις αναλογικά, τα δε χωριά είναι πανέμορφα, τα περισσότερα κτισμένα στις πλαγιές των βουνών.

Η Μέση Ανατολή και ειδικά ο Λίβανος για μας τους Έλληνες έχει μια σημασία, γιατί συνδεόμασταν με τους αρχαίους Φοίνικες και ακόμη ήμασταν μαζί τμήματα της Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζαντίου). Επί πλέον μας θυμίζει την περίοδο της Κατοχής, αφού στον Λίβανο κατέφυγε η πολιτική ηγεσία της χώρας μας, μετά την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα, και είναι γνωστή η συμφωνία του Λιβάνου που έγινε σε ένα ξενοδοχείο ψηλά σε ένα βουνό, το οποίο επισκέφθηκα.

Οι Ορθόδοξοι Λιβανέζοι καυχώνται ότι είναι Ρούμ (Ρωμηοί) και χαίρονται όταν συναντούν Έλληνες-Γιουνάν. Αγαπούν την Ελλάδα και πολλοί από αυτούς σπούδασαν στην Χώρα μας και άλλοι τρέφουν όνειρα να έλθουν στην Ελλάδα.

Η Βηρυττός είναι μια αρχαία πόλη, αφού η λέξη Βηρυττός είναι χαναανιτική και σημαίνει πηγάδια. Αναφέρεται δε στα αιγυπτιακά αρχεία της 2ης π.Χ. χιλιετίας. Κατά την Ρωμαϊκή περίοδο έγινε γνωστή ως ρωμαϊκή αποικία.

Ο Χριστιανισμός διαδόθηκε από τους αποστολικούς χρόνους και ήταν έδρα επισκοπής που υπαγόταν στον Μητροπολίτη Τύρου και Φοινίκης.

Η Βηρυττός είναι γνωστή και στον ελληνορωμαϊκό κόσμο για την περίφημη Νομική Σχολή και μάλιστα ο νομικός σύμβουλος του Ιουστινιανού Τριβωνιανός ήταν Καθηγητής της Σχολής αυτής.

Η Βηρυττός πέρασε μέσα από τις ποικίλες δοκιμασίες, όπως όλη η περιοχή, και κατακτήθηκε από πολλούς. Από τον 19ο αιώνα δραστηριοποιήθηκαν σε αυτή διάφοροι ετερόδοξοι Ιεραπόστολοι, κυρίως στον τομέα της εκπαιδεύσεως, ιδρύοντας σχολές και πανεπιστήμια, τα οποία συνετέλεσαν στην πνευματική άνοδο της περιοχής. Το μορφωτικό επίπεδο του λαού είναι υψηλό.

Το 1926 που ανακηρύχθηκε η Δημοκρατία του Λιβάνου, η Βηρυττός ορίσθηκε πρωτεύουσά της. Η συνύπαρξη, όμως, Μαρωνιτών, Μουσουλμάνων και Παλαιστινίων ήταν οδυνηρή και ακολούθησαν πολλές κατά καιρούς εχθροπραξίες. Η οικονομική της ανάπτυξη έφθασε σε υψηλά επίπεδα, αλλά οι εμφύλιοι σπαραγμοί κατέστρεψαν την πόλη. Πολλές φορές η πανέμορφη Βηρυττός, με το κοσμοπολίτικο «πνεύμα» της, τον τουρισμό και το υψηλό βιοτικό επίπεδο, καταστράφηκε.

Από το 1976 η πόλη χωρίσθηκε σε δύο τμήματα, το ανατολικό, που κυριαρχείτο από τους Μαρωνίτας, και το δυτικό που κυριαρχείτο από τις συριακές στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες επενέβησαν ως ειρηνευτική δύναμη για να σταματήσουν τις εχθροπραξίες.

Στην Βηρυττό μένουν περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι. Όλος ο Λίβανος αποτελείται απο τρία εκατ. ανθρώπους. Σχεδόν μισοί Χριστιανοί και μισοί Μουσουλμάνοι. Από τους Χριστιανούς οι τριακόσιες με τετρακόσιες χιλιάδες είναι Ορθόδοξοι».

2. Η κατάσταση που συνάντησα
Όταν πήγα για πρώτη φορά στην Συρία και τον Λίβανο γνώριζα λίγα πράγματα για τις περιοχές αυτές, κυρίως από τις προφορικές πληροφορίες που περισυνέλεξα από τους ανθρώπους που είχαν επισκεφθή πριν από μένα τον τόπο αυτόν και ό,τι βιβλία έχω διαβάσει για την περιοχή αυτήν, όμως η προσωπική γνώση και εμπειρία είναι διαφορετική. Έτσι, εκεί γνώρισα την χριστιανική πλευρά της Μέσης Ανατολής και ήλθα σε επικοινωνία με τους Χριστιανούς, τους μοναχούς, και γνώρισα προσωπικά τους Ναούς, τα Μονα-στήρια και γενικότερα όλη την χριστιανική παράδοση της περιοχής.

