Dogma

Oι Nεομάρτυρες που κράτησαν την Oρθοδοξία

Στο συναξάρι του Χριστοδούλου που μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη το 1777 αναφέρεται και η οφειλόμενη στάση των λαϊκών απέναντι στους κληρικούς, που συνίσταται στο «σχήμα», δηλαδή μια μικρή υπόκλιση και χειροφίλημα, όποτε συναντήσουν ιερέα στο δρόμο τους (ΝΜ, σ. 200), στοιχεία αναμφίβολα δηλωτικά της θρησκευτικής ταυτότητας όποιου τα εκτελεί.

Του Μ. Βαρβούνη, Καθηγητή στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Σημαντική είναι η μαρτυρία που διασώζεται στο συναξάρι του Κωνσταντίνου του εξ Αγαρηνών, που μαρτύρησε το 1819, ότι η συγκέντρωση πολλών πρόσφατων τότε νεομαρτυρικών λειψάνων στη ιβηρήτικη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, στο Άγιον Όρος, είχε συντελέσει στη δραστική αύξηση του αριθμού των προσκυνητών (ΝΜ, σ. 276), οι οποίοι προσέρχονταν για να αποκτήσουν δια του προσκυνήματος την αγιαστική χάρη των λειψάνων.

Στην περίπτωση πάλι του Νικήτα του Νισυρίου, που μαρτύρησε το 1732, μια εικόνα του κλεισμένη σε ένα ντουλάπι παράγει θαυματουργικά κρότους, γεγονός που οδήγησε μια γυναίκα θεραπευμένη θαυματουργικά με την επίκληση της χάρης του να ανάβει μπροστά της ακοίμητο κανδήλι, αλλά και να τιμά έκτοτε με εθιμική αργία, φιλανθρωπίες και τέλεση θείας λειτουργίας την κατ’ έτος μνήμη του (ΝΜ, σ. 128). Ανάλογα στοιχεία για εικονίσματα που θορυβούν για να επαναφέρουν στην τάξη ανθρώπους ή παρέχοντας οιωνούς για επερχόμενα κακά είναι κοινά στις παραδόσεις του ελληνικού λαού, όπως κοινή είναι επίσης η τήρηση αυστηρής αργίας την ημέρα εορτασμού ενός σημαντικού και θαυματουργού αγίου.

Μία ακόμη πτυχή της λαϊκής θρησκευτικότητας που θίγεται στα συναξάρια των Nεομαρτύρων είναι οι πράξεις και οι ενέργειες της χριστιανικής κοινότητας, στη διάρκεια του μαρτυρίου. Για παράδειγμα, οι Xριστιανοί των Κυδωνιών, στη διάρκεια του μαρτυρίου του Κωνσταντίνου του εξ Αγαρηνών, το 1819, τελούσαν λιτανείες και συμμετείχαν σε δεήσεις, προσευχόμενοι ομαδικά ώστε ο Θεός να ενισχύσει τον μάρτυρα για να μην υπαναχωρήσει στην σταθερή εμμονή του στον χριστιανισμό (ΝΜ, σ. 279), εξαιτίας της οποίας είχε οδηγηθεί στο μαρτύριο.

Οι λατρευτικές αυτές συνάξεις των πιστών, που αποσκοπούσαν στην προσευχή για θεία ενίσχυση και στήριξη του μάρτυρα, συνήθως πραγματοποιούνταν με πρωτοβουλία ενός ιερέα, κάποτε του ίδιου του αλείπτη του νεομάρτυρα (ΝΜ, σ. 36). Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Τούρκοι αξιωματούχοι που ήταν υπαίτιοι για την εκτέλεση του νεομάρτυρα Αγγελή, στην Κωνσταντινούπολη του 1680, μετά το μαρτύριο ασθένησαν βαριά και ξεψύχησαν μόνο όταν πήγε η σύζυγος του νεομάρτυρα και τους συγχώρεσε για τις πράξεις τους (ΝΜ, σ. 98), σε μια περίπτωση μεταφοράς και στο χώρο των αγίων πρακτικών συγχωρήσεως από τους συγγενείς ενός αδικοσκοτωμένου ανθρώπου, που υπάρχουν σε χρήση στην λαϊκή εθιμική ζωή μέχρι και τις μέρες μας.

