Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας», που κυκλοφορεί πανελλαδικά κάθε Πέμπτη.
Τα πρώτα πέντε έτη, μετά το 1922, υπήρξαν θεμελιώδη και καταλυτικά όχι μόνο για την εγκατάσταση, αλλά και την αφομοίωση των προσφύγων από την ελληνική κοινωνία σε όλους τους τομείς της ζωής. Η κοινωνική αφομοίωση δεν ήταν εύκολη ένεκα των αντιθέσεων και τον ανταγωνισμό, κυρίως στον εργασιακό και οικονομικό τομέα.
Εκθέσαμε εκτενώς τα της Εκκλησίας κατά το 1923-24 θεωρώντας ότι η λειτουργία της ορθόδοξης πίστης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ουσιαστική πολιτική και πνευματική ένωση μεταξύ γηγενών και προσφύγων υπό την φωτισμένη παρουσία του Θρακιώτη Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, επί του οποίου η Εκκλησία έπαψε να πολιτειοκρατείται, όπως τα προηγούμενα χρόνια.
Ο εξαιρετικά μεγάλος αριθμός των προσφύγων δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει κοινωνικά στα πλαίσια μιας πολιτειοκρατούμενης Εκκλησίας, εθισμένος στη Μικρά Ασία σε μια χριστιανική πίστη αυτόνομη, αυθεντική, ευχαριστιακή και σωτηριολογική, εναρμονισμένη με τα πολιτικά-κοινοτικά δρώμενα. Ήταν απαραίτητη η εκκλησιαστική ενότητα μεταξύ των δύο ελληνικών κόσμων δεδομένου ότι από πλευράς πολιτικής, οι πρόσφυγες βρέθηκαν εξ ανάγκης σε ένα κοινωνικό περιβάλλον τελείως ξένο πολιτισμικά προς εκείνο από το οποίο είχαν προέλθει, το οποίο ήταν δικό τους δημιούργημα, ανεξαρτήτως του καθεστώτος δουλείας υπό το οποίον διαβιούσαν.
Στον υπάρχοντα στην Ελλάδα πολιτικό διχασμό είχε προστεθεί η κομμουνιστική πραγματικότητα. Οι πρόσφυγες πολιτικά υποστήριζαν απ᾽ αρχής τον Βενιζελισμό. Αρκετά χρόνια μετά την εγκατάστασή τους ορισμένοι πρόσφυγες διακρίθηκαν στον συνδικαλισμό, με τις λεγόμενες “προοδευτικές” ιδέες. Το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων παρέμεινε στο πλευρό του Βενιζέλου ακόμα και όταν ο Βενιζέλος διαπραγματευόταν με τον Ινονού το “ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας” (1929-30), που έκλεισε οριστικά την περίπτωση επιστροφής τους στα πάτρια εδάφη τους ή της αποζημίωσής τους για τις περιουσίες που άφησαν πίσω τους.
Οι πρόσφυγες, έχοντας αποδώσει τα αίτια της συμφοράς τους στον “Κωνσταντινισμό”, ψήφισαν το 1924 αβασίλευτη δημοκρατία στο δημοψήφισμα της 13ης-4-1924, το οποίο, με τη δική τους συμμετοχή, έφερε τη δημοκρατία με το 69% των ψήφων.
Μη λησμονούμε ότι στην Τουρκία το σουλτανικό καθεστώς καταλύθηκε τον Νοέμβριο του 1922, στη δε Ελλάδα η δυναστεία των Γκλύξμπουργκ καταργήθηκε με ομόφωνο ψήφισμα στη Βουλή στις 25 Μαρτίου 1924.
Είναι γεγονός ότι οι Μπολσεβίκοι, μετά το 1917, βοηθώντας τον Κεμάλ έκαναν τη δική τους εξωτερική πολιτική, μη έχοντας λόγους να ευνοήσουν τους Έλληνες, οι οποίοι συνεκστράτευσαν με τους “Ιμπεριαλιστές” το 1919 στην Ουκρανία.
