Διαβάζουμε στο Γεροντικό: «Ήλθε κάποτε ένας καμηλιέρης να πάρει τα πράγματα και να πάει σ᾿ άλλο τόπο. Ο αββάς μπήκε μέσα να του φέρει τη σειρά (=πλεξούδες, εργόχειρο μοναχού), την πήρε στο χέρι αλλά ξεχάσθηκε, γιατί ο νους του ήταν δοσμένος στον Θεό.
Τον ενόχλησε σε λίγο ο καμηλιέρης, κτυπώντας την πόρτα αλλά και πάλι ο αββάς Ιωάννης μπαίνοντας ξεχάσθηκε. Στο τρίτο χτύπημα πια του καμηλιέρη, μπαίνοντας έλεγε: «Σειρά καμήλα, σειρά καμήλα»» (Το Μέγα Γεροντικόν, εκδ. Ησυχ. Γενέσιον της Θεοτόκου, Θεσσαλονίκη 1997, τόμος Γ’, σελ. 294).
Ο μακαριστός γέροντας Χερουβείμ Καράμπελας (1920-1979), στις νοσταλγικές αναμνήσεις του από το «Περιβόλι της Παναγίας», το Άγιον Όρος, γράφει: «Σε μια τέτοια ευκαιρία, κτύπησα την πόρτα, αλλά δεν έλαβα καμμία απάντησι.
Σκέφθηκα ότι δεν θα έπρεπε να φύγω, μια και είχα πάει ως εκεί, αφού μάλιστα η πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη. Έσπρωξα λοιπόν λίγο και με προσοχή την πόρτα και αντίκρισα ένα εξαίσιο θέαμα: «Ο γερο-Άνθιμος ήταν αφοσιωμένος στην προσευχή.
Κρατώντας το τριακοσάρι κομποσχοίνι του, στηριζόταν πάνω στο «τεμπελόξυλο». Μού φάνηκε κατάλευκος, μεταρσιωμένος, φωτεινός. Δεν αντελήφθη την παρουσία μου.
Με ακόμη περισσότερη προσοχή προχώρησα και κάθησα στην απλωταριά, όπου συνηθίζαμε να συζητάμε, και περίμενα να τελειώση την μυστική και αγία εκείνη συνομιλία του με τον Θεόν» (Καράμπελα Χερουβείμ (Αρχιμ.), Από το Περιβόλι της Παναγίας, Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός 1997, σελ. 181).