Οι συζητήσεις για την 6η παρ. του κειµένου «Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο λοιπός Χριστιανικός κόσµος»

  • Dogma
συζητήσεις

Αυτό είναι γνωστόν σε όλη την αποστολική και πατερική παράδοση, αλλά στα χαρίσµατα και στον τρόπο µε τον οποίο ενεργεί το Άγιον Πνεύµα σε όλους, και στούς εκτός της Εκκλησίας Χριστιανούς, δεν συµπεριλαµβάνεται η µυστηριακή ζωη της Εκκλησίας. Αυτό σηµαίνει ότι το Άγιον Πνεύµα χαρίζει διάφορα σωµατικά και πνευµατικά χαρίσµατα στούς Χριστιανούς και εκτός της Εκκλησίας, αλλά αυτό δεν συµβαίνει µε τα Μυστήρια τα οποία γίνονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία που είναι το Σώµα του Χριστού. Εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχουν Μυστήρια, αλλά υπάρχουν διάφορα χαρίσµατα.

Οπότε, νοµίζω ότι όσοι έκαναν λόγο για µη ταύτιση κανονικών και χαρισµατικών πλαισίων, δεν εννοούσαν τα Μυστήρια της Εκκλησίας που γίνονται µε τα κανονικά πλαίσια µεσα στο Σώµα του Χριστού. Και όσοι µιλησαν για ταύτιση κανονικών και χαρισµατικών πλαισίων δεν εννοούσαν ότι το Άγιον Πνεύµα δεν ενεργεί και εκτός της Εκκλησίας, δίνοντας διάφορα χαρίσµατα, όχι όµως την µυστηριακή ζωη.

Ο Γεώργιος Γαλίτης φαίνεται ότι συζητά το θέµα των ορίων της Εκκλησίας και αποδέχεται τις απόψεις των θεολόγων που ασχολήθηκαν µε το θέµα αυτό, παραπέµπει σε ένα βιβλίο που είναι αποτέλεσµα ενός Συνεδρίου και αντιλαµβάνοµαι ότι το θέµα του Συνεδρίου ήταν ότι δεν ταυτίζονται τα κανονικά µε τα χαρισµατικά όρια της Εκκλησίας. Επίσης, προτείνει ότι όσα υπεγράµµισε ο Γραµµατεύς της Επιτροπής, δηλαδή ο Μητροπολίτης Ελβετίας ∆αµασκηνός, θα πρέπει να συµπεριληφθούν στο κείµενο που ετοιµαζόταν µε θέµα «Η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο λοιπός χριστιανικός κόσµος» για «την αρτιωτέραν παρουσίασίν του».

Συνέχισε την συζήτηση ο Σεβ. Μητροπολίτης Περιστερίου Χρυσόστοµος:

«Ο Σεβ. Περιστερίου (κ. Χρυσόστοµος, εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος): Σεβ. άγιε Πρόεδρε, πρέπει να συγχαρώµεν τον Σεβ. Γραµµατέα. Παρ’ όλα ταύτα, όµως, θα ήθελα να είπω ότι δεν δύναµαι να συµφωνήσω πλήρως µε την αξιολόγησιν που κάνει εις τούς επί µερους ∆ιαλόγους. Το ερώτηµά µου είναι: θα συζητήσωµεν επί των σηµείων της αξιολογήσεως του Γραµµατέως η όχι; ∆ιότι µερικαί των αξιολογήσεων αυτών είναι σωσταί, µερικαί άλλαι όµως δεν µάς ευρίσκουν συµφώνους. Είναι εν γενικόν το θέµα και πρέπει να δοθή µια απάντησις»[10].

Ο Μητροπολίτης Περιστερίου Χρυσόστοµος δεν εξέφρασε την άποψή του για τα «όρια της Εκκλησίας» και για τον βαθµό «εκκλησιαστικότητος» των λοιπών Χριστιανών, αλλά µε έναν γενικό τρόπο, χωρίς να δίνη διευκρινίσεις, τόνισε ότι πρέπει να γίνη συζήτηση για τις αξιοποιήσεις των διαλόγων, πράγµα που έθεσε στην εισήγησή του ο Γραµµατεύς της Επιτροπής, και ότι εκείνος διαφωνεί µε µερικές αξιολογήσεις του. Μαλιστα, τόνισε ότι αυτό είναι αναγκαίο θέµα στο οποίο «πρέπει να δοθή µια απάντησις».

Ο Πρόεδρος Μητροπολίτης Μυρων Χρυσόστοµος έδωσε µια εξήγηση ότι «η Γραµµατεία δεν κάνει αξιολόγησιν των κειµένων, αλλά κάµνει µια αξιολόγησιν και παράθεσιν των γεγονότων». «Το κείµενο του Γραµµατέως είναι τελείως ουδέτερον, δεν επηρεάζει τας συζητήσεις µας αι οποίαι θα γίνουν επί του κειµένου»[11].

Αµεσως µετά έλαβε τον λόγο ο άλλος εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος Μητροπολίτης ∆ηµητριάδος Χριστόδουλος, µετέπειτα Αρχιεπί- σκοπος Αθηνών και Πασης Ελλάδος.

