Dogma

Οι Ναοί κατά την Περίοδο της Ηγεμονίας της Σάμου (1834 – 1912): Το παράδειγμα του Μαραθόκαμπου – Α’

       Οριακές στιγμές στην διαδικασία επισκευών και ανακαινίσεων ή ανοικοδομήσεων των μονών της Σάμου αποτελούν οι ισχυρές σεισμικές δονήσεις που κατά καιρούς έπλητταν το νησί και καθιστούσαν αναγκαίες αυτές της ενέργειες, με κορυφαίους τους σεισμούς του καλοκαιριού του 1904, επί της ηγεμονίας του Ιωάννη Βιθυνού, κατά τους οποίους κατέρρευσαν πολλά σπίτια, δημόσια κτήρια και ναοί, και άλλα έπαθαν μεγάλες ζημιές.

             Η περίοδος της Ηγεμονίας της Σάμου είναι ιδιαίτερη όσον αφορά τα ιστορικά, οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της, γι’ αυτό και συνιστά ξεχωριστή  και μοναδική περίοδο της ιστορίας του νησιού. Σε όσα ακολουθούν, θα ασχοληθούμε με το ζήτημα της διαχείρισης, επισκευής και ανοικοδόμησης των ναών του Μαραθοκάμου κατά την ηγεμονική περίοδο, με βάση το υπάρχον αρχειακό υλικό και τη σχετική βιβλιογραφία. Στηριζόμαστε λοιπόν στις μαρτυρίες των πηγών που βρίσκονται στα ΓΑΚ – Αρχεία Σάμου, και μάλιστα στο αρχείο του Ηγεμονικού Διοικητικού Γραφείου, ειδικότερα δε στις αρχειακή σειρά 5/5, που περιλαμβάνει τα εκκλησιαστικά, αλλά και στο αρχείο της Προσωρινής Κυβέρνησης Σάμου, για τα έτη 1913-1914, οπότε η Σάμος έζησε υπό μεταβατικό καθεστώς, εν αναμονή της ολοκλήρωσης της ένταξής της στο ελληνικό κράτος.

Τα σπουδαιότερα λοιπόν ζητήματα της εκκλησιαστικής διοίκησης και ζωής της ηγεμονικής Σάμου ήταν αυτά που σχετίζονταν με την ριζική επισκευή, ή την κατεδάφιση και ανοικοδόμηση των ναών του νησιού. Τα οικοδομικά αυτά έργα κατά κανόνα γινόταν μετά από πρόταση των Δήμων, που εγκρίνονταν από την διοίκηση μόνο αν υπήρχαν καταστάσεις με προσφορές των κατοίκων που αποδείκνυαν ότι το έργο θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς να χρειαστεί χρηματοδότηση από το Γενικό Ταμείο της Ηγεμονίας. Οι κάτοικοι συνήθως υπόσχονταν συνεισφορά, είτε σε χρήμα και είδος, είτε σε προσωπική εργασία, χωρίς κατόπιν να τηρούν τις υποσχέσεις τους.

Έτσι συχνές είναι στις πηγές οι απαιτήσεις των καθυστερουμένων εισφορών, η εξόφληση των χρεών προς τους ναούς και η απόδοση της προσωπικής εργασίας. Σε σπάνιες μόνο περιπτώσεις και κάτω από ειδικές συνθήκες ο Δήμος πρότεινε την απαλλαγή από τις υποχρεώσεις αυτές, και η Βουλή συμφωνούσε, ώστε τελικά ο Ηγεμόνας να διαγράψει τα σχετικά χρέη. Κατά κανόνα η διοίκηση εξαντλούσε τα περιθώρια λήψης μέτρων ώστε  τα χρέη αυτά να εξοφλούνται στο ακέραιο από τους κατοίκους κάθε χωριού.