Επίσης είναι γνωστό ότι οι Έλληνες κομμουνιστές καλλιέργησαν στο Μικρασιατικό μέτωπο κλίμα ηττοπάθειας και φυγής, θεωρώντας τη Μικρασιατική εκστρατεία πράξη Ιμπεριαλιστική. Όμως τότε η εκλογική τους δύναμη ήταν ασήμαντη και η επιρροή τους περιορισμένη.
Το κόμμα της Αριστεράς στην Ελλάδα ήταν τότε το ΣΕΚΕ (μετέπειτα ΚΚΕ). Είχε ακολουθήσει αντιπολεμική πολιτική, ως προς την Μικρασιατική εκστρατεία, υλοποιώντας την απόφαση της Κομιντέρν (Κομμουνιστικής Διεθνούς) για την αυτονομία της Μικράς Ασίας και υποστηρίζοντας ότι η Αυτονομία αυτή «θα εξεσφάλιζε σοβαρές εγγυήσεις υπέρ των ελληνικών πληθυσμών της Μ. Ασίας». (Φυσικά γνωρίσαμε τις τούρκικες σφαγές και διώξεις των Ποντο-Αρμενίων, όταν θέλησαν να δημιουργήσουν το Ποντο-Αρμενικό τους Κράτος).
Η προτίμηση των προσφύγων προς το ΚΚΕ ήταν πολύ μικρή μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ᾽20. Από τις αρχές της δεκαετίας του ᾽30 άρχισε η βαθμιαία μεταστροφή ορισμένων προσφυγικών πληθυσμών προς την Αριστερά. Στο γεγονός αυτό συνέβαλε η πλήρης υιοθέτηση προσφυγικών αιτημάτων. Οι καταγγελίες για “άθλιες” συνθήκες ζωής ορισμένων από τους πρόσφυγες ήταν συνεχείς και έντονες. Η Αριστερά άρχισε να απευθύνεται προς αυτούς με την επίκληση “Αδέλφια πρόσφυγες”. Έλα όμως που αυτοί είχαν μάθει στη χριστιανική αδελφοσύνη!…
Όμως στα πολιτικά κείμενα της Αριστεράς η παρουσία των προσφύγων και η ύπαρξη χιλιάδων προσφυγικών εργατικών χεριών καταγράφεται ως ένα αρνητικό γεγονός και ως μία από τις βασικές αιτίες για τη διόγκωση της ανεργίας των γηγενών.
Το ΚΚΕ προσπάθησε να συμφιλιώσει τους γηγενείς με τους πρόσφυγες σε μια ενιαία “ταξική συνείδηση”, φροντίζοντας μόνο για την επίτευξη των δικών του ιδεολογικών επιδιώξεων, μακριά από την ιστορική επίγνωση ενός ενιαίου, εθνικού, ελληνορθόδοξου προσανατολισμού. Οι μετέπειτα, συνεπείς ιστορικά, εξελίξεις διέψευσαν αυτές τις επιδιώξεις.
Ο Νίκος Ζαχαριάδης έγραψε στον “Ριζοσπάστη” δεκατρία χρόνια μετά την Μικρασιατική καταστροφή: «Η Μικρασιατική εκστρατεία δεν χτυπούσε μόνο τη νέα Τουρκία, μα στρεφότανε και ενάντια στα ζωτικότατα συμφέροντα του ελληνικού λαού [του λαού της Ελλάδας]. Γι᾽ αυτό εμείς όχι μόνον δεν λυπηθήκαμε για την αστικοτσιφλικάδικη ήττα στη Μικρά Ασία, αλλά και την επιδιώξαμε».
Μεταπολεμικά οι πρόσφυγες μοιράστηκαν στα ίδια πολιτικά κόμματα με τους άλλους Έλληνες και έπαψαν να αποτελούν ενιαία κοινωνική ομάδα με ιδιαίτερη πολιτική συμπεριφορά, όπως συνέβαινε προπολεμικά, όταν η συντριπτική πλεοψηφία των προσφύγων υποστήριζε τον Βενιζελισμό. Αυτό βέβαια είχε ένα θετικό αποτέλεσμα: μία καθολική πλέον αποδοχή, χωρίς αμφισβητήσεις –όπως προπολεμικά– για τη συμβολή των προσφύγων στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας.
