Dogma

Οι λαϊκοί στη Θεία Λατρεία

Toυ Μ. Γ. Βαρβούνη, Καθηγητή Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης

Είναι σε όλους γνωστό ότι την Εκκλησία αποτελούν από κοινού λαϊκά μέλη και κληρικοί, οι ρόλοι των οποίων ρυθμίζονται από τους ιερούς κανόνες, τους Πατέρες της Εκκλησίας και την εν γένει ορθόδοξη παράδοση, ώστε να μην χρειάζεται περαιτέρω συζήτηση το ζήτημα. Ωστόσο αυτά που θα έπρεπε να αποτελούν αυτονόητα, δεν αντιμετωπίζονται ως τέτοια, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται στην καθημερινή λειτουργική ζωή και πράξη δυσλειτουργίες που συχνά χρειάζονται ειδικές ρυθμίσεις για να διευθετηθούν.

Σε γενικές γραμμές το φαινόμενο αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αμφότερα τα λαϊκά και τα κληρικά μέλη της Εκκλησίας συχνά υπερβαίνουν τους θεσπισμένους ρόλους τους: οι πρώτοι αμφισβητούν έμπρακτα την πρωτοκαθεδρία των κληρικών και οι δεύτεροι συγχέουν κάποτε την διακονία με την κυριαρχία. Κι έτσι, οι συγκρούσεις είναι όχι μόνο αναπόφευκτες αλλά και ενίοτε οξύτατες. Αλλωστε, παρόμοια φαινόμενα έχουν περιγράψει και οι μεγάλοι ηθογράφοι συγγραφείς του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, με κυριότερα τα παραδείγματα των Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και Αλέξανδρου Μωραϊτίδη.

Συχνές λ.χ. είναι οι συγκρούσεις ανάμεσα στους εφημερίους και τους ψάλτες κάθε ενορίας, αλλά και στους ιερείς και στα μέλη των ενοριακών συμβουλίων. Στην πρώτη μάλιστα περίπτωση αναφέρονται μία ολόκληρη σειρά ευτράπελων διηγήσεων του ελληνικού λαού για τους ανταγωνισμούς και τις συγκρούσεις, με τις ανάλογες αντεκδικήσεις ιερέων και ψαλτών. Και το φαινόμενο δυστυχώς διαιωνίζεται ως και τις μέρες μας, προκαλώντας συχνά αταξία, σύγχυση και αναστάτωση στους πιστούς.

Δεν πρέπει να ξεχνούμε όμως ότι και η εκκλησιαστική μουσική, όπως άλλωστε και η αγιογραφία, αποτελούν θεραπαινίδες της λατρείας, και όχι το κύριο σώμα της. Αυτό σημαίνει ότι ο ψάλτης οφείλει να υπακούει στον ιερέα και να τηρεί εντός του ναού ανάλογη με το λειτούργημα και το διακόνημά του στάση, χωρίς βεντετισμούς, άσκοπες αυστηρότητες και επιδείξεις καταναγκαστικές του ενός ή του άλλου ύφους. Οι πιστοί μας προσέρχονται στους ναούς με την πεποίθηση ότι πηγαίνουν στον οίκο του Θεού, όχι σε ωδείο, και με την βούληση να προσευχηθούν μέσα σε συνθήκες ηρεμίας και κατάνυξης, όχι να ταραχθούν από την ενίοτε απρεπή συμπεριφορά όσων συμμετέχουν στη θεία λατρεία.

Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και με τους παντοιοτρόπως διακονούντες στους ναούς, οι οποίοι κάποτε παύουν να είναι οι στενότεροι συνεργάτες του εφημερίου και γίνονται ο μεγαλύτερος εφιάλτης του. Καθώς ο ιερέας προΐσταται της θείας λατρείας και της ανάλογης λατρευτικής σύναξης, παρατηρήσεις προς αυτόν, φωνασκίες και λογομαχίες, ακόμη και ανυπακοή στα κελεύσματά του κατά την ώρα της λατρείας δεν νοούνται για ανθρώπους που θέλουν να θεωρούν εαυτούς «ανθρώπους της Εκκλησίας». Υπάρχει η κατάλληλη ώρα και ο ανάλογος τόπος, μετά την ολοκλήρωση της ακολουθίας, κατά την οποία μπορεί ο καθένας να κάνει τις τυχόν παρατηρήσεις και υποδείξεις του προς τον ιερέα, εφόσον γνωρίζει και το κάνει με σεβασμό και αγάπη. Τόσο ο τόπος και η ώρα, όσο και ο τρόπος, παίζουν εδώ καθοριστικό ρόλο, ώστε να μην προκληθεί σκανδαλισμός των πιστών.

Οι ιερείς πάλι, σε περιπτώσεις ανάλογων προσβολών, οφείλουν να είναι συγκρατημένοι, ανεκτικοί και συγχωρητικοί. Αψιμαχίες, προσβολές και λογομαχίες την ώρα της λατρείας, και με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον λειτουργό, δεν νοούνται. Πρέπει να υποδεικνύουν στον παρεκτρεπόμενο τη σιωπή και τη λύση του ζητήματος κατ’ ιδίαν, μετά την ακολουθία, κυρίως δε οφείλουν να μην ξεκινούν αυτοί πρώτοι τη διαμάχη, με άκαιρες και προσβλητικές – συχνά όχι στην ουσία τους αλλά στον τρόπο με τον οποίο εκφέρονται – υποδείξεις και επεμβάσεις. Και βέβαια όσα διαπιστώνονται εδώ δυστυχώς δεν αποτελούν θεωρητικές κατασκευές, αλλά προϊόν πείρας από ανάλογα επεισόδια σε διάφορες ελληνικές περιοχές, που μόνο καλές εντυπώσεις δεν άφησαν σε όσους είχαν την ατυχία να τα παρακολουθήσουν.

Δυστυχώς αυτά που είναι αυτονόητα δεν είναι πάντοτε και συνήθη, ώστε να προκαλούνται σκανδαλισμοί, παραπικρασμοί και το κυριότερο να δίνεται στο εκκλησίασμα η εντύπωση ενός σπαρασσόμενου χώρου, χωρίς σεβασμό και αγάπη. Δηλαδή ακριβώς το αντίθετο από αυτό που πρέπει να είναι η Εκκλησία και η εκκλησιαστική ζωή. Γι’ αυτό και χρειάζεται προσοχή από όλους τους παράγοντες της λατρείας, λαϊκούς και κληρικούς, ώστε να μην προκαλούνται σκάνδαλα που μπορούν να βλάψουν την κοινή αντίληψη γύρω από την Εκκλησία και τη λατρευτική ζωή της.