Οι Φιλοκαλικοί Πατέρες – Κολλυβάδες
Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου
Το δεύτερο μισό του 18 αιώνος αναπτύχθηκε στο Άγιον Όρος μια πνευματική κίνηση, που επεκτάθηκε και έξω από αυτό, η λεγόμενη νηπτική και φιλοκαλική κίνηση και παράδοση, στην οποία συγκαταλέγονταν πιστά τέκνα της Εκκλησίας, κυρίως ιερομόναχοι και μοναχοί. Στους ανθρώπους αυτούς απέδωσαν τον χαρακτηρισμό «κολλυβάδες», επειδή η κίνηση αυτή άρχισε από ένα γεγονός ότι δεν ανέχονταν και δεν επιθυμούσαν να γίνονται μνημόσυνα την Κυριακή, λόγω του αναστασίμου χαρακτήρα της ημέρας αυτής, αλλά τα κόλλυβα να διαβάζονται το Σάββατο που είναι η ημέρα των νεκρών.
Όμως, η πνευματική αυτή κίνηση δεν μπορεί να κλειστεί μέσα στον χαρακτηρισμό κολλυβάδες, αλλά όσοι συγκαταλέγονταν στην πνευματική αυτή κίνηση πρέπει να ονομασθούν φιλοκαλικοί Πατέρες, γιατί, όπως αποδείχθηκε, βοήθησαν πολύ τους Χριστιανούς και τελικά το Γένος να παραμείνουν στην πίστη των Πατέρων τους και να διαφυλάξουν την πνευματική ταυτότητά τους.
Την εποχή εκείνη στο Άγιον Όρος παρατηρείται μια άνθηση, με την παρουσία λογίων, αλλά και πατερικών μοναχών. Ήδη τον 17ο αιώνα παρατηρήθηκε το εκπληκτικό και παράδοξο να παραχωρηθεί το δικαίωμα να ανοίξουν οι Λατίνοι στο Άγιον Όρος Σχολή που λειτούργησε για μερικά χρόνια, μέχρις ότου κλείσθηκε από τους Τούρκους. Το παράδοξο ακόμη είναι ότι κλήθηκε ένας προτεστάντης Καθηγητής για να διδάξει στην υπό ίδρυση Ακαδημία φιλοσοφία και θεολογία. Όμως, ταυτόχρονα υπήρξαν και ζηλωτές μοναχοί, φωτισμένοι θεολόγοι με πολλά διανοητικά και πνευματικά χαρίσματα (Παναγιώτης Χρήστου).
Τέτοιοι φωτισμένοι Πατέρες και θεολόγοι ήταν οι Φιλοκαλικοί Πατέρες, οι οποίοι γνώρισαν και έζησαν όλη την ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας και την παρουσίασαν στην εποχή τους, γι’ αυτό και έχουν χαρακτηριστεί ως «ανανεωταί της πατερικής σκέψεως». Πρόκειται για τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, που προερχόταν από γονείς εβραϊκής καταγωγής αλλά προσήλυτους στην Ορθοδοξία, τον Αθανάσιο Πάριο (1721-1813), τον Μακάριο Κορίνθου Νοταρά (1731-1805), τον Νικόδημο Αγιορείτη (1749-1809) και άλλους. Πέρα από αυτούς, ως Κολλυβάδες χαρακτηρίζονταν και οι Χριστοφόρος Προδρομίτης, Ιάκωβος Πελοποννήσιος, Παΐσιος Καλλιγράφος, Παρθένιος Ζωγράφος, Αγάπιος Κύπριος κ.ά. Οι Φιλοκαλικοί Πατέρες – Κολλυβάδες ήταν σχολάρχες και διδάσκαλοι σε διάφορες Σχολές, παιδαγωγοί του Γένους, ηγέτες στον μοναχισμό, Πνευματικοί Πατέρες και καθοδηγητές μαρτύρων, συγγραφείς, μεταφραστές και σχολιαστές διαφόρων κειμένων κ.λπ. Η σημαντικότερη φυσιογνωμία είναι ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο οποίος υπήρξε πράγματι πρωτεργάτης σε αυτήν την πνευματική κίνηση, όπως είδαμε και προηγουμένως.
