Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην ένυπη εφημερίδα ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Κάθε προεκλογική περίοδο, οι υποψήφιοι στριμώχνονται σε γραφεία μητροπολιτών, σε πανηγύρια, γιορτές, και κάθε είδους εκδήλωση που διοργανώνεται από την Εκκλησία. Ανταλλάσσουν απόψεις, φωτογραφίζονται και υπόσχονται κάθε δυνατή βοήθεια. Από το1974 και μέχρι σήμερα, το φαινόμενο «πιστοί υποψήφιοι» δίνει και παίρνει, οι δε υποσχέσεις περιττεύουν. Το σύνολο των έργων που υπάρχει στον σχεδιασμό της Εκκλησίας παραμένουν στα συρτάρια των υπουργείων. Κανείς δεν τα θυμάται και η Σύνοδος αναλώνεται σε κατάθεση αιτημάτων, πολλοί δε μητροπολίτες θυσιάζουν τα μεγάλα όνειρα για χρηματοδοτήσεις που αφορούν ανακατασκευές κυρίως ναών και μοναστηριών.
Έπειτα από δεκαετίες, λύθηκε το θέμα των μόνιμων θέσεων των ιερέων. Ήταν και το μοναδικό. Από εκεί και πέρα όλα στάσιμα.
Τελευταία, η ΕΚΥΟ (Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών), προσπαθεί να καταθέσει «ώριμες μελέτες» και να κινηθεί δυναμικά το στο ζήτημα αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Αν και το θέμα των έργων στο Σχιστό έχει προς το παρόν παγώσει, μπορεί με τη νέα κυβέρνηση να έρθει και πάλι στο προσκήνιο με στόχο να συνεργασθούν Πολιτεία – Εκκλησία σε πολλούς τομείς προς ωφέλεια των δύο φορέων και, κυρίως, για τη στήριξη του λαού μας στον τομέα της κοινωνικής Πρόνοιας.
Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη στην παρουσίαση του έργου στο Σχιστό: «Έχουμε αποδείξει ότι έχουμε τη βούληση και τη διάθεση να επιλύσουμε χρόνιες εκκρεμότητες που ταλανίζουν την Εκκλησία της Ελλάδος και που θα μπορέσουν να σηματοδοτήσουν, στα πλαίσια των συνταγματικά κατοχυρωμένων διακριτών ρόλων μας, ένα καινούργιο κεφάλαιο πάντα προς όφελος του ελληνικού λαού και των Ελλήνων πολιτών», ενώ χαρακτήρισε «στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης» να έχει η Εκκλησία τη δυνατότητα να εκμεταλλεύεται την ακίνητη περιουσία της και μέσα από τα έσοδα να στηρίζει το κοινωφελές έργο της.
Υποσχέσεις που έμειναν στα χαρτιά
Μια σημαντική προσπάθεια είχε αναλάβει ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος για να αξιοποιηθούν τα ακίνητα στη Βουλιαγμένη, τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, τη Φασκομηλιά, την Πεντέλη και όχι μόνο. Η κοίμησή του, όμως, διέκοψε τον όλο σχεδιασμό.
Ο Ιερώνυμος είχε μια καλή συνεργασία με τον τότε πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, η οποία δεν προχώρησε στην πράξη. Το 2013, επί κυβερνήσεως Αντώνη Σαμαρά, ανακοινώθηκε ότι επιτεύχθηκε συμφωνία και με τον νόμο 4146/2013 επετράπη στα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας της Ελλάδος να αξιοποιούν τα ακίνητά τους, με το Δημόσιο να λαμβάνει τα μισά έσοδα από τις παραχωρήσεις ακινήτων. Το 2014 αποφασίστηκε να ιδρυθεί εταιρεία στην οποία μετέχουν με 50% η Αρχιεπισκοπή Αθηνών και με 50% το Δημόσιο, για τη διαχείριση των ακινήτων της Αρχιεπισκοπής. Όλα αυτά έμειναν και πάλι όνειρα.
