Οι μεγάλοι άγιοι της Σμύρνης

  • Δόγμα

Η ζωή του Γένους των Ελλήνων στα πλαίσια της Εκκλησίας, της Ἑλληνικής Παιδείας, της Κοινότητας και της Ενορίας στήριζε πάντα την Ελληνορθοδοξία στη Σμύρνη, όπως και σε άλλους ελληνικούς χώρους λειτουργώντας ειρηνικά.

Στη Σμύρνη έζησαν μεγάλοι Άγιοι από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, Απόστολοι και αποστολικοί πατέρες. Ο Άγιος Βουκόλος είναι ο πρώτος Επίσκοπός της και ο πρώτος Πολιούχος της. Ο πρώτος Ναός του Αγ. Βουκόλου θεμελιώθηκε αριστερά από τον Πάγο στο σημείο του ενταφιασμού του. Ο Άγιος Βουκόλος χειροτόνησε, με τις ευλογίες του Ιωάννη του Θεολόγου και του Αποστόλου Παύλου, ως διάδοχό του τον Άγιο Πολύκαρπο, Επίσκοπο Σμύρνης. Ο Άγιος Πολύκαρπος γεννήθηκε το 69 μ.Χ. στη φυλακή της Σμύρνης, όπου ήσαν δέσμιοι για την πίστη τους στο Χριστό οι γονείς του Παγκράτιος και Θεοδώρα. Ο Άγ. Πολύκαρπος υπήρξε μαθητής του Ιωάννη του Θεολόγου μαζί με τον θεοφόρο Άγιο Ιγνάτιο, τον Άγιο Βουκόλο κ.ά.

Η φήμη του Αγίου Πολυκάρπου ως καλού Ποιμένος και διδασκάλου απλώθηκε σ᾽ ολόκληρη τη Μ. Ασία ώστε, κατά τη φράση του Τερτυλλιανού, να θεωρείται “totiusAsiaeprinceps” (πρίγκιπας όλης της Ασίας).

Ακολουθώντας το παράδειγμα του Κυρίου Ιησού Χριστού έθυσε την ψυχή του “υπέρ των άλλων”.

Μαρτύρησε σε βαθιά γεράματα επί “μεγάλης πυράς” στις 23 Φεβρουαρίου το 155 (κατ᾽ άλλους το 143) επί Αντωνίου του Ευσεβούς (138-161 μ.Χ.). Ήταν μία εποχή στην οποία εκατοντάδες χριστιανοί θανατώνονταν στο λόφο του Πάγου. Ο λόφος αυτός ποτισμένος με το αίμα στρατιάς Αγίων Μαρτύρων θεωρήθηκε ως ο νεώτερος “Γολγοθάς του Χριστιανισμού”. Ο βυζαντινολόγος Γεώργιος Λαμπάκης (1854-1912) έγραψε ότι δια του μαρτυρίου του Αγίου Πολυκάρπου παγιώθηκε ο λόγος του Σταυρού και διαδόθηκαν στην Ασία και από εκεί στην Ευρώπη «αι θείαι του Ευαγγελίου Αλήθειαι».

Ο Ιερός Πολύκαρπος διέπρεψε και ως συγγραφέας. Οι επιστολές του προς τις άλλες Εκκλησίες θεωρούνται “πάνυ ωφέλιμες” και περιέχουν υψηλές υποθήκες.

Συγκλονίζει το προσκύνημα του Αγίου Πολυκάρπου προς τον θεοφόρο Άγιο Ιγνάτιο, Επίσκοπο Αντιοχείας, ο οποίος πέρασε από τη Σμύρνη αλυσοδεμένος καθ᾽ οδόν προς τη Ρώμη για το δικό του μαρτύριο. Ο Άγ. Πολύκαρπος έτρεξε στο λιμάνι και ασπάσθηκε τις αλυσίδες του Αγίου Ιγνατίου προσπαθώντας μαζί με άλλους Χριστιανούς να ανακουφίσει τον Άγιο Ιγνάτιο, ο οποίος λίγο αργότερα απευθύνει επιστολή προς τους Σμυρναίους, όπου μαζί με τις θερμές ευχαριστίες του, τους επαινεί για την πνευματική τους ζωή. Ο θεοφόρος Άγ. Ιγνάτιος μαρτύρησε στη Ρώμη το 117 μ.Χ. “γενόμενος βορά αγρίων ζώων”.