Είναι γνωστόν ότι στη Δύση αναπτύχθηκε, την εποχή εκείνη, ο Διαφωτισμός ως αντίδραση στην μεταφυσική θεολογία της Δύσεως, ο οποίος Διαφωτισμός έδινε προτεραιότητα στον ορθό λόγο και τις αισθήσεις. Τις αρχές του Διαφωτισμού προσπάθησαν να περάσουν μέσα στον χώρο της ορθοδόξου ανατολής, με τον λεγόμενο «νεοελληνικό Διαφωτισμό», Έλληνες λόγιοι που σπούδαζαν στη Δύση και διακατέχονταν από αρχαιολατρεία.
Προς αντιμετώπιση του κινήματος του νεοελληνικού Διαφωτισμού εργάσθηκαν οι φιλοκαλικοί-Κολλυβάδες Πατέρες που διακόνησαν τον λαό του Θεού με διαφόρους τρόπους «με έργο και λόγο, με γραφίδα και βίο, με συγγραφές και εκδόσεις, με μεταφραστικό πλουτισμό και πρωτότυπη θεολογική λειτουργική και κανονική παραγωγή, με συναξαριστικές συλλογές και νεομαρτυρικές προαλείψεις, με άσκηση και μαρτύριο συνειδήσεως, με ένταση υπέρ της παραδόσεως, και ως προς την ανόθευτη πίστη, και ως προς το απαραχάρακτο ήθος, και ως προς τις καταλυτικές της θείας λατρείας τυποποιήσεις και ανατροπές, τον αληθή αγιοπατερικό και ρωμαίικο διαφωτισμό του Γένους».
Οι Φιλοκαλικοί Πατέρες, όπως φαίνεται από το έργο το οποίο άφησαν, πρόβαλαν την εμπειρική θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως την συναντούμε στα κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας και τους βίους των αγίων· αντέταξαν στον δυτικό σχολαστικισμό τα εμπειρικά κριτήρια της Ορθοδόξου Παραδόσεως, τον ησυχαστικό τρόπο ζωής· αντιπαρέθεσαν «στον δρόμο της αλαζονικής και νοησιαρχικής πολυγνωσίας τον αγιοπατερικό δρόμο της καθαιρόμενης, φωτιζόμενης και θεούμενης χαρισματικά ύπαρξης» και στους κατά κόσμον σοφούς, τους θεουμένους αγίους και τους Νεομάρτυρες· εξισορρόπησαν ως πατερικοί τον ανατρεπτικό φιλελευθερισμό με τον τυποποιημένο συντηρητισμό όπως και συνέδεσαν το δόγμα με το ήθος· διακίνησαν «την ενίσχυση της ορθοδόξου παραδόσεως και την αφύπνιση του Ελληνισμού» και τελικά σκόπευαν στην «από πάσης πλευράς πνευματική άνοδο του λαού της εποχής τους, αλλά και την προφύλαξή του από τους δυτικότροπους νεωτερισμούς».
Το έργο των Φιλοκαλικών Πατέρων είναι μεγάλο και μελετήθηκε από πολλές πλευρές και μελετάται ακόμη και σήμερα. Πολλοί από τους συγχρόνους Χριστιανούς ανακάλυψαν τον θησαυρό της Ορθοδόξου Παραδόσεως, μελετώντας τα κείμενα του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Σημαντικό είναι το έργο του Αγίου Νικοδήμου, σε συνεργασία με τον Άγιο Μακάριο Νοταρά, με τίτλο «Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών συνερανισθείσα παρά των αγίων και θεοφόρων Πατέρων» και υπότιτλο που δείχνει το περιεχόμενο, «εν η διά της κατά την πράξιν και θεωρίαν ηθικής φιλοσοφίας ο νούς καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται». Το έργο αυτό είναι μια ανθολόγηση νηπτικών κειμένων των Πατέρων που αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο βιώνει κανείς την άκτιστη Χάρη του Θεού.