Συνήθως μάλιστα οι πράξεις και οι ενέργειες αυτές αναφέρονται σε αντιπαράθεση με την αντίστοιχη και σύνοικη μουσουλμανική κοινότητα της ίδιας πόλης. Ο εξισλαμισμός ενός Xριστιανού ή μια πιθανή υπαναχώρησή του από το μαρτύριο περιγράφονται ως αιτίες καύχησης για τους Mουσουλμάνους και καταισχύνης για τους Xριστιανούς, ενώ ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει με την εμμονή ενός πρώην εξωμότη στην Oρθοδοξία και με το τελικό μαρτύριό του. Συχνές είναι οι αναφορές σε εξισλαμισμούς, ακόμη και μοναχών ή κληρικών: ο ιερομάρτυς Αναστάσιος μαρτύρησε το 1743 επειδή επιτίμησε έναν Κύπριο ιερομόναχο που είχε εξισλαμιστεί και κήρυττε δημοσίως υπέρ του ισλάμ (ΝΜ, σ. 131). Συχνές είναι, μάλιστα, οι αναφορές σε οθωμανούς αξιωματούχους, Mουσουλμάνους στο θρήσκευμα, οι οποίοι ωστόσο είχαν γυναίκες Χριστιανές Ορθόδοξες, που κάποτε τους επηρέαζαν και στη γενικότερη στάση τους απέναντι στη χριστιανική κοινότητα (ΝΜ, σ. 128).

Απολύτως ενδεικτικό της ταύτισης θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητας είναι η χρήση του ρήματος «τουρκεύω» ή «τουρκίζω» για να επισημανθεί η μεταστροφή ενός Χριστιανού στο Ισλάμ. Κατά τους Χριστιανούς της Τουρκοκρατίας, η εξομωσία από την Ορθόδοξη Εκκλησία ισοδυναμούσε με αλλαγή εθνότητας, δεδομένης της πολιτισμικής δύναμης και επίδρασης των θρησκειών. Απόδειξη του εξισλαμισμού είναι η εκφώνηση της ισλαμικής ομολογίας πίστεως (σαλαβάτι), η τέλεση περιτομής και η ένδυση με τα χαρακτηριστικά των Μουσουλμάνων και των Τούρκων ενδύματα. Αντιστοίχως οι Χριστιανοί οφείλουν σεβασμό στα έθιμα και τις συνήθειες της Εκκλησίας, στο συναξάρι του Ιωάννη του εκ Μονεμβασίας μάλιστα, που μαρτύρησε το 1773, το ανάλογο τυπικό οφείλουν πρωτίστως να τηρούν όχι μόνο οι ιερείς, αλλά και οι στενοί συγγενείς τους, για να δίνουν το καλό παράδειγμα και στους υπόλοιπους, για αντίληψη που ακόμη επιβιώνει στην ελληνική λαϊκή θρησκευτικότητα.

Στο συναξάρι του Χριστοδούλου που μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη το 1777 αναφέρεται και η οφειλόμενη στάση των λαϊκών απέναντι στους κληρικούς, που συνίσταται στο «σχήμα», δηλαδή μια μικρή υπόκλιση και χειροφίλημα, όποτε συναντήσουν ιερέα στο δρόμο τους (ΝΜ, σ. 200), στοιχεία αναμφίβολα δηλωτικά της θρησκευτικής ταυτότητας όποιου τα εκτελεί. Αλλά και ο Κοσμάς ο Αιτωλός χάριζε στους ακροατές του μαντήλια κεφαλοδέσμου (μπόλιες) για τις γυναίκες και χτένια για τα γένια των ανδρών, μαζί με κομποσχοίνια για τις προσευχές, σε όσους αποφάσιζαν να ζήσουν χριστιανικά (ΝΜ, σ. 203), επισημαίνοντας έτσι ότι η κάλυψη της κεφαλής και η γενειάδα αποτελούσαν βασικά συστατικά στοιχεία της εξωτερικής εμφάνισης του πιστού και συνεπούς Ορθοδόξου Χριστιανού.

