Ο Χριστός θεραπεύει δύο τυφλούς (Κυριακή Ζ΄ Ματθαίου),αλλά τους δίνει ρητή εντολή να κρατήσουν το θαύμα μυστικό. «Οράτεμηδείςγινωσκέτω».
Τον νου σας, λέει, μη μάθει κανένας τίποτε.Εκείνοι βέβαια δεν τον άκουσαν, αλλά διαφήμισαν το γεγονός παντού. Γιατί όμως ο Χριστός εφαρμόζει τέτοια τακτική; Δεν θα τον ενδιέφερε να μαθαίνονται τα θαύματά του και να τον ακολουθεί ο κόσμος περισσότερο; Πράγματι, δεν δείχνει να βιάζεται καθόλου.
Ο Χριστός περιμένει τον κατάλληλο καιρό για να φανερωθεί με την πραγματική του ιδιότητα, ως Υιός του Θεού. Δεν επείγεται να γίνει γνωστός πριν την ώρα του. Γι’ αυτό στην αρχή κρύβει τον εαυτό του. Κάνει πολύ διακριτικά τα θαύματά του, δίνοντας πάντα την παραγγελία,«ίνα μη φανερόν ποιήσωσιν αυτόν».Αποφεύγει τον εντυπωσιασμό, τις θορυβώδεις και δημαγωγικές εκδηλώσεις. Όπου βλέπει«ότι επισυντρέχει όχλος», αυτός απομακρύνεται. Δεν ενεργεί«μετά παρατηρήσεως», δεν θέλει θριαμβικές πορείες και πομπές. Δρα αθόρυβα, χωρίς να γίνεται ντόρος. Όπως ακριβώς είχε προφητευθεί γι’ αυτόν:«Ουκ ερίσει, ουδέ κραυγάσει, ουδέ ακουσθήσεται έξω (εν ταις πλατείαις) η φωνή αυτού»(πρβλ. Ησ. 42, 1-4. Ματθ. 12, 17-21).
Ταυτόχρονα, δίνει και σε μας «υπογραμμόν». Ένα τέλειο πρότυπο ταπεινοφροσύνης. Είναι ο «πράος και ταπεινός τη καρδία».Διδάσκει με έργα και λόγια,ότι το ταπεινό φρόνημα είναι αυθεντική, γνήσια αξία, που δεν χρειάζεται καμμιά διαφήμιση. Και δεν μπορεί κάποιος να είναι πραγματικά δικός του, αν δεν είναι ταπεινός,«πάντων έσχατος και πάντων διάκονος».Τη βαθειάαυτή ταπείνωσηεπιδίωξαν όλοι οι άγιοι, βάζοντας παντού τον εαυτό τους τελευταίο.
Διηγείται ο άγιοςΠαΐσιος:«Όταν ήμουν στη μονή Στομίου, ήταν κάτω στην Κόνιτσα ένας παπάς που με αγαπούσε από λαϊκό ακόμη. Μια Κυριακή είχα κατεβεί να λειτουργηθώ στην Κόνιτσα. Η Εκκλησία ήταν γεμάτη κόσμο. Την στιγμή που έμπαινα, όπως συνήθιζα, στο Ιερό, είπα μέσα μου: “Θεέ μου, βάλε όλους αυτούς τους πιστούς στον Παράδεισο κι εμένα, αν θέλεις, βάλε με σε μια ακρούλα”. Όταν πλησίασε η ώρα της Θείας Κοινωνίας, ενώ αυτός ο παπάς πάντα με κοινωνούσε μέσα στο Ιερό, γύρισε προς το μέρος μου και φώναξε δυνατά: “Βγες από το Ιερό να κοινωνήσεις απ’ έξω τελευταίος, γιατί είσαι ανάξιος”. Βγήκα έξω, χωρίς να πω τίποτε. Πήγα στο αναλόγιο και άρχισα να διαβάζω την ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως. Ύστερα, καθώς πήγαινα τελευταίος να κοινωνήσω, είπα μέσα μου: “Ο παπάς φωτίσθηκε από τον Θεό και μου αποκάλυψε ποιος είμαι. Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησέ με, το κτήνος”. Μόλις κοινώνησα, αισθάνθηκα μέσα μου μεγάλη γλυκύτητα»(Αγ. Παϊσίου, Λόγοι, Ε΄, σ. 94-95).
Κάπως έτσι μια μέρα,πολλοί θα γίνουν από πρώτοι έσχατοι και από έσχατοι πρώτοι.