«Ο Σεβ. ∆ηµητριάδος (κ. Χριστόδουλος, εκπρόσωπος της Εκκλη- σίας της Ελλάδος): Σεβ. άγιε Πρόεδρε, ο Σεβ. Μητροπολίτης Καρθαγένης έθεσε εν πελώριον θέµα προς συζήτησιν, δηλαδή το θέµα της εκ µερους µας θεωρήσεως των εκτός της ιδικής µας Εκκλησίας ευρισκοµένων χριστιανικών Εκκλησιών και Οµολογιων, µετά των οποίων ευρισκόµεθα εν διαλόγω. Εαν δεν λυθή το θέµα αυτό, νοµίζω ότι «εις µατην κοπιώµεν». Εχαρακτήρισα το ζήτηµα αυτό θεµελιώδες και κεφαλαιώδες, διότι έχει άµεσον σύνδεσµον µε την εκκλησιολογικήν αυτοσυνειδησίαν µας. Κατά κάποιον τρόπον, αναστρέφων το ερώτηµα, θα διηρωτώµην: έχοµεν ηµείς ως Ορθόδοξος Εκκλησία την δέουσαν αυτοσυνειδησίαν; Ποίοι είµεθα ηµείς; Αυτό πρέπει να είπωµεν προτού εξετάσωµεν ποίοι είναι οι άλλοι. Το λέγω αυτό, καίτοι είναι αυτονόητον. ∆ιότι αλλοίµονον εάν προσερχώµεθα εις τον ∆ιάλογον µετά των ετεροδόξων χωρίς να πιστεύωµεν ότι είµεθα ηµείς η Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Η ερώτησις του Σεβ. Καρθαγένης θέτει ίσως επί τάπητος –το λέγω µε πολλήν επιφύλαξιν– αυτό που είναι γνωστόν ως θεωρία των κλάδων, θα παραδεχθούµε αυτήν την θεωρίαν η θα παραµείνωµεν εις την Unam Sanctam; Εν όψει αυτού του προβλήµατος, επειδή θεωρώ αυτονόητον ότι όλοι συναντώµεθα εις την βάσιν, ότι ηµείς είµεθα η Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, θα ήθελα, άγιε Πρόεδρε, να προτείνω εις το προοίµιον, το οποίον προτάσσεται των επί µερους ∆ιαλόγων να τεθή κάποια φράσις, αµέσως µετά την πρώτην, τονίζουσα την ιδικήν µας αυτοσυνειδησίαν, έστω και αν αυτό κακοφαίνεται ενδεχοµένως εις τούς εκτός της ιδικής µας Εκκλησίας ευρισκοµένους. Η µια παρατήρησίς µου είναι αυτή»[12].

∆ιαβάζοντας το κείµενο που είχε ετοιµασθή και είχε τεθή προς συζήτηση, διαπιστώνουµε ότι δεν γίνεται καθόλου λόγος για το ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και δεν προσδιορίζεται τι είναι οι Χριστιανοί εκτός αυτής. Αυτό έκανε τον Μητροπολίτη Χριστόδουλο να θέση το θέµα.

Οµως, στο προοίµιο του ετοιµασθέντος κειµένου γίνεται λόγος για «χριστιανικές Εκκλησίες και Οµολογιες» έξω από την Ορθόδοξη Εκκλησία, και εποµένως χαρακτηρίζονται ως «Χριστιανικές Εκκλησίες».

Η παρέµβαση του Μητροπολίτου ∆ηµητριάδος Χριστοδούλου δια- κρίνεται για την παρρησία και την προσπάθεια διευκρίνισης του θέµατος. Βεβαια, κάνει λόγο για µιά παρατήρηση και θα ακολουθούσε και άλλη, την οποία διατύπωσε στην συνέχεια της συζητήσεως, σχετικά µε τον συντονισµό των διαφόρων ∆ιορθοδόξων Θεολογικών Επιτροπών και την διαδικασία των θεολογικών διαλόγων.

Παντως, ο Μητροπολίτης ∆ηµητριάδος συνέχισε την συζήτηση που άρχισε ο Μητροπολίτης Καρθαγένης, αλλά σε µιά άλλη διαφορετική διάσταση, δηλαδή οµίλησε για την «εκκλησιολογικήν αυτοσυνειδησίαν µας», χαρακτηρίζοντας το θέµα αυτό ως «εν πελώριον θέµα προς συζήτησιν», «ως θεµελιώδες και κεφαλαιώδες», σε σχέση µε τούς άλλους Χριστιανούς, διότι, αν δεν λυθή αυτό το θέµα, τότε «εις µατην κοπιώµεν».

Στην πραγµατικότητα το θέµα που έθεσε ο Μητροπολίτης Καρθαγένης, ο ∆ηµητριάδος το ερµηνεύει µε επιφύλαξη, είναι το αν θα δεχθούµε την «θεωρίαν των κλάδων», σύµφωνα µε την οποία όλες οι Χριστιανικές Κοινότητες και Οµολογιες είναι κλάδοι του ενός δένδρου του Χριστιανισµού και αναζητούν την ενότητα, που σηµαίνει δεν έχει κανείς την αποκλειστικότητα ότι η δική του «Εκκλησία» είναι η Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Το ερώτηµα που έθεσε ο Μητροπολίτης ∆ηµητριάδος είναι: «Θα παραδεχθούµε αυτήν την θεωρίαν η θα παραµείνωµεν εις την Unam Sanctam;».

Στην παρέµβασή του αυτή ο ∆ηµητριάδος θέτει το ερώτηµα: «Έχοµεν ηµείς ως Ορθόδοξος Εκκλησία, την δέουσαν αυτοσυνειδησίαν; Ποιοί είµεθα ηµείς;». Θεωρεί ότι αυτό το ερώτηµα πρέπει να προηγηθή και στην συνέχεια να τεθή το ερώτηµα «ποιοί είναι οι άλλοι», καίτοι αυτό το θέµα «είναι αυτονόητον».

Στην συνέχεια έδωσε την οµολογία ότι στην Συναξη αυτή όλοι έχουν την συνείδηση ότι ανήκουν στην Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, και πρότεινε στο κείµενο που ετοιµαζόταν να τεθή στο προοίµιο κάποια φράση που να δείχνη την αυτοσυνειδησία την οποία έχουµε ως Ορθόδοξοι. Με αυτήν την πρόταση σηµειώνει δεικτικώς «έστω και αν αυτό κακοφαίνεται ενδεχοµένως εις τούς εκτός της ιδικής µας Εκκλησίας ευρισκοµένους».

Η παρέµβαση του Μητροπολίτου ∆ηµητριάδος ήταν εύστοχη και άφηνε το ενδεχόµενο στην συνέχεια να προχωρήσουν στον προδιορισµό των ετεροδόξων.