Σε κάθε περίπτωση, οι σύνοικες θρησκευτικές κοινότητες περιγράφονται να έχουν ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ τους, οι οποίες μάλιστα κάποτε φτάνουν σε ακραία συγκρουσιακά επίπεδα.

Τέλος, στα συναξάρια των Νεομαρτύρων έχουν αποτυπωθεί και μια σειρά από λαϊκές θρησκευτικές πρακτικές της εποχής κατά την οποία συνέβησαν τα γεγονότα που περιγράφουν ή συντέθηκαν, και οι οποίες εν μέρει είναι μέχρι σήμερα εν χρήσει στην παραδοσιακή θρησκευτική συμπεριφορά του ελληνικού λαού, αποτελώντας ιστορικές μαρτυρίες για τα φαινόμενα της θρησκευτικής λαογραφίας μας. Για παράδειγμα, συχνές είναι οι αναφορές των ίδιων των Νεομαρτύρων πριν από το θάνατό τους στις μεταθανάτιες τελετουργίες που θα ήθελαν να συνοδεύουν την μνήμη τους, και οι οποίες αποτυπώνουν τις ανάλογες τελετουργίες που συνηθίζονταν στην εποχή τους: Τέλεση σαρανταλείτουργων και μνημοσύνων για την ανάπαυση της ψυχής του νεκρού (ΝΜ, σ. 41). Ο άγιος Ιορδάνης από την Τραπεζούντα, που μαρτύρησε το 1650, πριν το μαρτύριο αλληλοσυγχωρήθηκε με τους χριστιανούς της ενορίας και της γειτονιάς του και μοίρασε την περιουσία του σε ορφανά, Ναούς και Μονές (ΝΜ, σ. 72).

Ο άγιος Νικήτας ο Νισύριος προετοιμάστηκε για το μαρτύριό του, το 1732, με άναμμα κεριών σε μανουάλια ναών, προσκύνηση εικόνων, νηστείας, προσευχή, αγρυπνίες και αυστηρή εγκράτεια τροφής και σαρκός (ΝΜ, σ. 124-125), θυμίζοντας ανάλογες περιγραφές παλαιότερων αγιολογικών κειμένων για την πνευματική προετοιμασία των μαρτύρων πριν τη θυσία. Αλλά και ο άγιος Νικόλαος ο Χίος, το 1754, σε όλη τη διάρκεια του μαρτυρίου του, αν και ήταν πολυήμερο, τηρούσε αυστηρή νηστεία, για να ελκύσει την ενισχυτική θεία χάρη (ΝΜ, σ. 167). Ο άγιος Χρήστος ο Κηπουρός πάλι, που μαρτύρησε το 1748, έδωσε πριν το μαρτύριό του χρήματα για να τελεστούν λειτουργίες στην μνήμη του με στόχο την ανάπαυση της ψυχής του μετά θάνατον (ΝΜ, σ. 133). Το ίδιο συναντούμε και στην περίπτωση του Αντωνίου του Αθηναίου, που πριν μαρτυρήσει το 1770 παραγγέλνει να κάνουν στη μνήμη του τα κεκανονισμένα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους (ΝΜ, σ. 196), θεωρώντας τα ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπαυση της ψυχής του, παρά τον στέφανο του μαρτυρίου που θα λάμβανε.

Ευχέλαιο για τους ζωντανούς και μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους τελούσε στις περιοδείες του και ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Μάλιστα, ζητούσε να υπάρχουν καζάνια με βρασμένο σιτάρι και πολλά μικρά ψωμιά, τα οποία μετά το μνημόσυνο μοιράζονταν σε όλους τους παρισταμένους, ώστε να συγχωρήσουν τις ψυχές των μνημονευομένων (ΝΜ, σ. 204), ακολουθώντας μια παράδοση που αν και έχει προχριστιανική προέλευση έχει εντούτοις υιοθετηθεί από την εκκλησιαστική πρακτική, και βρίσκεται σε ισχύ μέχρι και σήμερα στις ορθόδοξες επιμνημόσυνες τελετουργίες.

