ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας
Εὐχαριστῶ ἐκ βάθους ψυχῆς τόν πεφιλημένο ἐν Χριστῷ Ἀδελφό Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο, τόν Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Φαναρίου κ. Ἀγαθάγγελο, Γενικό Διευθυντή της Ἀποστολικῆς Διακονίας, τή Συντονίστρια κα Μαρία Ἀντωνιάδου, Πρόεδρο τῆς ΕΣΗΕΑ, καί τούς ἐκλεκτούς ὁμιλητές τῆς ἀποψινῆς ἐκδηλώσεως. Ἐπίσης, θέλω νά ἐκφράσω θερμές εὐχαριστίες πρός ὅλους τούς παρόντες στήν ἐκδήλωση αὐτή, γιά τά φιλικά σας αἰσθήματα.
1. Ἀναλογιζόμενος τήν πνευματική μου πορεία, στήν ὁποία ἔγιναν προηγουμένως εὐγενέστατες ἀναφορές, θά ἔλεγα λιτά ὅτι κατά τήν ἐπιστημονική καί ἐκκλησιαστική διακονία προσπάθησα, μέ ὅσες δυνάμεις χάρισε ὁ Θεός, νά ζήσω τό νόημα τῆς καθολικότητος καί οἰκουμενικότητος τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί συγχρόνως, νά συμβάλω στό ἄνοιγμα τοῦ ὁρίζοντος τῆς ἀποστολικῆς μας εὐθύνης στόν σύγχρονο κόσμο. Ὄχι μόνο μέ συγγραφικό ἔργο, ἀλλά καί μέ μαρτυρία ζωῆς. Μέ τή βεβαιότητα ὅτι “τό μυστήριον τοῦ θελήματος αὐτοῦ” (τοῦ Θεοῦ) εἶναι “εἰς οἰκονομίαν τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν, ἀνακεφαλαιώσασθαι τά πάντα ἐν τῷ Χριστῷ” (Ἐφεσ. 1:10).
Τό τρίπτυχο οἰκουμένη, πίστη, πολιτισμός, καθόρισε τίς προσπάθειές μου. Μέ τή βεβαιότητα ὅτι, στήν Ὀρθόδοξη παράδοση καί σκέψη, ὅλα κινοῦνται σέ παγκόσμια προοπτική. Ἀπό τή δημιουργία τοῦ κόσμου, μέ τήν ὁποία ἀρχίζει ἡ Ἁγία Γραφή, ἕως τό ὅραμα τοῦ νέου οὐρανοῦ καί τῆς νέας γῆς, μέ τό ὁποῖο ἡ Ἀποκάλυψη τελειώνει.
Γιά τήν καταγραφή τοῦ Εὐαγγελίου καί κατά τήν πρώτη φάση διαδόσεώς του στήν τότε γνωστή οἰκουμένη, χρησιμοποιήθηκαν ἡ ἑλληνική γλώσσα καί γενικώτερα ὁ ἑλληνικός πολιτισμός. Ἕνα ἀπό τά κύρια χαρακτηριστικά τοῦ πολιτισμοῦ αὐτοῦ ὑπῆρξε ἡ οἰκουμενικότητα, πού καλλιεργήθηκε πολύτροπα ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία, τήν ἐπιστήμη, τήν τέχνη, τή γλῶσσα.
Στήν ἐποχή μας, ἡ οἰκουμενική συνείδηση ἀναδεὐεται ὁλοένα καί ζωηρότερα στήν ψυχή τῶν ἀνθρώπων. Τό ἐνδιαφέρον γιά τά γενικά προβλήματα τῆς οἰκουμένης δέν θεωρεῖται πλέον ζήτημα φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ, ἀλλά ἀνάγκη γιά ἕνα σωστό προσανατολισμό στή ζωή. Εἶναι ἀδιανότητο σήμερα νά ἐνεργήσει κανείς σωστα, σέ ὁποιαδήποτε σφαῖρα –οἰκονομική, πνευματική, πολιτιστική, θρησκευτική–, ἄν δέν βλέπει τή ζωή μέσα σέ παγκόσμια προοπτική.
2. Ὁ πολιτισμός ἐξάλλου ἀποτελεῖ μιά νίκη τοῦ ἀνθρώπου ἐπάνω στίς σκοτεινές πλευρές τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῆς κοινωνίας, μιά ὑπέρβαση τῆς ἁπλῆς βιολογικῆς ὑποστάσεώς του. Πρόκειται γιά μιά ἐνσυνείδητη ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου νά προσδιορίσει καί νά ρυθμίσει τή ζωή του καί τόν φυσικό του περίγυρο. Ὅπως διευκρινίζει ὁ Max Weber, πρόκειται γιά “διάφορες κατά βαθμό καί τρόπο πραγματώσεις τῶν ἀνθρωπίνων δυνατοτήτων”. Κατά τόν Ἄγγλο, πάντως, Ιστορικό Α. Toynbee, οἱ σημαντικώτεροι πολιτισμοί ἀναπτύχθηκαν μέ βάση τό “Ἱερό”, δηλαδή τήν ἐμπειρία τοῦ Θείου.