Από τον τίτλο και από τον υπότιτλο φαίνεται το «πνεύμα» που διακατείχε τους δύο αυτούς Φιλοκαλικούς Πατέρας, τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη και τον Μακάριο Νοταρά, και το πως ήθελαν να μορφώσουν τους υποδούλους αδελφούς τους. Διαβάζοντας κανείς τα κείμενα της Φιλοκαλίας, παρατηρεί όλο τον πλούτο και την αξία των νηπτικών αυτών κειμένων. Σήμερα όσοι από τους δυτικούς γίνονται Ορθόδοξοι μαγεύονται από την αξία αυτών των ησυχαστικών κειμένων που συνέλεξαν ο Άγιος Μακάριος Νοταράς και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και τα εξέδωσε με εισαγωγές και κριτικές παρεμβάσεις ο τελευταίος.
Είναι σημαντικό το «προοίμιο» που συνέγραψε ο Άγιος Νικόδημος και για την έκδοση της «Φιλοκαλίας», στο οποίο συνδέει αναπόσπαστα την ενανθρώπηση του Χριστού και όλο το μυστήριο της θείας οικονομίας με την ησυχαστική-νηπτική παράδοση της Εκκλησίας.
Στην αρχή αναφέρεται στη δημιουργία του ανθρώπου, την πτώση του και την ενανθρώπηση του Χριστού, που είχε ως αποτέλεσμα την επαναφορά του ανθρώπου στην κοινωνία με τον Θεό που γίνεται με το άγιο Βάπτισμα, με το οποίο εισέρχεται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου η Χάρη του Αγίου Πνεύματος «οιονεί σπέρμα θείον». Έπειτα, παρουσιάζει πως η Χάρη αυτή σκεπάζεται από τα πάθη και απαιτείται η εύρεσή της, προκειμένου ο άνθρωπος να επιτύχει τη σωτηρία του. Αυτό επιτυγχάνεται με τη νήψη, την προσοχή και τη φυλακή του νοός, την προσευχή με το όνομα του Χριστού, σε συνδυασμό με την τήρηση των εντολών Του, αφού διά του τρόπου αυτού αναπτύσσεται η καρδιακή θέρμη και έτσι καταναλίσκονται τα πάθη, καθαίρονται ο νους και η καρδία και ενώνονται μεταξύ τους. Στη συνέχεια, τηρούνται ευκολότερα οι εντολές του Χριστού, εκχέονται οι καρποί του Παναγίου Πνεύματος και με τον τρόπο αυτόν με συντομότερη οδό ευρίσκεται η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που βρίσκεται στην καρδιά, καλυμμένη από τα πάθη.
Αφού αναφέρεται στα έργα των Αγίων Πατέρων που κάνουν λόγο για την εργασία της νοεράς προσευχής, την κάθαρση του νοός και της καρδίας, στη συνέχεια περιγράφει την κατάσταση της εποχής εκείνης, αφού όχι μόνον οι λαϊκοί, αλλά και οι μοναχοί διακρίνονταν για την «αγνωσία» και την «αμέλεια» αυτών των νηπτικών κειμένων, τα οποία βοηθούν στη θέωση του ανθρώπου. Μάλιστα, και αυτά τα νηπτικά κείμενα παρέμειναν μέχρι τότε στο σκοτάδι και τη γωνία «ακλεή και σητόβρωτα και τήδε κακείσε παρερριμμένα τε και διεσπαρμένα». Κατά τον άγιο Νικόδημο οι περισσότεροι από τους Ορθοδόξους Χριστιανούς διάκεινται με αμέλεια ως προς την ιερά αυτή εργασία και κατατρίβονται στην ζωή τους μόνο με τα εργαλεία των αρετών, ενώ αμελούν την εσωτερική ιερά εργασία, τη φυλακή του νοός και της καθαράς προσευχής, η οποία μόνο οδηγεί προς θέωσιν τον άνθρωπο. Μάλιστα δε, όπως γράφει «και παρά τοις μοναχοίς αυτοίς και ησύχως μονάζουσι, σπανιώτατον εστιν, ω της ζημίας και πάνυ δυσεύρετον». Πιστεύει δε ότι, επειδή εγκαταλείφθηκε αυτή η ιερά εργασία, η ιερά ησυχία, γι’ αυτό και εξέλειπαν οι διαπρέποντες εν αγιότητι και από τους ζώντας και από τους μετά τον θάνατον και έτσι λίγοι είναι οι σωζόμενοι στην εποχή μας. Γιατί «δίχα δε του θεωθήναι τον νούν, έφη τις, ουχ όπως αγιάσαι, αλλ’ ουδέ σωθήναι τον άνθρωπον ενδέχεται», αφού ταυτίζεται η θέωση με τη σωτηρία, διότι «ταυτόν γαρ εστί σωθήναι και θεωθήναι». Γράφοντας όλα αυτά και αναφερόμενος στην αγνωσία και την αμέλεια των συγχρόνων του για θέματα ιεράς ησυχίας γράφει: «Θρηνώ δε το εντεύθεν· και μοι το πάθος επικόπτει τον λόγον». Τη μέθοδο της ιεράς ησυχίας την χαρακτηρίζει «αγία», διότι δι’ αυτής απαλλάσσεται ο άνθρωπος από την πλάνη.