Ανάλογες είναι και οι αναφορές σε πιθανά θαύματα που επιτέλεσε ο Νεομάρτυρας όσο ζούσε. Για παράδειγμα, ο οσιομάρτυς Ιάκωβος, που μαρτύρησε το 1520, μετά από προσευχή έκανε να αναβλύσει θαυματουργικά νερό στην σκήτη του Τιμίου Προδρόμου της Μονής Ιβήρων, όπου μόναζε, αλλά και να γεμίσουν θαυματουργικά με λάδι άδεια πιθάρια της σκήτης (ΝΜ, σ. 39). Θαυματουργική ανάβλυση ύδατος προκάλεσε και ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, είτε σε ξεροπήγαδο από το οποίο ήπιε νερό (ΝΜ, σ. 202), είτε στο σημείο όπου έμπηξε τον σταυρό του για να κηρύξει, στο παζάρι του Αργοστολίου, στην Κεφαλονιά (ΝΜ, σ. 203). Και οι δύο διηγήσεις έχουν ως πρότυπο ανάλογες θαυμαστές βλύσεις ύδατος που αναφέρονται σε παλαιότερα συναξάρια και αποδίδονται σε αγίους, αλλά και μια σειρά γνωστών αγιορείτικων παραδόσεων για το θαυματουργικό γέμισμα με λάδι των άδειων πιθαριών μιας Μονής, οι οποίες έχουν, μάλιστα, δώσει και ανάλογες επωνυμίες (π.χ. Παναγία Ελαιοβρύτισσα) σε θαυματουργές εικόνες ορισμένων Μονών του Άθωνος.

Αναφορά σε παλαιότερα συναξαριακά κείμενα έχουμε και στα σχετικά με τον άγιο Δημήτριο τον εκ Φιλαδελφίας, που μαρτύρησε το 1657: στη διάρκεια των βασανιστηρίων που υπέστη, του έκοψαν δυο φορές το κεφάλι στη μέση και εκείνος θαυματουργικά το συγκόλλησε, χωρίς να βγει αίμα και χωρίς να μείνει σημάδι (ΝΜ, σ. 79). Πρόκειται για επίδραση των συναξαρίων και της εικονογραφίας των «κεφαλοκρατών» αγίων της Εκκλησίας, δηλαδή εκείνων που απεικονίζονται να κρατούν το κομμένο κεφάλι τους, των οποίων πρώτος είναι ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, στοιχείο που φανερώνει και τις επιδράσεις της ορθόδοξης εικονογραφίας στο σχηματισμό των νεομαρτυρολογικών κειμένων της περιόδου της Τουρκοκρατίας.

Στο συναξάρι του αγίου Παύλου του Ρώσου, που μαρτύρησε το 1683, αναφέρεται ότι ένα φρενοβλαβή τον πήγαν οι συγγενείς του στο Ναό της Παναγίας του Μουγλουνίου, ώστε να κοιμηθεί εκεί μια βραδιά για να ιαθεί (ΝΜ, σ. 102). Πρόκειται για περίπτωση τελετουργικής εγκοίμησης με ιαματικούς σκοπούς, που ως θρησκευτική πρακτική μαρτυρείται ήδη από την αρχαιότητα, επιβίωσε δε στη λαϊκή θρησκευτικοϊαματική πρακτική ως και την εποχή μας.

Σημαντικές επίσης για τη λαϊκή θρησκευτικότητα της εποχής είναι οι αναφορές στην πρόσληψη και εργασία του οσίου Γαβριήλ, που μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη το 1676, ως «κράκτη της Μεγάλης Εκκλησίας», που μάλιστα αγρυπνούσε στον π

Πατριαρχικό Ναό (ΝΜ, σ. 88-89), και είχε ως αποστολή την αναγγελία στους πιστούς ανακοινώσεων ή άλλων έκτακτων ειδήσεων, όπως γενικότερα συνέβαινε με τους λαϊκούς κήρυκες (ντελάληδες) του ελληνικού παραδοσιακού πολιτισμού. Αλλά και πανηγύρι στην εορτή της απόδοσης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου «η επονομαζομένη εννεάμερα», στο προάστιο του Αγίου Στεφάνου της Κωνσταντινούπολης μαρτυρείται στο συναξάρι του αγίου Αγγελή, το 1680, στο οποίο μάλιστα οι πανηγυριστές αναφέρονται να τρώνε, να πίνουν, να χορεύουν και να παίζουν διάφορα παιχνίδια (ΝΜ, σ. 95-96), μια πληροφορία για το συνηθισμένο περιεχόμενο ενός μεγάλου πανηγυριού στα χρόνια της δουλείας.

