Οι κλήσεις του Θεού

  • Dogma
θεός

Ο Κύριος καλεί τους ανθρώπους με μύριες παραλλαγές-επίνοιές Του.

Καταχωρούμε σήμερα αρκετές ιστορίες· αλλά είναι τόσο διδακτικές!

Ο προφήτης Σαμουήλ, τεράστια φυσιογνωμία της προχριστιανικής ευσεβείας, υπήρξε ο τελευταίος Κριτής του Ισραήλ. Όταν γέρασε κατέστησε τους γιούς του δικαστές στους συμπατριώτες του, πλην αποδείχθηκαν ανάξιοί του, γιατί δέχονταν δωροδοκίες· οπότε του ζήτησαν οι Εβραίοι να τους ανακηρύξει ένα δίκαιο βασιλιά, καθώς είχαν και τα άλλα έθνη.

Ο άνθρωπος του Θεού λυπήθηκε, επειδή έτσι θα έπαυε το θεοκρατικό πολίτευμα, θα έπαυε δηλαδή να είναι έμμεσος και άμεσος άρχοντας ο Θεός. Ο Ύψιστος ωστόσο συμφώνησε με το αίτημά τους και έκανε την παραχώρηση – μιαν ακόμη παραχώρηση στον σκληροτράχηλο λαό. Και διέταξε τον άγιο να τους βάλει μονάρχη, αφού πρώτα θα τους εφιστούσε την προσοχή στις υποχρεώσεις που θ’ αναλάμβαναν απέναντί του.

Ο βασιλιάς θα έπαιρνε τους γιους τους για να τους κάνει στρατιώτες του και τρυγητές στα κτήματά του και οπλοποιούς του. Θα έπαιρνε τις κόρες τους για να τις κάνει μαγείρισσες και φουρνάρισσές του. Θα έπαιρνε τους εύφορους αγρούς και τα αμπέλια τους για να τα δώσει στους αυλικούς του. Θα έπαιρνε φόρους και θα έπαιρνε και τους δούλους και τα κοπάδια τους. Και οι ίδιοι θα γίνονταν δούλοι του, και θα έκραζαν από την καταπίεση, μα ο Κύριος δεν θα τους έδινε σημασία.

Ισχυρογνώμονες αυτοί, είπαν «όχι». Ήθελαν βασιλιά να πηγαίνει μπροστά και να τους οδηγεί στον πόλεμο.

Λοιπόν όταν μια φορά χάθηκαν οι όνοι του πλουσίου Kις, αυτός έστειλε ένα γιό του, τον πανύψηλο με λαμπρή θωριά Σαούλ μαζί με ένα δούλο να τους βρει.

Περιπλανήθηκαν για μέρες ψάχνοντας, αλλά μάταια, και ο νέος είπε στον συνοδό του να γυρίσουν πίσω, μήπως ο πατέρας του άφηνε την έγνοια των υποζυγίων και ανησυχούσε για τους ίδιους. Ο υπηρέτης είχε μια φαεινή ιδέα. Ας συμβουλεύονταν τον διορατικό Σαμουήλ· είχαν ήδη φθάσει στην πόλη του.

Πρόλαβε ωστόσο και βγήκε εκείνος και τους συνάντησε, γιατί τον είχε προστάξει σχετικά ο Θεός την προηγούμενη μέρα. Μίλησε με υπονοούμενα για τη μελλοντική δόξα του νεοφερμένου και του επιδαψίλεψε εξιδιασμένες τιμές. Ο επίδοξος μονάρχης τα αντιμετώπισε διστακτικά, δεδομένου ότι καταγόταν από μικρή φυλή, ήταν Βενιαμίτης.

Πάρα ταύτα ο άγιος Σαμουήλ αφού τον απομόνωσε πήρε το φλασκί «του λαδιού και έχυσε πάνω στην κεφαλή του και τον φίλησε» και τον βεβαίωσε ότι ήταν πια χριστός, χρισμένος από τον Σαβαώθ, για να γίνει βασιλιάς των Ισραηλιτών. Για να πεισθεί μάλιστα του προφήτεψε πού ήσαν τα κτήνη του, καθώς και άλλα που επαληθεύθηκαν σύντομα.

Όταν όμως έμελλε να τον ενθρονίσει, ας πούμε, μπροστά σε όλο τον Ισραήλ, ο νέος εξαφανίσθηκε. Μα ο Θεός φανέρωσε τον κρυψώνα του στον προφήτη, ο οποίος πήγε και τον έφερε και τον παρουσίασε, οπότε τον αναγνώρισε «όλος ο λαός και είπαν “Ζήτω ο βασιλεύς”» (Α’ Βασ. κεφ. 8-10).