Επειδή υπήρχαν ορισμένοι που είχαν αντίρρηση για την δημοσίευση των νηπτικών αυτών κειμένων, διότι δήθεν από την ανάγνωσή τους ακολουθεί κάποιος κίνδυνος, ο Άγιος Νικόδημος χρησιμοποιεί χωρία από την Αγία Γραφή και τους Πατέρας με τα οποία αποδεικνύει ότι η εξάσκηση σε αυτό το έργο «μετά πάσης ταπεινοφροσύνης και πενθικής διαθέσεως» συνιστάται απ’ όλη την Αποστολικοπατερική παράδοση για την απαλλαγή μας από την πλάνη.
Ο Άγιος Νικόδημος κάνει μια θεολογική ανάλυση της ησυχαστικής μεθόδου, που συνδέεται με τη νήψη και την προσευχή, και προς το τέλος του προοιμίου καταγράφει το περιεχόμενο της συλλογής αυτών των κειμένων που συμπεριλαμβάνονται στην «Φιλοκαλία»:
«Και έχεις τοιγαρούν, ω φίλτατε Αναγνώστα, διά του παντ’ αρίστου Κυρίου Ιωάννου, άπονον του λοιπού και ευπόριστον, την παρούσαν πνευματικήν Βίβλον. Βίβλον, το της νήψεως ταμιείον· το του νοός φυλακτήριον· το μυστικόν διδασκαλείον της νοεράς προσευχής. Βίβλον, της πρακτικής την εξαίρετον υποτύπωσιν· της θεωρίας την απλανή οδηγίαν· τον των Πατέρων Παράδεισον· των αρετών την χρυσήν σειράν. Βίβλον, το πυκνόν του Ιησού αδολέσχημα, την ανακλητικήν της χάριτος σάλπιγγα και, συνελόντα φάναι, αυτό δη αυτό το της θεώσεως όργανον, χρήμα είπέρ τι άλλο μυριοπόθητον, και προ πολλών ετών μελετώμενον μεν και ζητούμενον, αλλ’ ουχ ευρισκόμενον».
Στο τέλος δε προτρέπει τους αναγνώστες να μελετήσουν τα κείμενα αυτά γιατί θα τους θρέψουν και θα τους μεθύσουν με τη νηφάλιο μέθη του Πνεύματος και θα τους ελευθερώσουν από τη δουλεία στα πάθη:
«Ἔλθετε τοίνυν, ἔλθετε· φάγετε τόν ἐν αὐτῇ γνωστικόν τῆς σοφίας ἄρτον, καί πίετε οἶνον τόν εὐφραίνοντα μέν νοητῶς τήν καρδίαν, ἐξιστῶντα δέ πάντων αἰσθητῶν ὁμοῦ τε καί νοητῶν διά τήν κατ’ ἔκστασιν θέωσιν, καί μεθύσθητε μέθην τῷ ὄντι νηφάλιον. Ἔλθετε πάντες ὅσοι κλήσεως ὀρθοδόξου τυγχάνετε μέτοχοι, συνάμα Λαϊκοί τε καί Μοναχοί, οἱ τήν ἐντός ὑμῶν οὖσαν τοῦ Θεοῦ βασιλείαν καί τόν ἐν τῷ ἀγρῷ τῆς καρδίας κεκρυμμένον εὑρηκέναι σπουδάζοντες θησαυρόν· ὅς ἔστιν ὁ γλυκύς Ἰησοῦς Χριστός· ἵν’ ὅπως, τῆς περί τά κάτω αἰχμαλωσίας, καί τῆς περιφορᾶς τοῦ νοός ἐλευθερωθέντος, καί τῆς καρδίας τῶν παθῶν καθαρθείσης, διά τῆς ἀδιαλείπτου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ φοβερᾶς ἐπικλήσεως, καί τῶν λοιπῶν συνεργῶν ἀρετῶν, τῶν ἐν τῇ παρούσῃ Βίβλῳ διδασκομένων, ἑνωθείητε μέν πρός ἑαυτούς, δι’ ἑαυτῶν δέ καί πρός Θεόν, κατά τήν πρός τόν Πατέρα τοῦ Κυρίου παράκλησιν, ἵνα ὦσι, λέγοντος, ἕν, ὡς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν· καί οὕτως αὐτῷ ἡνωμένοι καί ὅλως ἠλλοιωμένοι τῇ κατοχῇ καί ἐκστάσει τοῦ Θείου ἔρωτος δαψιλέστατα θεωθείητε, ἐν αἰσθήσει νοερᾷ καί ἀδιστάκτῳ πληροφορίᾳ καί πρός τόν πρῶτον σκοπόν τοῦ Θεοῦ ἐπανέλθοιτε, δοξάζοντες Πατέρα, Υἱόν καί Πνεῦμα Ἅγιον, τήν μίαν Θεαρχικωτάτην Θεότητα».