Ὅταν ἡ χριστιανική πίστη συναντᾶ ἕναν πολιτισμό, ἀκολουθοῦν κατά κανόνα τά ἑξῆς: Πρῶτον, ἀποδοχή ὅσων στοιχείων ἐναρμονίζονται μέ τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Δεύτερον, κριτική ἀπόρριψη στοιχείων τά ὁποῖα εἶναι ἀσυμβίβαστα. Τρίτον, μετάγγιση νέου αἵματος, νέου πνεύματος πού γονιμοποιεῖ ὅ,τι εἶναι θετικό. Ἰδιαίτερα ἡ συνάντηση τῆς χριστιανικῆς πίστεως μέ τόν ἑλληνικό πολιτισμό προσέφερε, μεταξύ τῶν ἄλλων:
α) Τήν ἀποκάλυψη τῆς δυναμικῆς τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀγάπης μέσα στήν ἱστορία•
β) Τήν πίστη σέ κάτι πού ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται λογικά ἀδύνατο• κάτι πού ὁδήγησε στή γενικώτερη ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας -καί τῆς ἐπιστημονικῆς- πέρα ἀπό τά φαινόμενα καί τήν ἁπλῆ ἀναγκαιότητα•
γ) Τήν ἀγωνιστική διάθεση γιά τήν αὐθυπέρβαση στόν πνευματικό βίο, ἡ ὁποία ἀναδιπλώνει ὅλες τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις σέ μιά συνεχῆ μεταμορφωτική πορεία.
3. Τόν πρῶτο καιρό, 1958-1968, πού ἀρχίσαμε νά μιλοῦμε γιά τή λησμονημένη ἐντολή “Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη” (Ματθ. 28:19), ὁ λόγος φαινόταν σέ πολλούς ρομαντικός, ἀνεδαφικός. Τό γεγονός αὐτό μᾶς ὁδήγησε σέ μιά σειρά δοκιμίων καί μελετῶν γιά νά στηριχθεῖ θεολογικά ἡ νέα προσπάθεια. (Αὐτές ἀποτέλεσαν τή συλλογή “Ἱεραποστολή στά ἴχνη τοῦ Χριστοῦ). Συγχρόνως, δημοσιεύσαμε ὁρισμένες ἱστορικές μελέτες γιά νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ἡ ἀνά τόν κόσμο Ἱεραποστολή ὑπῆρξε ἀνά τούς αἰῶνες ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. (Τά ἱστορικά αὐτά κείμενα ἐκδόθηκαν στόν τόμο “῞Εως ἐσχάτου τῆς γῆς”).
Κατά τήν ἀναζωπύρωση τοῦ ἐνδιαφέροντος γιά τήν Ἐξωτερική ῾Ιεραποστολή, ἐκτός ἀπό τόν θεολογικό στοχασμό πού τή συνόδευσε, ἐπιμείναμε στόν σεβασμό τῆς πολιτιστικῆς καί θρησκευτικῆς παραδόσεως τῶν λαῶν, πρός τούς ὁποίους θά ἀπευθυνόταν ἡ Ὀρθόδοξη μαρτυρία. Αὐτός ἐκφράσθηκε μέ σοβαρή μελέτη τῶν παραδοσιακῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων. Καρπός αὐτῆς ὑπῆρξαν οἱ θρησκειολογικές μελέτες γιά τήν ἀφρικανική καί ἀσιατική θρησκευτικότητα καθώς καί η σπουδή τοῦ Ἰσλάμ (Στόν τόμο “Στήν Ἀφρική” δημοσιεύονται μερικές).
4. Κύριο πεδίο τῆς ἐπιστημονικῆς μου ἐργασίας ἀποτέλεσε η σπουδή τοῦ φαινομένου τῆς θρησκείας στίς παγκόσμιες διαστάσεις του. Αὐτή ἡ ἐνασχόληση δέν περιορίσθηκε ἁπλῶς στή μελέτη εἰδικῶν ἔργων σέ βιβλιοθῆκες τῆς Εὐρώπης, ἀλλά συνδέθηκε μέ ἐπιτόπια ἔρευνα στήν Ἀφρική καί ἐρευνητικά ταξίδια σέ διάφορες χῶρες ὅπου ἐπικρατοῦν ἄλλες θρησκεῖες. (Σχετικές μελέτες ἐκδόθηκαν σέ αὐτοτελῆ βιβλία).