Το 2018 ήρθε το μεγάλο φιάσκο. Παρουσιάστηκε από τον κ. Ιερώνυμο και τον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα το Κοινό Ανακοινωθέν Εκκλησίας – Πολιτείας, το οποίο προέβλεπε τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας που θα διοικείται από πενταμελές συμβούλιο και θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μετά αμφισβητούμενων μεταξύ ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας, που η ίδια εθελοντικά θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο.
Η Εκκλησία όλο αυτό το διάστημα έλαβε υποσχέσεις για τη διευθέτηση εκκρεμοτήτων σε σχέση με περιουσία που, σε πολλές περιπτώσεις, είναι διεκδικούμενη.
Έκανε γνωστό ότι θα διεκδικήσει τα οικόπεδα από τον Δήμο Βούλας – Βάρης – Βουλιαγμένης. Προσδιόρισε τις απώλειες εισοδήματος κατ’ έτος σε 20 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, προανήγγειλε αντίστοιχες κινήσεις και για άλλες περιπτώσεις, αναφέροντας ονομαστικά εκείνες της Φασκομηλιάς, των Λεγραινών, της Βάρης, της Στροφυλιάς, του Κοκκιναρά, του Φλαμουρίου Μαγνησίας.
Και πάλι αποτέλεσμα δεν είχαμε. Οι διεκδικήσεις προσκρούουν σε παραχωρητήρια που εκδόθηκαν από το κράτος, σε εκτάσεις που για χρόνια βρίσκονται σε καθεστώς χρησικτησίας, σε άλλες που έχουν απαλλοτριωθεί από τοπικές αρχές και σε κάποιες που βρίσκονται σε περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί δασικές. Το κτηματολόγιο δεν έφερε και αυτό αποτελέσματα και οι κυβερνήσεις δεν έκαναν καμία παρέμβαση.
Ο λόφος της Φασκομηλιάς εκτείνεται πάνω από τη λίμνη Βουλιαγμένης. Πρόκειται για έκταση συνολικά 1.300 στρεμμάτων, η αξιοποίηση της οποίας έχει είναι από τα θέματα που έχουν απασχολήσει τον Ιερώνυμο. Και εδώ οι υποσχέσεις αποδείχτηκαν λόγια του αέρα.
Στα Λεγραινά, η διεκδίκηση της Εκκλησίας αφορά έκταση συνολικά περίπου 15.000 στρεμμάτων και το ζήτημα αναδείχθηκε με τη διαδικασία κτηματογράφησης.
Η υπόθεση του Κοκκιναρά Πεντέλης αφορά δασική έκταση 3.747 στρεμμάτων. Ο οικοδομικός συνεταιρισμός Μικρασιατών «Το Αργεννον» υποστηρίζει ότι είχε αγοράσει την έκταση από την Εκκλησία το 1958, καταβάλλοντας 9 εκατ. δραχμές. Η έκταση δεν κατακυρώθηκε στον συνεταιρισμό, που μπήκε σε διαδικασία διεκδίκησης. Ο Δήμος Κηφισιάς στην πορεία προσέφυγε στο ΣτΕ για να προσβάλει το συμβόλαιο αγοράς, ενώ έπειτα από μεγάλη πυρκαγιά η έκταση κηρύχθηκε αναδασωτέα. Το 1996 η Εκκλησία επανήλθε με προκήρυξη για την αξιοποίηση της έκτασης.
Στην προστατευόμενη περιοχή Στροφυλιάς – Κοτυχίου, οι ιερές μονές Μεγάλου Σπηλαίου και Ταξιαρχών διεκδικούν, η πρώτη έκταση 11.000 στρεμμάτων στα διοικητικά όρια της Αχαΐας και η δεύτερη περίπου 4.500 στρέμματα στην Ηλεία. Η διεκδίκηση έχει εξελιχθεί σε χρόνια δικαστική διαμάχη με οικολογικές οργανώσεις και φορείς της περιοχής, που θεωρούν ότι η έκταση θα πρέπει να τελεί υπό ιδιαίτερο καθεστώς προστασίας, οι πολιτικοί όμως αρνούνται να ασχοληθούν με μια τόσο περίπλοκη υπόθεση.