Άλλωστε το ενωτικό και σωτηριολογικό έργο της Ορθόδοξης Εκκλησίας είχε διαφυλάξει σε όλες τις πολιτικές κρίσεις τους πρόσφυγες από την απώλεια της δικής τους προαιώνιας ιστορικής πορείας, θεμελιωμένης στην αρμονική συνύπαρξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την Ελληνική, κοινοτική πολιτική εξουσία. Ας μη λησμονούμε ότι, στην άκρως προοδευμένη Σμύρνη, ο Μητροπολίτης της αποτελούσε την ηγετική εξουσία.
Επίσης ας μη λησμονούμε ότι στην αυθεντική χριστιανική πίστη, τα μέλη της Εκκλησίας σέβονται την εκάστοτε πολιτική αρχή, η οποία θεωρείται ως θέλημα Θεού, του οποίου η εξουσία και η παντοδυναμία είναι ανώτερη από οιαδήποτε ανθρώπινη αρχή.
Για το επίσημο ελληνικό Κράτος, ως προς τους πρόσφυγες, δύο ήταν οι βασικοί στόχοι: Η συγκέντρωση και οριστική αποκατάσταση ελληνικών πληθυσμών, που απειλούνταν με εξόντωση, στα ασφαλή σύνορα του ελληνικού Κράτους και, από πλευράς κοινωνικής, οι πληθυσμοί αυτοί να γίνουν το ταχύτερο ιδιοκτήτες αστοί, στηρίγματα του αστικού καθεστώτος και όχι προλετάριοι ανατροπής του.
Το 1922 προκαλούσε εφιάλτες στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, λόγω της επικράτησης των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, που φαίνονταν αποφασισμένοι να εξαγάγουν την επανάσταση σε παγκόσμια κλίμακα.
Όμως οι δύο στόχοι του ελληνικού Κράτους για τους πρόσφυγες επιτεύχθηκαν. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ειρηνικό επίτευγμα του νεοελληνικού Κράτους. Η επιτυχία αυτή ήταν ορατή ιδίως στην ελληνική Μακεδονία και ειδικά στις παραμεθόριες περιοχές της. Εκεί ο συστηματικός προσφυγικός εποικισμός εξασφάλισε την απόκρουση πολλαπλών απειλών κατά της εδαφικής και πολιτικής ακεραιότητας του ελληνικού Κράτους την περίοδο 1940-1950. Το ίδιο ισχύει μέχρι σήμερα και θα ισχύει στο μέλλον.
Όπως επισημαίνει ο ελλογιμότατος Γεώργιος Μαυροκορδάτος: «Έτσι αντί να επικαλούμαστε τον Φίλιππο και τον Μ. Αλέξανδρο θα αρκούσε να επικαλούμαστε τον εξελληνισμό της δικής μας Μακεδονίας χάρη στους πρόσφυγες, γεγονός πασίγνωστο διεθνώς, πιστοποιημένο και από την Κοινωνία των Εθνών».
(βλ. 5ο Συμπόσιο, από τον Δήμο Νέας Ιωνίας, “Κέντρο Σπουδής και Ανάδειξης Μικρασιατικού Πολιτισμού”, με θέμα “Η συμβολή των προσφύγων στην Πολιτική, Πολιτιστική και Οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας”, 25-26-27 Νοεμβρίου 2011, σσ. 29-32).
Στο 5ο Συμπόσιο από τον Δήμο Ν. Ιωνίας περί της συμβολής των προσφύγων στη δημιουργία μιας νέας Ελλάδας, εκτός από τη θετική και πολυσχιδή προσφορά των Ελλήνων Μικρασιατών, ακούστηκαν και ορισμένα γεγονότα τα οποία αφορούν στις δυσκολίες και τις κοινωνικές αδικίες που υπέστησαν, επί πολλά χρόνια, οι Έλληνες πρόσφυγες, από τους οπαδούς του Λαϊκού, αντιβενιζελικού, φιλομοναρχικού κόμματος, όπως και από απλούς πολίτες, οι οποίοι έβλεπαν τους πρόσφυγες ως επικίνδυνους ανταγωνιστές στην απόκτηση γης και εργασίας.