Παρά τους απηνείς διωγμούς η Σμύρνη αναπτύσσεται σε όλους τους τομείς της ζωής, χάρη στην οργανωμένη ενοριακή και εκκλησιαστική ζωή των ορθοδόξων κατοίκων, και γίνεται ο οφθαλμός της Ιωνικής γης. Γίνεται ουσιαστικά το σημείο αναφοράς στη Δυτική Μικρά Ασία.

Μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων, διάταγμα Ανεξιθρησκείας, το 313 μ.Χ. υπογεγραμμένο από τον Μ. Κωνσταντίνο και τον Λικίνιο, ο Χριστιανισμός ήλθε πληθυσμιακά στην πρώτη θέση μεταξύ όλων των άλλων θρησκειών. Οι Σμυρναίοι ανεγείρουν μεγάλους ναούς προς τιμήν των πολλών Αγίων τους, στους οποίους περικλείουν τους τάφους τους και τα ιερά σεβάσματά τους. Επίσης ιδρύουν Μοναστήρια, Μετόχια και Ιδρύματα.

Η σταθερή πίστη των ορθοδόξων της Σμύρνης λειτουργεί ως ένας πολιτισμικός και κοινωνικός μοχλός και τους ωθεί να φτιάξουν σχολεία, να καλλιεργήσουν τη γνώση, τις επιστήμες, τις τέχνες, τη μουσική, το θέατρο, τις ξένες γλώσσες. Ήταν η μοναδική πόλη στην Ανατολή στην οποία οι κάτοικοι μιλούσαν τόσες γλώσσες, όσες και οι φυλές που την κατοικούσαν. Η συνύπαρξη διαφορετικών ανθρώπων προσδιόρισε, με το πέρασμα των αιώνων, την ιδιαιτερότητα αυτής της πόλης. Στη Σμύρνη ζούσαν Έλληνες, Αρμένιοι, Τούρκοι, Εβραίοι, Άγγλοι, Γάλλοι, Ολλανδοί, Άραβες, Φραγκολεβαντίνοι. Όλοι αυτοί ζούσαν ειρηνικά, χωρίς ο ένας να ενοχλεί τον άλλο και να τον υπονομεύει. Πληθυσμιακά οι Έλληνες υπερτερούσαν. Το 1717 η Σμύρνη αριθμούσε 29.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 10.000 ήσαν Έλληνες. Το 1817 από 150.000 κατοίκους οι Έλληνες ήσαν 60.000 μετά από συνεχείς μεταναστεύσεις από την Πελοπόννησο, την Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου. Για τους Οθωμανούς η Σμύρνη ήταν η “άπιστη Σμύρνη”, αφού ο αριθμός των Οθωμανών ήταν κατώτερος από το σύνολο των άλλων Εθνοτήτων πρωτοστατούντων των Ελλήνων.

Ανάμεσα στο πλήθος αυτών των προσώπων υπερείχε ο Ελληνορθόδοξος πολιτισμός με την υπεροχή της μακρόχρονης ιστορίας του, αλλά και την αυθεντική ταπείνωση και ανοχή, που εξασφάλιζε τη γαλήνη και την ήρεμη διαβίωση στην Κοσμοπολίτικη τελικά Σμύρνη.

Μέσα στην ψυχή των Ελλήνων Ορθοδόξων υπήρχε μία άχρονη και ατελεύτητη δύναμη που δεν μπορεί να ξεπεραστεί από οποιαδήποτε άλλη πίεση. Είναι η δύναμη που περνάει από τη Σταύρωση στην Ανάσταση, που είναι ταυτόσημη με την αιωνιότητα. Η αιωνιότητα αυτή ήταν πάντα εμπεδωμένη μέσα στους Ελληνόγλωσσους ορθοδόξους της Σμύρνης κατά τα λόγια του Χριστού «εντός ημών εστί». Και είναι η δύναμη αυτή που ενώνει και συγχρόνως φωτίζει και οδηγεί στην παιδεία, στην πρόοδο και στην εξέλιξη. Αυτή τη δύναμη έδιωξαν οι Οθωμανοί από τον τόπο τους, ξερριζώνοντας Έλληνες και Αρμενίους το 1922, αυξάνοντας συγχρόνως το χάος και τους διχασμούς στο δικό τους κράτος.

Η ζωή του Γένους των Ελλήνων στα πλαίσια της Εκκλησίας, της Ἑλληνικής Παιδείας, της Κοινότητας και της Ενορίας στήριζε πάντα την Ελληνορθοδοξία στη Σμύρνη, όπως και σε άλλους ελληνικούς χώρους λειτουργώντας ειρηνικά.