Τα κείμενα της «Φιλοκαλίας», τα οποία παρέδωσαν οι άγιοι Πατέρες στα τέκνα τους, «καθάπερ τινα πατρικήν κληρονομίαν», έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αναγέννηση πολλών Χριστιανών, τους οποίους καθοδήγησαν να ασχοληθούν με την ιερά ησυχία και την κάθαρση του νοός και της καρδίας, ώστε να μεθέξουν της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού. Αυτό έγινε όχι μόνον για τους Ελληνοφώνους Χριστιανούς, όταν δημοσιεύθηκε η «Φιλοκαλία» στη Βενετία το 1782, αλλά και για τους Σλαύους και Ρώσους, όταν μεταφράσθηκε από τον Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ (1722-1794), και εκδόθηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1793, καθώς επίσης και από άλλους λαούς που ακολουθούν άλλες ομολογίες, αφού μεταφράσθηκε και σε ευρωπαικές γλώσσες, όπως σημειώνουν οι εκδότες στην ελληνική γλώσσα. Η «Φιλοκαλία», «ως μορφή συνοδικής, τρόπον τινα, κωδικοποιήσεως της Ορθοδόξου Μυστικής Θεολογίας», προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση και σε ανθρώπους της εποχής μας, γιατί περιέχει κείμενα μεγάλης διαχρονικής αξίας και σπουδαιότητος.
Πάντως, η ιερά ησυχία που καταγράφεται στο βιβλίο αυτό εκφράζεται ως «η Καθαρτική, Φωτιστική και Τελειωτική εργασία» και βοηθά στο να ενεργοποιηθεί η Χάρη του Βαπτίσματος, που υπάρχει μέσα στην ψυχή, να γεμίσει την ψυχή και το σώμα του ανθρώπου από Άγιο Πνεύμα και τότε μπορεί ο άνθρωπος να υπομένει τα βάσανα και τους πειρασμούς, να κρατά την πίστη, να δίνει την ομολογία και να γίνεται μάρτυς Ιησούς Χριστού. Με αυτές τις προϋποθέσεις κρατήθηκαν οι Χριστιανοί στην Ορθόδοξη Πίστη και την Ορθόδοξη Εκκλησία και απέφυγαν τους βίαιους εξισλαμισμούς. Αλλά η «Φιλοκαλία» συνετέλεσε και στην μεγάλη ησυχαστική αναγέννηση στους σλαβικούς λαούς και δημιούργησε τόσους αγίους, που βοήθησαν αποτελεσματικά τον λαό.
Εκτός από τη «Φιλοκαλία» θεωρούνται, ακόμη, σημαντικά τα έργα του Αγίου Νικοδήμου που επιγράφονται «Εορτοδρόμιον» και «περί φυλακής των πέντε αισθήσεων» που έχουν, επίσης, διαχρονική αξία και σπουδαιότητα.