Στα αγιολογικά κείμενα των Νεομαρτύρων μνημονεύονται, επίσης, τριήμερες αυστηρές νηστείες (ΝΜ, σ. 165), όπως και σήμερα συνηθίζεται σε Μονές, αλλά και από ευσεβείς Χριστιανούς, για παράδειγμα κατά τις τρεις πρώτες μέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Το ίδιο συμβαίνει με τη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου, η οποία είναι αυστηρή, χωρίς να συγχωρείται για τους Χριστιανούς η όποια παραβίασή της (ΝΜ, σ. 193). Επίσης, αναφέρεται η τέλεση αγιασμού και εξορκισμού, δηλαδή η τελετουργική ανάγνωση των σχετικών ευχών του Ευχολογίου για τους πειραζομένους από ακάθαρτα πνεύματα, για τη θεραπεία ψυχασθενών, δαιμονισμένων ή ανθρώπων που γενικώς παραλογίζονται (ΝΜ, σ. 164).

Στο συναξάρι του αγίου Μιχαήλ του Μαυρουδή, που μαρτύρησε το 1544, αναφέρεται ανάγνωση συναξαρίων και λόγων Πατέρων της Εκκλησίας στο Ναό, μετά την απόλυση της κυριακάτικης λειτουργίας, την οποία παρακολουθούσαν οι πιστοί για την θρησκευτική τους κατάρτιση (ΝΜ, σ. 52). Εδώ θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι ακόμη και στα συναξάρια που εξετάζουμε, και τα οποία κατά τις εορτές στην μνήμη των Νεομαρτύρων διαβάζονταν στο Ναό, συναντούμε συχνά πλήρεις και συνοπτικές αναφορές στα βασικά δόγματα της Εκκλησίας και στις κύριες αρχές της πίστης, συνήθως ενταγμένες στις απολογητικού χαρακτήρα απαντήσεις των μαρτύρων στους οθωμανούς αξιωματούχους που τους δικάζουν και τους πιέζουν για να αλλαξοπιστήσουν (ΝΜ, σ. 53-54). Πρόκειται ίσως για μια προσπάθεια μέσω της ανάγνωσης του συναξαρίου να προκύψει και ένα είδος κατήχησης των πιστών που ακούνε την ανάγνωση, με στόχο την πληρέστερη πνευματική κατάρτισή τους.

Στο συναξάρι του Γεωργίου που μαρτύρησε στη Μαγνησία, το 1796, μαρτυρείται η τέλεση των γάμων την Κυριακή (ΝΜ, σ. 261), σε αντίθεση με την σημερινή εκκοσμικευμένη πρακτική της αντιστροφής των ρόλων των ημερών, σύμφωνα με την οποία οι γάμοι τελούνται το Σάββατο, ημέρα αφιερωμένη στην μνήμη των νεκρών, και τα μνημόσυνα την Κυριακή, ημέρα αναστάσιμη και εορταστική. Επίσης, στον βίο του Κωνσταντίνου του εξ Αγαρηνών, που μαρτύρησε το 1819, μνημονεύεται η ιαματική χρήση ενός αγιάσματος: ένιψαν με το αγίασμα τα μάτια κάποιου που είχαν καταστραφεί από κάποια μαγική τελετουργία, και ο τυφλός ανέβλεψε θαυματουργικά (ΝΜ, σ. 273), καθώς η ιαματική υπερφυσική δύναμη του αγιάσματος αντέστρεψε τις σατανικές μαγγανείες της μαγικής πράξης, όπως συχνά συναντούμε σε ανάλογα παλαιότερα αγιολογικά κείμενα.