Τον 16ο αι. η αποτυχία του Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς να εκπορθήσει τη Βιέννη (1529 μ.Χ.) θεωρείται το τέρμα της κατακτητικής προόδου των Τούρκων προς τη Δυτική Ευρώπη και η αρχή της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, φθάνοντας αργότερα να χαρακτηρισθεί ως “μεγάλος ασθενής”.

Αντίθετα, από τον 16ο αι. και εξής αρχίζει να δημιουργείται ένας ακμαίος Ελληνισμός στη Σμύρνη με τις μετοικεσίες χριστιανικών ελληνικών πληθυσμών από την Μ. Ασία και τα ελληνικά νησιά, που εξακολούθησε να ενισχύεται έως τον 20ό αι. Ο διαρκώς αυξανόμενος ελληνικός πληθυσμός ενσωματώθηκε στην οικονομική, εκπαιδευτική και εκκλησιαστική ζωή της πρωτεύουσας της Ιωνίας, χάρη στην καλά οργανωμένη, μακροχρόνια διοίκηση της τοπικής ελληνικής κοινότητας, αλλά και της παραδοσιακής φιλοξενίας των Σμυρναίων.

Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η πολιτική οργάνωση της μικροκοινωνίας της Κοινότητας αναδείχθηκε ως ο σπουδαιότερος παράγοντας επιβίωσης του Ἑλληνικού Γένους. Ειδικότερα η κοινοτική οργάνωση της Σμύρνης ακολούθησε πιστά, κατά τα εκκλησιαστικά πρότυπα, τη συσσωμάτωση, τη συναδέλφωση και την αλληλοβοήθεια σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, με θαυμάσια αποτελέσματα. Οι Οθωμανοί είχαν αναγνωρίσει ως ανεξάρτητο νομικό πρόσωπο τον κοινοτικό θεσμό των Ρωμηών, που τους διευκόλυνε στον οικονομικό έλεγχο και την είσπραξη των φόρων.

Το γενικό πλαίσιο της κοινοτικής οργάνωσης το διέσωζε η Εκκλησία με όλη τη δομή της ενοριακής ζωής της και με κέντρο αναφοράς τον Ιερό Ναό της. Το φιλάνθρωπο και φιλάδελφο πνεύμα της Ορθοδοξίας βοήθησε στη σύμπνοια των εκκλησιαστικών και κοινοτικών αρχών, δεδομένου ότι για την Ορθοδοξία η διάσπαση ανάμεσα στη θρησκευτική, την κοινωνική και την πολιτική σφαίρα ήταν και είναι αδιανόητη.

Στη Σμύρνη οι περιστασιακές αντεγκλήσεις μεταξύ εκκλησιαστικών και κοινοτικών αρχόντων (Δημογερόντων) δεν στάθηκαν ικανές να κλονίσουν τα αρραγή θεμέλια του ελληνορθόδοξου ήθους.

Ο Μητροπολίτης Σμύρνης, ως Πρόεδρος της Κοινότητας, είχε την εκκλησιαστική και πολιτική διοίκηση της επαρχίας του, με ενεργό συμμετοχή στα θέματα της παιδείας και της σχολικής λειτουργίας. Στη Σμύρνη ως τα τέλη του 17ου αι. δεν υπήρχε συστηματικό σχολείο. Η διδασκαλία, μετά την άλωση της Σμύρνης από τους Τούρκους, γινόταν στις εκκλησίες και στα μοναστήρια ή σε υποτυπώδη σχολεία, όπου οι μαθητές κάθονταν σε ψάθες ή σε προβιές, ενώ τον χειμώνα έφερναν μαζί τους ξύλα για να ζεσταθούν. Θρανία εισήχθησαν στα ελληνικά σχολεία μετά τα μέσα του 18ου αι. Το Ψαλτήριο και το Ωρολόγιο αποτελούσαν τα κύρια κείμενα διδασκαλίας. Ωστόσο, όπως μαθαίνουμε από περιηγητές, μετά τη συνθήκη μεταξύ Γαλλίας και Τουρκίας το 1624, η Σμύρνη γέμισε από Ιησουΐτες, οι οποίοι ίδρυσαν σχολεία προκειμένου «να προσελκύσουν τους των Ορθοδόξων παίδας».

TOP NEWS