Στα Πρακτικά στο σηµείο αυτό γράφεται:

«Εις το σηµείον τούτο ο Σεβ. Πρόεδρος αναγινώσκει εκ του κειµένου της ∆ιορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής του 1971 επί του θέµατος της οικονονοµίας την σχετικήν προς την αυτοσυνειδησίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας παράγραφον: «∆ιο και η αγία ηµών Ορθόδοξος Εκκλησία, έχουσα συνείδησιν της σηµασίας και σπουδαιότητος της παρούσης δοµής του συγχρόνου Χριστιανισµού, όχι µονον αναγνωρίζει, καίτοι αυτή ούσα η Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, την οντολογικήν ύπαρξιν όλων τούτων των Χριστιανικών Εκκλησιών και Οµολογιων, αλλά και θετικώς πιστεύει ότι αι προς πάσας ταύτας σχέσεις αυτής στηρίζονται επί της όσον ένεστι ταχυτέρας και αντικειµενικωτέρας αποσαφηνίσεως του όλου εκκλησιολογικού θέµατος και της παρ’ αυταίς καθόλου δογµατικής διδασκαλίας…»[13].

Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Πρόεδρος, διαβλέποντας την ορθότητα της παρατηρήσεως του Μητροπολίτου ∆ηµητριάδος Χριστοδούλου, υπενθυµίζει ένα κείµενο που είχε συνταχθή από την ∆ιορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή του έτους 1971 επί του θέµατος της οικονοµίας, το οποίο θέµα ως γνωστόν εξέπεσε από την θεµατολογία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου που προετοιµαζόταν.

Στο κείµενο αυτό εκφράζεται η αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας ότι αυτή είναι η Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αλλά «αναγνωρίζει …την οντολογικήν ύπαρξιν όλων τούτων των Χριστιανικών Εκκλησιών και Οµολογιων». Να, λοιπόν, η φράση που υπήρχε στο κείµενο, για την οποία έγινε έντονη συζήτηση στην Κρήτη. ∆ηλαδή, στην φράση αυτή γίνεται το παράδοξο: αφ’ ενός µεν πιστεύεται ότι Μια είναι η Εκκλησία και αυτή είναι η Ορθόδοξη, αφ’ ετέρου δε αναγνωρίζει και «την οντολογικήν ύπαρξιν» όλων των άλλων «Χριστιανικών Εκκλησιών και Οµολογιων». Συγχρόνως τονίζεται ότι πρέπει να αποσαφηνισθή αντικειµενικά αφ’ ενός µεν το όλο εκκλησιολογικό θέµα, αφ’ ετέρου δε η δογµατική διδασκαλία όλων αυτών των «Χριστιανικών Εκκλησιών και Οµολογιων».

Αυτό το κείµενο µε µερικές αλλαγές, όπως θα δούµε στο τέλος, απετέλεσε την βάση του τελικού κειµένου στην Γ  Προσυνοδική Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη στην Γενεύη το 1986. Πιο κάτω θα γίνουν οι συγκρίσεις.

Παντως, φαίνεται ότι ο ∆ηµητριάδος Χριστόδουλος πρότεινε να τεθούν στο κείµενο τα σχετικά µε την αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά στο θέµα τι είναι οι Χριστιανοί που βρίσκονται εκτός της Εκκλησίας δεν έφερε αντίρρηση αφού έγινε λόγος για «Χριστιανικές Εκκλησίες και Οµολογιες».

Στην συνέχεια παρενέβη ο Μητροπολίτης Κιέβου Φιλάρετος.

«Ο Σεβ. Κιέβου (κ. Φιλάρετος, εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Ρωσίας): Ενταύθα τίθενται ουσιώδη ζητήµατα. Το ζήτηµα τούτο ανα- φέρεται εις την αυτοσυνειδησίαν ηµών. Νοµίζω ότι άνευ σαφούς καθορισµού ως προς το τι εκπροσωπεί η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι πολύ δύσκολον να προχωρήσωµεν εις το ζήτηµα των ∆ιαλόγων. Ευρισκόµεθα εις πεδίον µη κατανοήσεως υπό του ποιµνίου ηµών. Οι πιστοί ηµών δύνανται να ασκήσουν αυστηράν και δικαίαν κριτικήν ηµών, διότι εις το κείµενον δεν ορίζεται µε σαφήνειαν και ακρίβειαν το τι περί εαυτής φρονεί η Ορθόδοξος Εκκλησία. Τούτο είναι το πρώτον. Το δεύτερον ερώτηµα απευθύνεται προς πάντας ηµάς: Έχοµεν προ ηµών το κείµενον, το οποίον προητοίµασεν η ∆ιορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή. Εις το κείµενον αυτό περιέχονται πάρα πολλά και κατά πλειονότητα µεθοδολογικά ζητήµατα. Σας ερωτώ. Η Αγία και Μεγάλη Συνοδος οφείλει να λάβη αποφάσεις επί µεθοδολογικών ζητηµάτων; Ποία τα συζητηθέντα θέµατα, κατά ποίαν τάξιν, δυσχερή η ευκολώτερα θέµατα, ποία η έκτασις των κειµένων, εις ποίαν γλώσσαν πρέπει να συνταχθούν –εις την γαλλικήν, την ρωσσικήν, την ελληνικήν, την αραβικήν η άλλας γλώσσας; Τα προβλήµατα αυτά είναι άξια της Συνόδου; Εαν προτείνωµεν εις την Αγίαν και Μεγάλην Συνοδον σχέδιον αποφάσεως, θα ηδύνατό τις να αντείπη ότι η Συνοδος δεν πρέπει να ασχοληθή µε τοιαύτα ζητήµατα. Αυτά είναι δευτερευούσης σηµασίας, έχουν καιρικόν χαρακτήρα και η Συνοδος δεν θα ασχοληθή µε τοιαύτα ζητήµατα. Επί τη βάσει της προοπτικής ταύτης, οφείλοµεν να χωρήσωµεν εις την σύνταξιν κειµένου δια την Αγίαν και Μεγάλην Συνοδον. Εννοώ ότι η Συνοδος πρέπει να επιλύση θεµελιώδη ζητήµατα εν σχέσει προς τον ∆ιάλογον, τα δε µεθοδολογικά ζητήµατα, έχοντα καιρικόν χαρακτήρα, δεν ηµπορεί και δεν πρέπει να απασχολήσουν την Συνοδον. Ευχαριστώ»[14].