Τα ιστορικά αυτά στοιχεία δημιούργησαν και δημιουργούν δυστυχώς και σήμερα ένα αρνητικό –ή έστω αδιάφορο– κλίμα ως προς την πολύτιμη πολιτισμικά και οικονομικά προσφορά των νεοφερμένων, ιδίως μετά το 1922, Ελλήνων.
Παραθέτουμε ενδεικτικά ορισμένα παραδείγματα:
– Από τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο (1916-18) οι χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες, που κατέκλυσαν την Ελλάδα από διάφορα μέρη, αντιμετώπισαν συντεχνιακές, τοποκιστικές, αλλά και πολιτικές σκοπιμότητες. Μέσα στην όξυνση του διχασμού οι πρόσφυγες, ως Βενιζελικοί, βρέθηκαν στο στόχαστρο παρακρατικών και φιλομοναρχικών οργανώσεων.
Το σύνθημα των παρακρατικών ήταν: «Ο βασιλιάς μας θα ζώσει το σπαθί, θα σφάξει Αγγλογάλλους και Βενιζελικούς». Ωστόσο η συντριπτική πλεοψηφία αυτών των προσφύγων επέστρεψαν στις γενέτειρές τους μετά τον Πόλεμο.
– Τον Ιούλιο του 1922, με υπογραφές του βασιλέα Κωνσταντίνου, του Γούναρη και του Ρούφου απαγορεύτηκε στον ελληνικό πληθυσμό της Ιωνίας να αποχωρήσει, ενώ είχε ήδη αποφασιστεί η εκκένωση της Μ. Ασίας από τον ελληνικό στρατό. Επίσης η κυβέρνηση είχε απαγορεύσει τη δημιουργία Μικρασιατικού στρατού, όταν συζητήθηκε για λίγο η αυτονόμηση της Ιωνίας. Οι κρατούντες τότε στον Ελλαδικό χώρο έδειχναν ότι θα ήθελαν να απεμπλακούν από τη Μικρασιατική Εκστρατεία.
– Το 1928 ο Γεώργιος Βλάχος αποκαλεί στην “Καθημερινή” τους πρόσφυγες “προσφυγική αγέλη”.
– Τον Φεβρουάριο του 1936, στην Καλλιθέα Αττικής, διατυπώνεται ο φόβος 70 προσφυγικών οργανώσεων για βίαιες συμπεριφορές από γηγενείς.
– Το 1933 ο εκδότης της εφημερίδας “Πρωινός Τύπος” θα απαιτήσει να φορούν οι πρόσφυγες “κίτρινα περιβραχιόνια” για να τους αποφεύγουν οι Έλληνες.
– Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα των Βενιζελικών το 1935 οι επιθέσεις κατά των προσφύγων οξύνθηκαν και περιελάμβαναν ακόμα και πυρπολήσεις προσφυγικών οικιών.
Ο εμπρησμός του προσφυγικού οικισμού του Βόλου περιγράφεται ως εξής: «Αντιβενιζελικοί μπράβοι βάζουν φωτιά στα προσφυγικά παραπήγματα και γίνονται στάχτη, μαζί με την περιουσία των προσφύγων, καθώς και ενός νεαρού πρόσφυγα που δεν πρόλαβε να φύγει».
– Έγιναν συγκρούσεις και για την Ανταλλάξιμη Περιουσία. Οι γηγενείς της υπαίθρου ανταγωνίστηκαν τους πρόσφυγες προσπαθώντας να καταπατήσουν τα Ανταλλάξιμα Κτήματα.
– Στη Μακεδονία και στην Κρήτη καταπατήθηκαν χώροι, που ήταν προορισμένοι για πρόσφυγες.