Η Δαμασκός είναι η έδρα του Πατριαρχείου Αντιοχείας, που είναι τρίτο στην σειρά των Πρεσβυγενών Πατριαρχείων μετά το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και ποιμαίνει περίπου ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες (1.200.000) Χριστιανούς, από τον Λίβανο μέχρι το Ιράκ.

Η Αντιόχεια ήταν μια μεγάλη πόλη προ Χριστού, πρωτεύουσα του βασιλείου της Συρίας. Εκεί διαδόθηκε ενωρίς ο Χριστιανισμός μετά το μαρτύριο του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου (Πράξ. ια’, 19-30) εκεί έδρασε ο Απόστολος Παύλος και από εκεί απεστάλη στα έθνη (Πράξ. ιγ’, 1-3). Στην Αντιόχεια ονομάσθηκαν για πρώτη φορά οι πιστοί του Χριστού «Χριστιανοί» (Πράξ. ια’, 26). Αργότερα στην Αντιόχεια αναπτύχθηκε η λεγομένη Αντιοχειανή Σχολή (τάση θεολογική). Εκεί έδρασε ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ως Πρεσβύτερος. Σήμερα η Αντιόχεια βρίσκεται στην Τουρκία και η έδρα του Πατριαρχείου βρίσκεται στην Δαμασκό της Συρίας.

Οι Πατριάρχες και η πλειονότητα των Ιεραρχών του Πατριαρχείου ήταν Ρωμηοί ελληνόφωνοι, είχαν στενό σύνδεσμο με την Κωσταντινούπολη και τα Ιεροσόλυμα, μάλιστα δε κατά τον 19ο αιώνα οι Πατριάρχες Ιερόθεος, Γεράσιμος και Σπυρίδων προέρχονταν από την Αγιοταφική Αδελφότητα.

Όμως, από την εποχή του Πορφυρίου Ουσπένσκυ (1843) εισήχθη και εκεί ο εθνοφυλετισμός, οπότε και δημιουργήθηκε το λεγόμενο «αραβικό ζήτημα». Ο αραβόφωνος πληθυσμός εξεγέρθηκε εναντίον των Ρωμηών – Ελλήνων Ιεραρχών και επιδιώχθηκε ο εξαραβισμός του Πατριαρχείου. Σε αυτό συνετέλεσε τα μέγιστα και η ρωσική πολιτική με τον Ρώσο Πρόξενο Belyaev. Τελικά, ο τελευταίος Ρωμηός-Έλληνας Πατριάρχης Αντιοχείας Σπυρίδων υπέβαλε την παραίτησή του από τον θρόνο της Αντιοχείας την 31η Ιανουαρίου 1898.

Από τότε όλοι οι Πατριάρχες Αντιοχείας είναι αραβόφωνοι, αλλά και οι Αρχιερείς, με εξαίρεση τον ζώντα ακόμη Μητροπολίτη Βαγδάτης και Κουβέϊτ Κωνσταντίνο, που γεννήθηκε στην Δαμασκό και είναι ελληνικής καταγωγής. Σήμερα πολλοί Αρχιερείς του Πατριαρχείου Αντιοχείας έχουν σπουδάσει στην Ελλάδα, γνωρίζουν την Ελληνική γλώσσα και έχουν πνευματική επικοινωνία με Κληρικούς της Ελλάδος και με Γέροντες του Αγίου Όρους».

Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί στην Συρία και τον Λίβανο, ιδιαιτέρως στον δεύτερο, αισθάνονται ως Ρωμηοί, δηλαδή ως Χριστιανοί που συνδέονται με την Κωνσταντινούπολη, την έδρα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αυτό που μας έμαθαν να ονομάζουμε Βυζάντιο. Έχουν την αναφορά τους στον Χριστιανό Ρωμαίο Αυτοκράτορα και εμάς μας ονομάζουν Γιουνάν, γιατί είμαστε Ρωμηοί της Ελλάδος, ενώ αυτοί είναι Ρωμηοί της Συρίας και του Λιβάνου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ανέπτυξε ακόμη περισσότερο τις απόψεις του για την Ρωμηοσύνη όταν συνάντησε τους αραβόφωνους Ρωμηούς της Μέσης Ανατολής. Έλεγε ότι αυτοί είναι αραβόφωνοι Ρωμηοί και εμείς είμαστε ελληνόφωνοι Ρωμηοί. Μέσα από αυτήν την προοπτική αγαπούν την Ελλάδα και αισθάνονται στενό σύνδεσμο με μας τους Έλληνες.

Οι υπεύθυνοι διπλωμάτες του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος, όταν πήγαινα για να ανανεώσω το υπηρεσιακό διαβατήριό μου, το οποίο ίσχυε μόνον για ένα ταξίδι, με ρωτούσαν για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς του Λιβάνου και της Συρίας και τους ενημέρωνα σχετικώς μέσα από την προοπτική της Ρωμηοσύνης. Αισθάνονταν έκπληξη από όσα άκουγαν. Δυστυχώς, όμως, το Ελληνικό Κράτος δεν εκμεταλλεύθηκε, για διαφόρους λόγους, όσο έπρεπε αυτό το ιστορικό γεγονός -κυρίως γιατί τα περί Ρωμηοσύνης έρχονταν σε αντίθεση με την αντιρωμαίϊκη-αντιβυζαντινή πολιτική των ξένων δυνάμεων- ώστε να αναπτύξουν μια ευρύτερη εξωτερική πολιτική στην περιοχή αυτή.

Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίον ψάλλουν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Ρωμηοί) στους Ναούς, κατά την διάρκεια των ιερών ακολουθιών. Από τους δύο χορούς (δεξιό και αριστερό) ο ένας ψάλλει τα τροπάρια στην ελληνική γλώσσα, έστω κι αν δεν καταλαβαίνουν όλοι ελληνικά, γιατί γι’ αυτούς το γεγονός αυτό ήταν έκφραση της ταυτότητάς τους, ότι είναι απόγονοι της Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και συνδέονταν με την Κωνσταντινούπολη. Αυτό το γεγονός τους έδινε την δυνατότητα να υποστηρίζουν, όπως και το έλεγαν στους Μουσουλμάνους, ότι ήταν αυτόχθονες κάτοικοι των περιοχών αυτών, ενώ εκείνοι (οι Άραβες Μουσουλμάνοι) ήλθαν τον 7ο αιώνα ως κατακτητές. Έτσι, το να ψάλλουν στην ελληνική γλώσσα στην λατρεία, μαζί με την αραβική γλώσσα, αφ’ ενός μεν είναι ιδιαίτερο γνώρισμα της ταυτότητάς τους, αφ’ ετέρου δε είναι μια αντίδραση στην θρησκευτική κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή.

Επίσης, θα καταγράψω και ένα άλλο σημαντικό σημείο που έχει σχέση με την χριστιανική ταυτότητα της Μέσης Ανατολής. Από τις μελέτες μου, τόσο όταν φοιτούσα στην Θεολογική Σχολή όσο και τα μεταγενέστερα χρόνια, γνώριζα για τις αιρέσεις που είχαν αναπτυχθή μεταξύ του 3ου – 7ου αιώνα σχετικά με τις δύο φύσεις, ενέργειες και θελήσεις στον Χριστό, την θεία και ανθρωπίνη, και ότι παρουσιάσθηκαν διάφορα αιρετικά συστήματα, ήτοι ο νεστοριανισμός, ο μονοφυσιτισμός, ο μονοεργητισμός, ο μονοθελητισμός, και αυτές τις αιρέσεις τις αντιμετώπισε η Εκκλησία, δια των Πατέρων της, στις Οικουμενικές Συνόδους. Νόμιζα, όμως, ότι οι αιρετικές αυτές απόψεις είναι ιστορικά γεγονότα και ότι δεν εκφράζονταν με οργανωμένες θρησκευτικές κοινότητες.

Όταν πήγα στην Μέση Ανατολή διεπίστωσα ότι όλες αυτές οι αιρέσεις, μαζί με άλλες νεώτερες, υπάρχουν ως ζωντανές κοινότητες, με Πατριαρχεία, Μητροπόλεις, Ενορίες, Μοναστήρια και Θεολογικές Σχολές. Έτσι, οι Ορθόδοξοι Ρωμηοί της Μέσης Ανατολής γνωρίζουν τις διάφορες αιρέσεις, και κάνουν αγώνα για να επιβιώσουν σε αυτήν την μεγάλη χριστιανική σύγχυση.

Έμαθα ότι στην Μέση Ανατολή υπάρχουν οι εξής χριστιανικές κοινότητες. Rum Orthodox είναι το Ορθόδοξο Πατριαρχείο Αντιοχείας. Rum Catholic είναι οι Ουνίτες. Λατίνοι είναι οι Καθολικοί. Syrian Orthodox είναι οι Μονοφυσίτες με ανεξάρτητη διοίκηση. Syrian Catholic είναι οι μονοφυσίτες Καθολικοί. Coptic Orthodox είναι οι μονοφυσίτες που έχουν ανεξάρτητη διοίκηση. Coptic Catholic είναι οι Μονοφυσίτες που συνδέονται με τους Λατίνους. Armenian Orthodox είναι οι Μονοφυσίτες που έχουν ανεξάρτητη διοίκηση. Armenian Catholic είναι οι Μονοφυσίτες που διοικητικώς συνδέονται με τους Λατίνους. Μαρωνίτες είναι οι Μονοθελήτες που διοικητικώς υπάγονται στον Πάπα. Νεστοριανιστές Orthodox, είναι οι οπαδοί του Νεστορίου που έχουν ανεξάρτητη διοίκηση και Νεστοριανιστές Catholic συνδέονται διοικητικώς με τους Λατίνους.

Επίσης, έμαθα ότι στον Λίβανο λειτουργούν έξι Θεολογικές Σχολές, ήτοι των Ορθοδόξων-Ρωμηών, των Μαρωνιτών (Μονοθελητών), των Ιησουϊτών-Καθολικών, των Αρμενίων (Μονοφυσιτών), των Ευαγγελικών και των Βαπτιστών». Στην Συρία είναι αναπτυγμένη και εδραιομένη περισσότερο η Συροϊακωβική Εκκλησία, αντιχαλκηδόνιοι-μονοφυσίτες.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Β ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