∆ιαβάζοντας κανείς προσεκτικά την παρέµβαση του εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ρωσίας βλέπει ότι επικεντρώνει την προσοχή του σε δύο σηµεία.

Το πρώτο είναι ότι πρέπει να καταγραφή σαφώς η αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, πράγµα που είναι απαραίτητο στοιχείο των διαλόγων. Αυτό λέγεται γιατί υπολογίζει την αντίδραση του ποιµνίου.

Το δεύτερο σηµείο είναι ότι έθεσε µεθοδολογικά θέµατα για την Αγία και Μεγάλη Συνοδο, για τα θέµατα που θα συζητηθούν, για ποια θα είναι η τάξη των συζητήσεων, σε ποια γλώσσα θα στηριχθούν, αν τα θέµατα αυτά είναι άξια µιάς Μεγάλης Συνόδου. Πρότεινε να συνταχθή ένα κείµενο για την Αγία και Μεγάλη Συνοδο, ότι η Συνοδος αυτή πρέπει να «επιλύση θεµελιώδη ζητήµατα εν σχέσει µε τον διάλογον», αλλά τα µεθοδολογικά θέµατα που έχουν καιρικό χαρακτήρα δεν πρέπει να απασχολούν την Συνοδο.

Η παρέµβαση αυτή είναι περίεργη, γιατί δεν θέτει θεολογικά ζητήµατα, δεν ξεκαθαρίζει τι σηµαίνει «θεµελιώδη ζητήµατα», δεν προσδιο- ρίζει τι σηµαίνει ότι η Συνοδος δεν πρέπει να ασχοληθή µε δευτερεύοντα ζητήµατα. Το σηµαντικό είναι ότι δεν αναφέρεται καθόλου στην «εκκλησιαστικότητα» των άλλων Χριστιανών, δεν λαµβάνει καθόλου θέση πάνω στο θέµα για τα «όρια της Εκκλησίας», για το οποίο θέµα έγινε προηγουµένως έντονη συζήτηση από εκπροσώπους άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Ο Πρόεδρος, απαντώντας στον Μητροπολίτη Κιέβου είπε ότι οι παρατηρήσεις του πλησιάζουν στο τρίτο σηµείο των δικών του παρατηρήσεων που έκανε προηγουµένως, ότι δηλαδή «υπάρχουν καθαρώς περιστασιακά σηµεία εις το κείµενον αυτό και ότι αυτά πρέπει να εξαχθούν και να τύχουν αµέσου προωθήσεως από την ∆ιάσκεψιν αυτήν»[15].

Η συζήτηση συνεχίσθηκε.

«Ο Ελλογιµ. Καθηγ. Φειδάς (Εκπρόσωπος της Εκκλησίας των Ιεροσολύµων): Σεβ. άγιε Πρόεδρε, έχω την εντύπωσιν ότι το θέµα, το οποίον τίθεται µε την εισήγησιν του Σεβ. Γραµµατέως είναι εν ευρύτερον θέµα, όχι τόσον ως προς τον καθορισµόν της αυτοσυνειδησίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, το οποίον δεν είναι θέµα µελέτης, αλλά θέµα οµολογίας –αφού νοµίζω ότι δεν υπάρχει κανείς ο οποίος αισθάνεται την ανάγκην να επιβεβαιώση την οµολογίαν της πίστεως εις την Εκκλησίαν εις την οποίαν ανήκει– όσον ως προς το τι αντιπροσωπεύουν εξ επόψεως εκκλησιολογίας και αι εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας χριστιανικαί κοινότητες. Η κανονική παράδοσις και η πράξις της Ορθοδόξου Εκκλησίας έχουν µεταβαλλοµένας πρακτικάς και η σύγχρονος θεολογία προβληµατίζεται. Είναι αναγκαία µια τοιαύτη µελέτη του θέµατος ως προς το τι ηµπορεί να είπη η Εκκλησία, επί τη βάσει της κανονικής και της πατερικής παραδόσεως, συνεκτιµώσα πάσας τας ετερότητας, αι οποίαι παρουσιάζονται εις τας κανονικάς πρακτικάς, και ως προς το πως δέχεται η Εκκλησία τούς ετεροδόξους. Αυτό είναι εν κανονικόν κριτήριον δια να ηµπορή η Εκκλησία να προσδιορίζη, τι θεωρεί ότι είναι οι ετερόδοξοι. Μια «εκκλησιολογία» δηλαδή των εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας «Εκκλησιών». Πρέπει να γίνη µελέτη δια να γνωρίζοµεν, πως ηµπορεί να συνειδητοποιηθή η ιδική µας ευθύνη εις τούς ∆ιαλόγους. Αυτό θα ήτο εν σηµαντικόν, αλλά και πολύ µεγάλο έργον. Τωρα απλώς γίνεται µια διατύπωσις. Ο Γ. Φλωρόφσκυ λ.χ. κάνει την διάκρισιν µεταξύ κανονικής και χαρισµατικής προσεγγίσεως των ορίων της Εκκλησίας. Ηµπορει όµως αυτό να λεχθή; Και θα είναι συνεπές; Πρέπει να γίνη εργασία, δια να διευκολυνθή και η Ορθόδοξος Εκκλησία εις τούς ∆ιαλόγους. Αν αυτή είναι η πρόθεσις, τότε δεν λύεται εις το κείµενον αυτό. Είναι προγραµ- µατισµός εργασίας»[16].