Στο Φλαμούρι Μαγνησίας, στο ανατολικό Πήλιο, η τοπική μονή διεκδικεί συνολικά περίπου 80.000 στρέμματα από τα οποία περίπου 15.000 είναι εκτάσεις που καλλιεργούνται από αγρότες της περιοχής.
Πολλές μητροπόλεις έχουν αναφερθεί ιδιαίτερα στην εκκλησιαστική περιουσία και πώς αυτή έχει διατεθεί για τις ανάγκες του λαού. Μία από αυτές, η Μητρόπολη Μεσογαίας, η οποία σε ανάρτησή της δίνει τη δική της απάντηση στο θέμα της αξιοποίησης, προσβλέποντας στη δημιουργία συνθηκών αύξησης των εσόδων και προστασίας της περιουσίας:
«Η Εκκλησία δικαιούται να έχει περιουσία, όπως δέχθηκαν με πληθώρα αποφάσεών τους όχι μόνο ελληνικά δικαστήρια, αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην οποία προσέφυγαν Ορθόδοξες Μονές κατά του νόμου 1700/87. Και είναι σε θέση να την αξιοποιήσουν επωφελώς για τον ελληνικό λαό, αρκεί να αφαιρεθούν τα νομικά και διοικητικά δεσμά που της έχουν κατά καιρούς επιβληθεί.
Μετά από όλα αυτά, μπορούμε να αντιληφθούμε το πραγματικό μέγεθος της προσφοράς της Εκκλησίας στην ανάπτυξη της Ελλάδος, όπως επίσης και το πραγματικό μέγεθος της εναπομείνουσας περιουσίας της, το οποίο επαναλαμβάνουμε, ανήκει σε περισσότερο από δέκα χιλιάδες διαφορετικά νομικά πρόσωπα. Όσο για τη μισθοδοσία την κληρικών, αυτή αποτελεί υποχρέωση του κράτους προς την εκκλησία, την οποία αποδέχτηκε και υπέγραψε με δική του πρωτοβουλία το ίδιο το κράτος το 1952, επειδή ακριβώς αδυνατούσε να καταβάλλει το αντίτιμο που είχε συμφωνηθεί 20 χρόνια νωρίτερα και που είχε διογκωθεί πολλαπλάσια και είχε ήδη καταστεί δυσβάσταχτο χρέος ακόμη και για το κράτος.
Παρά ταύτα, στα μάτια κάποιων και η εναπομείνασα περιουσία φαντάζει μεγάλη. Δε λαμβάνεται όμως υπόψη ότι αυτή δεν ανήκει στην Κεντρική Διοίκηση (Ιερά Σύνοδο), αλλά σε περισσότερα από 10.000 εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (Μητροπόλεις, Ναούς, Μονές, Προσκυνήματα, Ιδρύματα, Κληροδοτήματα και άλλα), το καθένα από τα οποία αγωνίζεται – μέσα από τον κυκεώνα των νομικών και διοικητικών δεσμεύσεων – να διαφυλάξει την κυριότητα και να αξιοποιήσει τα όσα του ανήκουν περιουσιακά στοιχεία, για το καλό του πληρώματος και της Εκκλησίας».
Η Σύνοδος, αναμένεται και αυτή τη φορά, να επιχειρήσει να αξιοποιήσει την περιουσία. Υποσχέσεις της έχουν δοθεί και πάλι. Κυρίως, έχουν δοθεί στις κατά τόπους μητροπόλεις αλλά και στον ίδιο τον κ.Ιερώνυμο, ο οποίος ελπίζει αυτή την τετραετία να εισακουστεί και να γίνουν αποδεκτά τα αιτήματά του. Ο χρόνος θα δείξει αν προχωρήσει το θέμα της αξιοποίησης της περιουσίας ή θα ξεχαστεί για μια άλλη τετραετία.