Ο πρώτος βασιλιάς και προκάτοχος του Δαβίδ κλήθηκε ενώ ερευνούσε για όνους! Με τι παράξενους τρόπους καλεί μερικές φορές ο Θεός… Αλλά αυτή ήταν μια πολύ παλιά ιστορία, του 1040 π.Χ. Ας παραθέσουμε και μια νεώτατη, με πρωταγωνιστή άνθρωπο που άφησε εποχή στην Πελοπόννησο:

Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ζούσε στην Καλαμάτα ένας άσωτος οργανοπαίχτης. Ήταν μάλιστα ιδιοκτήτης ταβερνείου, που μάζευε τα χειρότερα στοιχεία της πόλεως, στα οποία αυτός ήταν ο αρχηγός. Επιβαλλόταν δια της πυγμής, κυριολεκτικά δια της πυγμής! Κανέναν δεν υπολόγιζε, κανέναν δεν φοβόταν, ούτε τον Θεό.

Ωστόσο κάποτε πέθανε ξαφνικά στενός του φίλος – υπάρχει η εκδοχή πως ξεψύχησε καθώς συνδιασκέδαζαν. Πήγε στην κηδεία στην εκκλησία, όπου ίσως δεν είχε ξαναπατήσει ποτέ του, και εκεί άκουσε τον Χριστό να λέει στο Ευαγγέλιο ότι κάθε γνήσιος οπαδός Του «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιω. 5.24). Ρώτησε εναγώνια τους επιτρόπους του ναού αν υπήρχε άλλη ζωή. Του έκαναν λόγο για την αιωνιότητα και ο Ηλίας Παναγουλάκης, όπως ονομαζόταν, αποδύθηκε σε ανέλπιστη συντριπτική μετάνοια:

Βίωσε ασκητικά στα υπόλοιπα δεκαπέντε χρόνια του, δεν έτρωγε ούτε κρέας ούτε ψάρια ούτε γαλακτερά, το δε λάδι το κατέλυε μόνο τα Σαββατοκύριακα. Τετάρτες και Παρασκευές δεν γευόταν τίποτε.

Φυσιογνωμία ολκής, μαγνήτιζε πλήθη που μετέβαιναν στο ασκητήριό του έξω από την πόλη, για ν’ ακούσουν τις πηγαίες και δυνατές ομιλίες του. Καίτοι ήσαν απλοϊκές, αφού ήταν αγράμματος, προκαλούσαν σωτήριες δονήσεις. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο στρατιωτικός διοικητής της περιφέρειας απαγόρευσε στους οπλίτες να πηγαίνουν στα κηρύγματά του, επειδή μετά στις νηστήσιμες ημέρες δεν έπαιρναν το λαδερό σιτηρέσιό τους!

Είχε ακόμη συναρμολογήσει έναν ανθρώπινο σκελετό και τον είχε κρεμασμένο. Όταν τον κουνούσε κροτάλιζε και διαλαλούσε εμφαντικά τη ματαιότητα των παρόντων – οπτικοακουστικό μέσο υψηλής παιδαγωγικής αποδοτικότητος, στην υπηρεσία του Παναγουλάκη και του Κυρίου του!

Κοντά του μόνασαν και άλλοι, ώστε δημιουργήθηκε το «Ασκητήριο Παναγουλάκη». Μαρτυρείται επίσης ότι είχε και το προορατικό χάρισμα. (Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια λ. Παναγουλάκης Ηλίας».

Ωστόσο πράγματι αναφύονται δυσκολίες, και δεν μας αφήνουν να φέρουμε τον εαυτό μας στον Κύριο, μας αποτρέπουν από το «Έρχου και ίδε» αντίθετα από τον Ναθαναήλ – και αντίθετα από τον Θεολόγο Ιωάννη που έσπευσε στην κλήση του άδειου πλέον Παναγίου Τάφου «και είδε και επίστευσεν» (Ιω. 20.8). Ποιες ολέθριες ωτασπίδες ενεργούν σαν σιγαστήρες, ώστε δεν κάνουμε το απλό πείραμα να πάμε και να δούμε. Δεν δημιουργούνται υποχρεώσεις και δεσμεύσεις, δεν χαλκεύονται δεσμά, μια που ο Ιησούς δεν πειθαναγκάζει εφόσον τα πάντα επαφίονται στη διάθεσή μας – «όστις θέλει…» (Μάρκ. 8.34).

Υφίστανται πολλά εμπόδια που υψώνονται και οριοθετούν τη στεγανοποίηση και ηχομόνωσή μας, και φράζουν την ακοή μας στην κλήση. Για παράδειγμα η άκρατη νοησιαρχία, έστω και μη κακόβουλη, όπως του αποστόλου Θωμά. Είναι απαραίτητο να παραμερίσεις τους φράχτες, να τους υπερπηδήσεις. Κάνε τη δοκιμή, «έρχου και ίδε». Όταν δε γευθείς και δεις «ότι χρηστός [είναι] ο Κύριος» (Ψαλμ. 33.9) τότε θα γίνεις «μακάριος άνδρας» καθώς συνεχίζει ο στίχος.

«Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς», υποσχέθηκε ο γλυκύς Ναζωραίος (Ματθ. 11.28). Ποιος δεν είναι κοπιών και πεφορτισμένος από ποικιλόμορφο άχθος και άγχος; Όταν Τον ακούσεις και υπακούσεις και πορευθείς και σε αναπαύσει, τότε, – ε! τότε – Του προσκολλάσαι «εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου» (Λουκ. 10.27). Τότε και για σένα είναι «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Κολ. 3.11).

Έχει εξομολογηθεί ο θερμός και ειλικρινής Ντοστογιέφσκυ πως αν του έθεταν το δίλημμα «Τον Παράδεισο ή την Κόλαση», και στην Κόλαση ήταν ο Χριστός, αυτός θα προτιμούσε την Κόλαση.

Ψέματα είπε! Καταστρατήγησε τη Θεολογία. Ήξερε ότι όπου είναι ο Χριστός, εκεί είναι αυτόματα και ο Παράδεισος, και όχι το αντίστροφο, όπου δηλαδή είναι ο Παράδεισος εκεί είναι ο Χριστός. Δεν βρίσκεται ο Χριστός στον Παράδεισο αλλά ο Παράδεισος στον Χριστό. Το άπαν είναι ο Χριστός, «τα πάντα εν πάσι» (Εφ. 1.23). Δεν προϋποθέτει ο Χριστός τον Παράδεισο, αλλά ο Παράδεισος τον Χριστό. Ο Παράδεισος είναι η παρουσία του Θεού. Έξω και μακριά του υπερμακάριου και υπέρλαμπρου Θεού δεσπόζει «το σκότος το εξώτερον… ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ. 25.30). Αν κατά εικασία ο Χριστός βρισκόταν στην Κόλαση, κατ’ ανάγκη η Κόλαση θα μεταβαλλόταν σε Παράδεισο.

Το φως είναι ο Χριστός (Ιω. 8.12) και «το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβε» (Ιω. 1.5), αλλά το φως κατέλαβε και κατέβαλε τη σκοτία. Κόλαση μπορεί να θεωρεί τον Χριστό μόνο όποιος δεν Τον γνώρισε. Όποιος Τον ζήσει εξίσταται από τον ενθουσιασμό του, συνεπαίρνεται και πλέκει έξαλλος ύμνους θείων ερώτων σαν τον φλογερό Συμεών τον Νέο Θεολόγο. Θαμπώνεται και ζαλίζεται από την εκτυφλωτική λάμψη Του, και παραληρεί «μη ειδώς ο λέγει» σαν τον Πέτρο κατά την αστραπόμορφη Μεταμόρφωση του Σωτήρα (Λουκ. 9.33).

Σε άλλο στιγμιότυπο κατά το ξεκίνημα επίσης του δημοσίου βίου Του ο Λυτρωτής κάλεσε προκαταρκτικά δυο αποστόλους με βραχύτατη πάλι φράση: «Έρχεσθε και ίδετε». Πήγαν και είδαν, και απορροφήθηκαν από τη συντροφιά Του όλη τη μέρα. Τον ενστερνίσθηκαν ως Μεσσία, οπότε ο ένας τους, ο Ανδρέας, έσπευσε περιχαρής να το αναγγείλει στον αδελφό του Σίμωνα-Πέτρο (Ιω. 1.35-43).

Καλείται από τον Θεάνθρωπο ο Ανδρέας και καλεί τον Σίμωνα. Καλείται ο Φίλιππος και καλεί τον Ναθαναήλ. Καλείται ο Θωμάς και καλεί έθνη, μέχρι και τους απόμακρους και εξωτικούς τότε Ινδούς του Μαλαμπάρ (Κεράλας). Καλούνται και όλοι οι απόστολοι και καλούν την υφήλιο. Καλούνται σε όλες τις εποχές διάφοροι, όπως ο Παναγουλάκης, και καλούν την εποχή τους.

Φυσικό τούτο. Ο ερχόμενος με ευθύτητα, απλότητα και ανοιχτή καρδιά στον Σωτήρα βρίσκει και καρπούται το πλήρωμα κάθε υψίστης εφέσεως, ώστε ξεχειλίζει από ικανοποίηση και ευφορία που διαχύνεται στον περίγυρό του. Αποβαίνει απόστολος, ιεραπόστολος, και μεταλαμπαδεύει «την αγαλλίαση της σωτηρίας» που θα έλεγε ο Δαβίδ (Ψαλμ. 50.14). Η ιεραποστολή συνιστά δικαίωμα μάλλον παρά καθήκον.

Ιερομόναχος Ιουστίνος

 

TOP NEWS