Ο Βλάσιος Φειδάς, εκπροσωπώντας την Εκκλησία των Ιεροσολύµων, προφανώς ήθελε να υποστηρίξη το κείµενο που είχε τεθή προς συζήτηση, το οποίο δέχθηκε κριτική ότι δεν συµπεριελάµβανε κάποια παράγραφο για την αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και για τούς Χριστιανούς εκτός αυτής.

Έτσι, επεσήµανε ότι το θέµα της αυτοσυνειδησίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας «δεν είναι θέµα µελέτης, αλλά θέµα οµολογίας», χωρίς να καταλάβω γιατί δεν θα µπορούσε να τεθή µιά οµολογία αυτοσυνειδησίας σε ένα τέτοιο κείµενο που θα προέλθη από την Αγία και Μεγάλη Συνοδο, το οποίο θα είναι κείµενο οµολογιακό. Φαίνεται ότι ήθελε να υπογραµµίση ότι περισσότερον χρειάζεται να διατυπωθή τι «αντιπροσωπεύουν εξ επόψεως εκκλησιολογίας», οι εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας Χριστιανοί. Επίσης, έκανε λόγο για τις «εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας Χριστιανικές κοινότητες». Παρατηρούµε ότι ο ίδιος χρησιµοποιεί τον όρο «Χριστιανικές κοινότητες» πριν τον προτείνει η Εκκλησία της Ελλάδος, και µερικοί το θεώρησαν ως φονταµενταλιστικό.

Οµως, συγχρόνως, για τούς ετεροδόξους τόνισε ότι το θέµα αυτό δεν έχει ξεκαθαρισθή από την «κανονικήν παράδοσιν και την πράξιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας» που «έχουν µεταβαλοµένας πρακτικάς» και ακόµη «η σύγχρονος θεολογία προβληµατίζεται».

Εδώ φαίνεται καθαρά η σύγχυση που επικρατεί σήµερα ως προς τούς Χριστιανούς τούς εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας ευρισκοµένους. Η Εκκλησία στις αποφάσεις των Οικουµενικών και των Τοπικών Συνόδων έχει αποφανθή για τούς αιρετικούς, αλλά η σύγχρονη άποψη διαφόρων Ορθοδόξων Εκκλησιών, ήτοι κυρίως των Προκαθηµένων, όπως και η ακαδηµαϊκή θεολογία έχουν επιφέρει µιά σύγχυση κυρίως από τον 20ον αιώνα και µετά.

Βεβαια, ο Βλάσιος Φειδάς πρότεινε ότι είναι αναγκαίο να γίνη µιά µελέτη «επί τη βάσει της κανονικής και πατερικής παραδόσεως», για «το πως δέχεται η Εκκλησία τούς ετεροδόξους», ώστε να προσδιορισθή τι ακριβώς είναι οι ετερόδοξοι. Πρότεινε να γίνη µιά µελέτη του όλου θέµατος και να προσδιορισθή µιά «εκκλησιολογία» των «εκκλησιών» που είναι εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ένα τέτοιο έργο θα ήταν «σηµαντικό» και «µεγάλο έργο» και θα βοηθούσε στούς διαλόγους.

Αυτό σηµαίνει ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες άρχισαν τούς διαλόγους µε τούς ετεροδόξους και κάνουν θεολογικούς διαλόγους µε αυτούς, χωρίς να θέσουν µιά ουσιαστική και καθαρή εκκλησιολογική βάση, δηλαδή χωρίς εκκλησιολογικές προοπτικές.

Ο Βλάσιος Φειδάς αναφέρθηκε στην διάκριση που κάνει ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ «µεταξύ της κανονικής και χαρισµατικής προσεγγίσεως των ορίων της Εκκλησίας», αλλά έθεσε και ερωτήµατα αν αυτό µπορή να λεχθή και αν αυτό θα είναι συνεπές. Τελικά, υποστήριξε ότι αυτό το θέµα δεν λύνεται µε το κείµενο αυτό το οποίο επεξεργάζονταν.

Με την παρέµβαση του Βλασίου Φειδά προσδιορίζεται µιά θεολογική βάση, δηλαδή προτείνεται η θεολογική µελέτη του θέµατος των ετεροδόξων, και ο τρόπος µε τον οποίο τούς δεχόµαστε στην Ορθόδοξη Εκκλησία, προφανώς εννοεί τούς κανόνες της Β’ Οικουµενικής Συνόδου και της Πενθέκτης, όπως δυστυχώς τούς παρερµηνεύουν όσοι έχουν συγκεχυµένες εκκλησιολογικές απόψεις.

Παρά την πρόταση όµως για θεολογική µελέτη του θέµατος, εν τούτοις ο Φειδάς αποδέχεται ότι δεν υπάρχει ενιαία γραµµή ως προς τα θέµατα αυτά «από την κανονικήν παράδοσιν και την πράξιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας», πράγµα που θεωρώ ότι είναι επικίνδυνο. Έτσι, ενώ είναι προσεκτικός ως προς την ορολογία των ετεροδόξων Οµολογιων, τις ονοµάζει «Χριστιανικές κοινότητες», εν τούτοις προτείνει την µελέτη του θέµατος για να καθορισθή «µιά εκκλησιολογία» των εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας «Εκκλησιών».

Η σκέψη αυτή είναι ασαφής και απροσδιόριστη θεολογικά, διακρίνεται από µιά θεολογική και εκκλησιολογική σύγχυση, φαίνεται ότι υποστηρίζει το να παραµείνη το κείµενο όπως καταρτίσθηκε, χωρίς να τεθή κάποιο προοίµιο που να οµολογήται η αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και από τα Πρακτικά δεν φαίνεται να απαντά κανείς από τούς παρευρισκοµένους στις απόψεις αυτές.

Ο Πρόεδρος έκλεισε την συζήτηση.