Πάράλληλα μέ τή θρησκειολογική ἐνασχόληση, κατά τή συμμετοχή μου στήν Οἱκουμενική Ἱεραποστολική ἀναζήτηση, προσπάθησα νά καταθέτω, ὅπου οδηγοῦσε ὁ Θεός τά βήματά μου, τήν Ὀρθόδοξη ἐμπειρία γιά τίς παγκόσμιες διαχρονικές συνέπειες τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως, ἐπιδιώκοντας κατά τό δυνατόν τόν συνδυασμό στοχασμοῦ καί ἄμεσης ἀποστολικῆς μαρτυρίας.
5. Στήν πρώτη φάση τῆς ἀναζωπυρώσεως τοῦ ἐνδιαφέροντος γιά τήν “Ἐξωτερική Ἱεραποστολή”, ὁ τοπικός προσδιορισμός “ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς” παρέπεμπε κυρίως σέ ἔννοιες γεωγραφικές: τά βάθη τῆς Ἀφρικῆς ἤ τῆς Ἀσίας.
Ποτέ δέν εἶχα ἀναλογισθεῖ ὅτι τά “ἔσχατα τῆς γῆς” θά μποροῦσαν νά εἶναι γεωγραφικά τόσο κοντά, δίπλα στά σύνορά μας, στήν Ἀλβανία, ἐκεῖ πού εἶχαν σταυρώσει μέ πάθος τόν Χριστό καί τόν εἶχαν θαμμένο ἐπί 23 χρόνια. Ἐκεῖ ὅπου ἕνα σκληροτράχηλο καθεστώς ἔσυρε τή χώρα, κοινωνικά καί πνευματικά, στό ἔσχατο σημεῖο. (Στό ἱεραποστολικό ἔργο σ᾽ αὐτή τή χώρα εἶναι ἀφιερωμένα τά βιβλία: Στήν Ἀλβανία – Σταυρός καί Ἀνάσταση” καί “Ἡ ἀνασύσταση τῆς Ὀρθοδόξου Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας, 1991-2012”.
Συνοπτικά: Ἡ Ὀρθόδοξη κατανόηση καί βίωση τοῦ χρέους μας, τόσο σέ τοπική ὅσο καί σέ οἰκουμενική διάσταση, ἀποτελοῦν αἴτημα τῆς σύγχρονης Ὀρθοδοξίας. Κάθε μορφή πολώσεως μεταξύ τῶν δύο, τοπικότητος καί οἰκουμενικότητος, ὁδηγει σέ μιά λανθασμένη πνευματικότητα, ἡ ὁποία τελικά παραποιεῖ τό Ὀρθόδοξο φρόνημα. Τό ζητούμενο εἶναι, πῶς ἡ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στήν οἰκουμένη θά εἶναι τό ὅραμα πού θά μᾶς ἐμπνέει στήν ἐπιτέλεση τοῦ χρέους μας, ἐκεῖ ὅπου μᾶς ἔχει ὁδηγήσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί πῶς θά συμμετέχουμε ἐνεργητικά, μέ τή σκέψη, μέ τήν προσευχή, μέ τήν πρακτική συμβολή μας, στή βἰωση τοῦ παγκοσμίου αὐτοῦ ὁράματος, μέσα στίς τοπικές Ἐκκλησίες.
Ἡ οἰκουμενική συνείδηση τῆς Ὀρθοδοξίας προσφέρει ἔμπνευση καί δύναμη γιά τήν ὀρθή ἀντιμετώπιση τῶν νέων τοπικῶν καί παγκοσμίων συνθηκῶν. Τοῦτο δέν σημαίνει λιγώτερο ἐνδιαφέρον γιά τό ἄμεσο καί τό τοπικό στό ὁποῖο ζοῦμε.Ὑπάρχει πάντοτε ἡ συνδυαστική δυνατοτητα, ὅπως τήν ὁρίζει ἡ τελευταία ἐντολή τοῦ Κυρίου (Πράξ. 1:8). “Καί ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν᾽τε Ἱερουσαλήμ καί ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καί Σαμαρείᾳ καί ἔως ἐσχάτου τῆς γῆς” (καί ἐν Ἑλλάδι, καί ἐν Εὐρώπῃ, καί Ἀφρικῇ, καί Ἀμερικῇ, καί σέ ὅλο τόν κόσμο). Μέ ἀποδοχή τοῦ νέου, τοῦ ἀπροσδόκητου, μέ σύνεση καί τόλμη, μέ πρωτοποριακή ἔμπνευση καί ἔργο δημιουργικό.