Στον ίδιο στόχο κατευθύνεται και η πρακτική των περιοδευόντων ιεροκηρύκων, στην οποία κάποτε αναφέρονται τα νεομαρτυρολογικά κείμενα. Για παράδειγμα, ο οσιομάρτυρας Δαμιανός από το Μυρίχοβο των Αγράφων, που μαρτύρησε το 1568, μόνασε πρώτα στη Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους, κατόπιν αποσύρθηκε σε ένα αγιορείτικο ησυχαστήριο και μετά βγήκε στον κόσμο, και ως το μαρτύριό του ασχολήθηκε με το λαϊκό κήρυγμα (ΝΜ, σ. 60). Την πιο γνωστή περίπτωση ανάλογης δράσης ενσαρκώνει βέβαια ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος μαρτύρησε το 1779 ακολουθώντας ανάλογη πορεία, από τη Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους στη Βόρεια Ήπειρο.

Στις περιπτώσεις των περιοδευόντων ιεροκηρύκων αυτών, που φυσικά αποτέλεσαν μηχανισμό της Εκκλησίας για την αντιμετώπιση της αμάθειας και των πιθανών εξισλαμισμών που προέρχονταν από αυτήν, το περιεχόμενο των κηρυγμάτων που μνημονεύεται στα κείμενα είναι κοινό, και φανερώνει τα βασικά προβλήματα των Χριστιανών της εποχής: Οι πιστοί νουθετούνται ώστε να μην συναλλάσσονται τις Κυριακές, και να τηρούν την αργία της ημέρας (ΝΜ, σ. 61), ενώ συχνές είναι οι αναφορές στα επιτίμια που επιβάλλονταν από τον πατροΚοσμά σε όσους παραβίαζαν την κυριακάτικη αργία, παραμελώντας τον εκκλησιασμό τους (ΝΜ, σ. 205). Μάλιστα αυτό ερεθίζει τους Εβραίους ή Μουσουλμάνους εμπόρους της περιοχής, οι οποίοι με τη σειρά τους δωροδοκούν τον Οθωμανό αξιωματούχο, που δέχεται τις εναντίον του αγίου χαλκευμένες κατηγορίες, τον δικάζει και τον καταδικάζει σε θάνατο.

Η εμμονή των κειμένων σε παρόμοια δεδομένα, φανερώνει ποιό ήταν το περιεχόμενο των συνηθισμένων παραβάσεων του νόμου του Θεού και των εντολών της Εκκλησίας για τους υπό την οθωμανική δουλεία Ορθοδόξους Χριστιανούς της αυτοκρατορίας.

Θα μπορούσε κανείς συμπερασματικά να διαπιστώσει ότι στα συναξάρια των Νεομαρτύρων υπάρχουν πολλές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη λαϊκή θρησκευτικότητα της εποχής της Τουρκοκρατίας, τόσο σχετικά με τη λατρεία των ίδιων των Νεομαρτύρων, που ξεκινούσε ήδη από το μαρτύριό τους, την τελετουργική διαχείριση των λειψάνων τους και τις παραδόσεις για τις θαυματουργικές επενέργειές τους, όσο και γύρω από μορφές της λαϊκής θρησκευτικότητας του καιρού τους, στις οποίες μάλιστα και οι ίδιοι ως Χριστιανοί συμμετείχαν. Πρόκειται για υλικό χρονολογημένο, με βάση τη χρονολογία μαρτυρίου κάθε Νεομάρτυρα, η οποία είναι συνήθως επακριβώς γνωστή. Ακόμη πρόκειται συχνά για μαρτυρίες επαναλαμβανόμενες σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, μέσα από τις οποίες μπορούμε με σαφήνεια να παρακολουθήσουμε την ιστορική, σπανιότερα δε και την εξελικτική πορεία ενός εθίμου.

Συνεπώς, πρόκειται για σημαντικότατο υλικό από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, από μια φάση της ιστορικής πορείας του Γένους για την θρησκευτική λαογραφία, της οποίας λίγα σχετικά γνωρίζουμε, δεδομένης της φύσης και της κατάστασης των υπαρχόντων πηγών. Γι’ αυτό και είναι υλικό σημαντικό για την ιστορική θεώρηση της παραδοσιακής θρησκευτικής συμπεριφοράς του λαού μας, η μελέτη του οποίου μπορεί να γίνει στα πλαίσια μιας ειδικής μονογραφίας, δεδομένου του μεγάλου αριθμού νεομαρτυρολογικών κειμένων που έχουν ήδη δημοσιευθεί, ή συνεχώς ανακαλύπτονται και έρχονται στο φως της δημοσιότητας.