«Ο Σεβ. Πρόεδρος (κ. Χρυσόστοµος.): Ευχαριστώ. Νοµίζω ότι υπήρξαν αρκετά διαφωτιστικά τα όσα ελέχθησαν επί του γενικού θέµατος. Νοµίζω ακόµη, ταπεινώς, ότι η Επιτροπή, η οποία θα εξετάση το κείµενον, θα πρέπει να έχη υπ’ όψιν της και τα εδώ λεχθέντα γενικώς επί του όλου ζητήµατος. Πιθανόν από την εργασίαν της Επιτροπής να προκύψουν µια η δύο παράγραφοι, αι οποίαι θα καλύπτουν αυτήν την ανάγκην, τουλάχιστον δια το κείµενον αυτό εις αυτήν την φάσιν. Θετω, αδελφοί, τώρα υπό συζήτησιν τον πρόλογον του κειµένου και ευθύς αµέσως τον ∆ιάλογον µετά των Αγγλικανών»[17].

Έπειτα, ο Μητροπολίτης ∆ηµητριάδος έθεσε το θέµα του συντονι- σµού του έργου των διαφόρων διορθοδόξων Θεολογικών Επιτροπών για τούς θεολογικούς διαλόγους και ο Πρόεδρος απήντησε σχετικώς.

Ακολούθως, ο Μητροπολίτης Τρανσυλβανίας Αντώνιος έθεσε διάφορα ζητήµατα.

«Ο Σεβ. Τρανσυλβανίας: (κ. Αντώνιος, εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ρουµανίας). Ευρίσκοµαι εις δυσκολίαν µε το κείµενον εν γένει και ειδικώτερον µε την εισαγωγήν του, διότι αυτό, το οποίον το κείµενον και η εισαγωγή παρουσιάζουν δεν είναι, κατά την γνώµην µου, εν κείµενον δια την Αγίαν και Μεγάλην Συνοδον. Είναι κατά το µάλλον η ήττον µια αξιολόγησις των συγχρόνων ∆ιαλόγων, µια περιγραφή του σηµείου, εις το οποίον ευρισκόµεθα σήµερον. Οι ∆ιάλογοι όµως ευρίσκονται εν εξελίξει. Ο,τι σήµερον ισχύει εκ του κειµένου δεν θα ισχύη αύριον. Όθεν, δεν είναι εν κείµενον δια να υποβληθή εις την Αγίαν και Μεγάλην Συνοδον. Νοµίζω ότι δια την Αγίαν και Μεγάλην Συνοδον σπουδαιοτέρα είναι η εισαγωγή. Μια εισαγωγή, η οποία θα προσέφερε τας αρχάς, επί των οποίων θα έπρεπε να στηρίζωνται αι διάφοροι Επιτροπαί η οι αναµεµιγµένοι εις τας διεθνείς Επιτροπάς. Αι αρχαί όµως αυταί δεν υπάρχουν εις την εισαγωγήν. Βεβαίως, συµφωνώ να συζητήσωµεν επί εκάστου ∆ιαλόγου ειδικώτερον, αλλ’ ως επεσήµανα παν ο,τι λέγοµεν θα αχρηστευθή εις το µελλον. Πρέπει λοιπόν να λεχθή τι εις την εισαγωγήν περί της µεθοδολογίας και περί των ηµετέρων εκτιµήσεων εις τα πλαίσια των ∆ιαλόγων αυτών. Λεγεται τι εις την εισαγωγήν, το οποίον είναι πολύ σπουδαίον: είναι η θετική στάσις ηµών εν σχέσει προς τούς ∆ιαλόγους. Αλλ’ αυτό είναι το µονον. Παντα τα άλλα σηµεία αναφέρονται εις τούς ∆ιαλόγους. ∆εν λέγοµεν π.χ. εις την εισαγωγήν µε ποίους χριστιανούς είµεθα έτοιµοι να διαλεχθώµεν. Η παρατήρησις του Μητροπολίτου Κιέβου ήτο πολύ καλή εις ο,τι αφορά εις τον διάφορον π.χ. χαρακτήρα των ∆ιαλόγων. Είναι άλλο πρόβληµα ο ∆ιάλογος µετά των Ρωµαιοκαθολικών, των Παλαιοκαθολικών και των Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών και άλλο πρόβληµα ο ∆ιάλογος µετά των Μεταρρυθµισµένων η των Λουθηρανών. Μετά των µεν διαλεγόµεθα δια την ενότητα, µετά των δε δια µιαν µορφήν συµφωνίας. Υπάρχει άλλωστε µια ωραιοτάτη διατύπωσις εις την εισήγησιν του Γραµµατέως: «Υπάρχουν διάλογοι οι οποίοι αποσκοπούν εις την ενότητα, και υπάρχουν διάλογοι, οι οποίοι αποσκοπούν απλώς εις την θεολογικήν προσέγγισιν». Παντως εις τον σύγχρονον κόσµον υπάρχουν ακόµη πολλαί χριστιανικαί οµάδες, αι οποίαι αναπτύσσονται ευρύτατα και συγκροτούνται, ως λέγουν, εις Εκκλησίας. Αναφέρω ως παράδειγµα τας ελευθέρας Εκκλησίας (Free Churches). Είµεθα έτοιµοι να διαλεχθώµεν µετ’ αυτών; Ουδέν λέγοµεν περί αυτού. Θεωρούµεν τούτους χριστιανούς η όχι; ∆ιότι εις τον τίτλον λέγοµεν: «∆ιάλογοι µετά του λοιπού χριστιανικού κόσµου».

Ιδού ωρισµέναι παρατηρήσεις εν σχέσει προς την εισαγωγήν. Θα προσέθετον ότι εις την εισαγωγήν ταύτην ουδέν υπάρχει περί των πρακτικών προβληµάτων, επί των οποίων δυνάµεθα να διαλεχθώµεν. Το πρόβληµα π.χ. της ειρήνης, το οποίον θα εξετάσωµεν εις έτερον κείµενον. Υπάρχουν πολλά πρακτικά ζητήµατα, τα οποία δυνάµεθα να συζητήσωµεν κατά τούς ∆ιαλόγους επί των οποίων δυνάµεθα να συµφωνήσωµεν ταχύτερον εν σχέσει προς τα θεολογικά ζητήµατα. Είναι και ταύτα οδοί, αι οποίαι θα ηδύναντο επίσης να οδηγήσουν προς την ενότητα»[18].