– Ο Παναγιώτης Φωτιάδης, πρόσφυγας θεατρικός συγγραφέας, κάτοικος του Κιλκίς, γράφει το 1928: «Όλοι κλέβουν και θα συνεχίσουν να κλέβουν το δημόσιο και τους ιδιώτες τόσο καιρό, όσο ο κουτός αυτός λαός, που φταίει για όλα, δεν ξυπνήσει μια μέρα και δεν καταλάβει τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που έχει, και πως γίνεται όργανο στα χέρια αυτών των κυρίων που μας διοικούν».
Διαβάζοντας τον συγκλονιστικό αυτό αφορισμό του Π. Φωτιάδη για τον ελληνικό Λαό, στο νου μου ήλθαν τα λόγια του μεγάλου Γάλλου μουσικοσυνθέτη HectorBerlioz, που είπε για την πολιτική: «Η αποστροφή που ένιωθα πάντα για την πολιτική όλο και μεγαλώνει· αυτή η μεγάλη αποξηραμένη με τα ανειλικρινή μάτια, το ωχρό πρόσωπο και τη σκληρή καρδιά, μου φαίνεται όλο και πιο μισητή. Δυστυχώς, δεν μπορεί κανείς να κάνει ούτε βήμα χωρίς να τη συναντήσει». Φοβερός ο αφορισμός!
Πράγματι πολλοί Έλληνες Μικρασιάτες υπέστησαν επί χρόνια τις αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις των πολιτικών ιδεολογιών, των συντεχνιών και των οικονομικών συμφερόντων των αυτοχθόνων Ελλήνων.
[Τα Πρακτικά του 5ου Συμποσίου της Ν. Ιωνίας βρίσκονται στο αναγνωστήριο της βιβλιοθήκης της “ΕΣΤΙΑΣ Ν. ΣΜΥΡΝΗΣ”, για όσους ενδιαφέρονται].
Γνωρίζουμε ότι η Εκκλησία μας δεν ήταν και δεν είναι πάντοτε σε θέση να επιβάλει σε όλους το θείο θέλημα, ώστε να πεισθούν όλοι, πως η Δημοκρατία, κατά τη χριστιανική πίστη, είναι συνώνυμη με τις λέξεις αρετή, δικαιοσύνη, αλληλεγγύη, σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα. Όμως η θεία Πρόνοια αναπληρώνει πολλές φορές τα ανθρώπινα κενά προστατεύοντας το δίκαιο και την αλήθεια, βοηθώντας τους ανθρώπους να αναδείξουν το καλοπροαίρετο και το ανώτερο.
Οι Έλληνες Μικρασιάτες με τις πυκνές επιγαμίες ανάμειξαν το ελληνικό μικρασιατικό αίμα με το ελλαδικό. Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος γράφει: «…Δεν υπάρχει σημάδι της ελληνικής γης, όπου ένας πρόσφυγας ή ένας απόγονός του να μην έχει στήσει κι ένα μικρό τρόπαιο φιλοπονίας, επίνοιας και τόλμης. Πριν έρθουν οι μηχανές να βελτιώσουν την καλλιέργεια της γης, ήρθαν οι ξύπνιοι “τουρκομερίτες” να μας διδάξουν πολλά… Ήρθαν οι πολυμήχανοι εγκέφαλοι της Ανατολής να διδάξουν κατά ποιον τρόπο ο βιομήχανος κερδίζει την εμπιστοσύνη των αγορών του εσωτερικού και του εξωτερικού. Ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής από 253.1 το 1921, έφτασε το 625.2 το 1938. Έτσι βγαίνει μονάχο του το συμπέρασμα πως η βοήθεια που τους προσφέραμε κατά τις πρώτες δύσκολες μέρες τους, βοήθεια που λίγο έλειψε να μας συντρίψει, γιατί η μικρασιατική καταστροφή μας άφησε εξαθλιωμένους, βρήκε τη γενναιότερη δυνατή ανταπόδοσή της» (Ι.Μ.Π., “Νέα ΕΣΤΙΑ”, Χριστούγεννα 1972, σ. 42).