Σε γενικές γραμμές πρέπει να παρατηρηθεί ότι πέρα από τις ανάγκες επισκευών ή ανοικοδομήσεων που επέβαλαν οι φθορές του χρόνου και οι ζημιές των σεισμών, περί τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αι., αρχής γενομένης από την περίοδο της ηγεμονίας του Κωνστ. Βαϊάννη, παρατηρείται ένα κίνημα κατεδάφισης των παλαιών ναών και ανοικοδόμησης νέων στη θέση τους, σε αρκετά χωριά της Σάμου, που συμβαδίζει με την αύξηση του πληθυσμού του νησιού, άρα ερμηνεύεται από την ανάγκη ύπαρξης ναών που θα εξυπηρετούσαν ένα ολοένα και αυξανόμενο εκκλησίασμα.

Οριακές στιγμές στην διαδικασία επισκευών και ανακαινίσεων ή ανοικοδομήσεων των μονών της Σάμου αποτελούν οι ισχυρές σεισμικές δονήσεις που κατά καιρούς έπλητταν το νησί και καθιστούσαν αναγκαίες αυτές της ενέργειες, με κορυφαίους τους σεισμούς του καλοκαιριού του 1904, επί της ηγεμονίας του Ιωάννη Βιθυνού, κατά τους οποίους κατέρρευσαν πολλά σπίτια, δημόσια κτήρια και ναοί, και άλλα έπαθαν μεγάλες ζημιές. Ως συνέπεια αυτής της φυσικής καταστροφής δημιουργήθηκε μάλιστα ένα έντονο ρεύμα μετανάστευσης Σαμίων στο εξωτερικό, που τα επόμενα χρόνια σε ορισμένες περιοχές οδήγησε στον σχηματισμό εικόνας ερήμωσης.

Στη συνέχεια θα εξετάσουμε το υλικό των πηγών αυτών, που αναφέρονται στους ναούς του Μαραθοκάμπου. Να σημειωθεί ότι με τις παρακάτω αναφορές αφενός μεν μπορούμε να σχηματίσουμε πλήρη εικόνα για τα σχετικά τεχνικά έργα και τις οικοδομικές φάσεις κάθε ναού, πράγμα που είναι σημαντικό καθώς μπορεί να συσχετιστεί με την αρχαιολογική και αρχιτεκτονική μελέτη των ίδιων μνημείων, αφετέρου δε μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι σε περιπτώσεις βλαβών από σεισμούς, διαχρονικά αυτές παρουσιάζονται στα ίδια μνημεία και στα ίδια σημεία τους.

Ας δούμε λοιπόν το υλικό των πηγών: το 1869, μετά τους σεισμούς που σημειώθηκαν, εγκρίθηκαν από την ηγεμονική διοίκηση η επισκευή και η μερική επέκταση του ναού του προφήτη Ηλία Μαραθοκάμπου, με πόρους του ναού, καθώς και ανάλογα έργα επισκευής και επέκτασης του ναού της Αγίας Τριάδος, στο ίδιο χωριό. Το 1881 επισκευάστηκε η στέγη του ναού του προφήτη Ηλία, η στέγη και το κωδωνοστάσιο του ναού της Αγίας Τριάδος καθώς και ο ναός του οσίου Αντωνίου. Το 1893 επισκευάστηκε ο ναός του προφήτη Ηλία, το 1895 επιδιορθώθηκε ο περίβολός του και το 1898 επισκευάστηκε ολόκληρος ο ναός, ενώ την επόμενη χρονιά έγινε από την διοίκηση ο τελικός έλεγχος των λογαριασμών και της διαχείρισης του έργου. Το 1900 μισθώθηκαν με δημοπρασία τα στασίδια του ναού, και αποφασίστηκε η ανακαίνιση «του ημίσεως του ναού» με «αρχιτέκτονα» τον Π. Διακοσταμάτη. Το 1904 οι επισκευές επαναλήφθηκαν. Το 1908 κατεδαφίστηκε ετοιμόρροπη οικία μπροστά στο ναό, ώστε το οικόπεδό της να χρησιμοποιηθεί ως προαύλιό του.

Το αρχειακό υλικό όμως είναι άφθονο, γι’ ατό και θα συνεχίσουμε και στο επόμενο άρθρο μας.