Η βασική παρέµβαση του Μητροπολίτου Τρανσυλβανίας Αντωνίου είναι ότι αυτό το κείµενο, όπως καταρτίσθηκε και επειδή υπάρχει εξέλιξη στην πορεία των διαλόγων, δεν είναι «εν κείµενον δια να υποβληθή εις την Αγίαν και Μεγάλην Συνοδον». Θεωρούσε ότι θα πρέπει να δοθή σηµασία στην εισαγωγή του κειµένου, στην οποία θα έπρεπε να τεθούν οι βασικές αρχές πάνω στις οποίες θα στηρίζωνται οι διάφορες Επιτροπές. Επίσης, ανέφερε ότι στην εισαγωγή του κειµένου προς συζήτηση «δεν λέγοµεν µε ποιούς Χριστιανούς είµεθα έτοιµοι να δαλεχθώµεν», γιατί µε άλλους διαλεγόµαστε για την ενότητα και για άλλους υπάρχει µιά µορφή συµφωνίας.

Σηµαντική είναι η φράση του: «Παντως εις τον σύγχρονον κόσµον υπάρχουν ακόµη πολλαί Χριστιανικαί οµάδες, αι οποίαι αναπτύσσονται ευρύτατα και συγκροτούνται, ως λέγουν, εις Εκκλησίας», και ανέφερε το παράδειγµα «των ελευθέρων Εκκλησιών».

Ο Πρόεδρος κατέκλεισε την πρωινή Συνεδρίασή του λέγοντας:

«Ο Σεβ. Πρόεδρος. Από την γενοµένην συζήτησιν διαφαίνεται η ανάγκη όπως τεθούν ωρισµέναι αρχαί προκειµένου περί του ∆ιαλόγου και ότι ο,τι είναι δυνατόν να λεχθή περί των αρχών των ισχυουσών δια το έργον των ∆ιαλόγων πρέπει να ενταχθή εις εν ευρύτερον προοίµιον του κειµένου αυτού. Προοίµιον, το οποίον θα είναι και το βασικόν µερος του κειµένου µας δια την Αγίαν και Μεγάλην Συνοδον. Παρακαλώ την Β  Ἐπιτροπήν να επισηµάνη όλα αυτά τα σηµεία και να προβή εις µιαν ανάλογον εργασίαν.

Η συζήτησις δεν έληξεν. Εις την απογευµατινήν συνεδρίαν µας θα συζητήσωµεν επί του ιδίου θέµατος»[19].

Στα ίδια συµπεράσµατα κατέληξε και στην απογευµατινή Συνεδρία. Είπε µεταξύ των άλλων:

«Ο Σεβ. Πρόεδρος: Πατέρες και αδελφοί, νοµίζω ότι πρέπει να προωθήσωµεν την εργασίαν µας και ότι αρκούντως διεφωτίσθησαν ωρισµένα σηµεία. Πρώτον, από την πρωινήν συζήτησιν βγαίνει σαφώς το συµπέρασµα, ότι πρέπει οπωσδήποτε να διευρυνθή ο πρόλογος του κειµένου περί ∆ιαλόγων. Και να ευρυνθή προς την κατεύθυνσιν να υπάρχουν ωρισµένοι παράγραφοι, αι οποίαι θα καλύπτουν τας εκκλησιολογικάς προϋποθέσεις, υπό τας οποίας και δια τα οποίας κάµνοµεν τον ∆ιάλογόν µας. Αυτό το καθήκον πρώτον και κατ’ αρχήν πρέπει να το αναθέσωµεν εις την Επιτροπήν και να µάς φέρη συγκεκριµένην διατύπωσιν. Εαν κάνωµεν αυτό ήδη θα έχωµεν να παραπέµψωµεν εις την Αγίαν και Μεγάλην Συνοδον εν στοιχείον θεολογικώτερον, επί του οποίου θα ηµπορή εν καιρώ να αποφανθη…….»[20].

Όταν διαβάζη κανείς τα Πρακτικά της Γ  Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου ∆ιασκέψεως στο θέµα αυτό, βλέπει µιά θεολογική αγωνία για να προσδιορισθούν οι «λοιποί Χριστιανοί», οι ευρισκόµενοι εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και µιά θεολογική και εκκλησιολογική ασάφεια στις τοποθετήσεις των εκπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, ενώ ο Πρόεδρος θεώρησε ότι όλα αυτά που ελέχθησαν «υπήρξαν αρκετά διαφωτιστικά».

Πρότεινε, όµως, όλα όσα ελέχθησαν θα πρέπει να µελετηθούν από την Επιτροπή που θα συντάξη το κείµενο για να ικανοποιήση όλες τις πλευρές και να συνταχθούν µερικές παράγραφοι που θα τεθούν ως εισαγωγή στο κείµενο.

Στην συνέχεια έγινε διάλογος για τις άλλες ενότητες του προς συζήτηση κειµένου που αναφέρεται στον διάλογο της Ορθοδόξου Εκκλησίας µε «τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον».

3. Η διαµόρφωση του κειµένου

Κατόπιν όλων των παρατηρήσεων το κείµενο διαµορφώθηκε ως προς την εισαγωγή, έχοντας ως βάση το κείµενο το οποίο ανέφερε προηγουµένως ο Πρόεδρος και το οποίο κείµενο υπήρχε στο κείµενο περί οικονοµίας, το οποίο εξέπεσε από την θεµατολογία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, όπως και το θέµα περί της εννοίας της Εκκλησίας.

Το κείµενο που τέθηκε ως βάση είναι το ακόλουθο:

«∆ιο και η αγία ηµών Ορθόδοξος Εκκλησία, έχουσα συνείδησιν της σηµασίας και σπουδαιότητος της παρούσης δοµής του συγχρόνου Χριστιανισµού, όχι µονον αναγνωρίζει, καίτοι αυτή ούσα η Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, την οντολογικήν ύπαρξιν όλων τούτων των Χριστιανικών Εκκλησιών και Οµολογιων, αλλά και θετικώς πιστεύει ότι αι προς πάσας ταύτας σχέσεις αυτής στηρίζονται επί της όσον ένεστι ταχυτέρας και αντικειµενικωτέρας αποσαφηνίσεως του όλου εκκλησιολογικού θέµατος και της παρ’ αυταίς καθόλου δογµατικής διδασκαλίας…»[21].

Στο τελικό κείµενο της Γ  Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου ∆ιασκέψεως του 1986 παρέµειναν οι δύο παράγραφοι από το κείµενο που ήδη είχε καταρτισθή και διάβασε ο Γραµµατεύς και µεταξύ αυτών των δύο παραγράφων, παρενεβλήθη µιά παράγραφος που προερχόταν από το κείµενο περί οικονοµίας, που ήδη είχε εκπέσει από την θεµατολογία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου από την Α’ Προσυνοδική Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη στην Γενεύη το 1976.

Εποµένως, παρέµειναν οι δύο παράγραφοι µε µερικές προσθήκες, ήτοι:

«Η Ορθόδοξος Εκκλησία ανέκαθεν ήτο εύνους και θετικώς διατε- θειµένη προς πάντα ∆ιάλογον. Κατά τα τελευταία δε ταύτα έτη εχώρησεν εις Θεολογικόν ∆ιάλογον µετά πλείστων χριστιανικών Εκκλησιών και Οµολογιων, εν τη πεποιθήσει ότι δια του ∆ιαλόγου δίδει την δυναµικήν µαρτυρίαν των πνευµατικών αυτής θησαυρών προς τούς εκτός αυτής, µε αντικειµενικόν σκοπόν την προλείανσιν της οδού, της οδηγούσης εις την ενότητα.

Βεβαίως, η Εκκλησία ηµών, διαλεγοµένη µετά των λοιπών Χριστιανών, δεν παραγνωρίζει τας δυσκολίας του τοιούτου εγχειρήµατος. Οµως δεν στηρίζεται µονον εις τας ανθρωπίνας δυνάµεις των διεξαγόντων τούς ∆ιαλόγους, αλλ’ απεκδέχεται και την επιστασίαν του Αγίου Πνεύµατος εν τη χάριτι του Κυρίου, ευχηθέντος «ίνα πάντες εν ώσι» (Ιω. 17, 21)»[22].

Οι προσθήκες είναι οι εξής:

Στην πρώτη παράγραφο µετά την φράση: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία ανέκαθεν ήτο εύνους και θετικώς διατεθειµένη προς πάντα διάλογον», προστέθηκε η φράση: «τόσον δια θεολογικούς, όσον και δια ποιµαντικούς λόγους».

Στην δεύτερη παράγραφο µετά την φράση: «δεν παραγνωρίζει τας δυσκολίας του τοιούτου εγχειρήµατος», προστέθηκε η πρόταση: «κατανοεί όµως ταύτας εν τη πορεία προς την κοινήν παράδοσιν της αρχαίας αδιαιρέτου Εκκλησίας και επί τη ελπίδι ότι το Άγιον Πνεύµα, όπερ όλον συγκροτεί τον θεσµόν της Εκκλησίας, θα αναπληρώση τα ελλείποντα. Εν τη εννοία ταύτη η Ορθόδοξος Εκκλησία εις τούς θεολογικούς διαλόγους δεν στηρίζεται µονον… [και το υπόλοιπον που ήταν στο αρχικό κείµενο]».

Η παράγραφος που παρελήφθη από το κείµενο περί ακριβείας και οικονοµίας το οποίο εξέπεσε από την θεµατολογία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και παρενεβλήθη µεταξύ των δύο πιο πάνω παραγράφων, κατόπιν επεξεργασίας, είναι η εξής:

«Η Ορθόδοξος Εκκλησία ως ούσα η Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, έχει πλήρη συνείδησιν της ευθύνης αυτής δια την ενότητα του χριστιανικού κόσµου, αναγνωρίζει την πραγµατικήν ύπαρξιν όλων των χριστιανικών Εκκλησιών και Οµολογιων, αλλά πιστεύει ότι αι προς ταύτας σχέσεις αυτής πρέπει να στηρίζωνται επί της υπ’ αυτών όσον ένεστι ταχυτέρας και αντικειµενικωτέρας αποσαφηνίσεως του όλου εκκλησιολογικού θέµατος και ιδιαιτέρως της γενικωτέρας παρ’ αυταίς διδασκαλίας περί µυστηρίων, χάριτος, ιερωσύνης και αποστολικής διαδοχής. Οι σύγχρονοι διµερείς θεολογικοί διάλογοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας εκφράζουν κατά τρόπον αυθεντικόν την συνείδησιν ταύτην της Ορθοδοξίας».

10 Ενθ. ανωτ. σελ. 106

11 Ενθ. ανωτ. σελ. 106

12 Ενθ. ανωτ. σελ. 106-107

13 Ενθ. ανωτ. σελ. 107

14 Ενθ. ανωτ. σελ. 107-108

15 Ενθ. ανωτ. σελ. 108

16 Ενθ. ανωτ. σελ. 108

17 Ενθ. ανωτ. σελ. 108-109

18 Ενθ. ανωτ. σελ. 109-110

19 Ενθ. ανωτ. σελ. 110

20 Ενθ. ανωτ. σελ. 116

21 Ενθ. ανωτ. σελ. 107

22 Ενθ. ανωτ. σελ. 96 27

Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος

Πηγή: Πεμπτουσία

TOP NEWS