Όπως λέει και η ευχή του μνημοσύνου είναι ένα χρέος η ζωή. Ήλθες στον κόσμο; Τελείωσε· είσαι υποχρεωμένος να ζήσεις, όχι όσο θέλεις εσύ, αλλά όσο έχει κανονίσει ο Θεός. Καθένας λοιπόν θα ζήσει στην εποχή του, στον τόπο του, στις συνθήκες που βρέθηκε και, αν θέλετε, με την κληρονομικότητά του, με την όλη ψυχοσύνθεσή του, με τα γονίδια τα δικά του, με το DNA που, ας πούμε, έχουν τα δικά του γονίδια.
Όλα αυτά τα οικονόμησε έτσι ο Θεός, τα επέτρεψε έτσι ο Θεός, για να σωθούν οι άνθρωποι· όχι για να χαθούν. Όλα αυτά τα επέτρεψε ο Θεός, όχι για να ταλαιπωρούνται οι άνθρωποι, αλλά επειδή αλλιώς ο άνθρωπος δεν μπαίνει στον δρόμο του Θεού. Και αναμάρτητος να είναι, φεύγει από τον Θεό, όπως έκαναν οι πρωτόπλαστοι. Και αγαθότατος να είναι και αθωότατος να είναι και όλα τα καλά να έχει, φεύγει από τον Θεό, αρνείται τον Θεό, κάνει ανυπακοή στον Θεό, δεν προτιμάει τον Θεό και προτιμάει τον διάβολο.
Οικονόμησε ο Θεός έτσι τα πράγματα, ώστε αρχικά ο άνθρωπος να δοκιμασθεί λίγο. Δεν άντεξε στο λίγο εκείνο, και έχασε τον παράδεισο. Επειδή να, ήλθε ο πειρασμός, ήλθε η δοκιμασία, και δεν άντεξε. Δεν του φταίει ο διάβολος. Όπως λέγαμε άλλη φορά, οι Πατέρες βάζουν στο στόμα του Θεού τα λόγια: «Ε, αυτός κουτός είναι. Δεν καταλαβαίνει τι του γίνεται και δεν ξέρει το συμφέρον του ότι είναι ωραία να καθίσει εδώ υπακούοντας και αγαπώντας τον πλάστη του και να χαίρει αιωνίως κοντά στον Θεό του. Θέλει να παιδευτεί· να πάει να παιδευτεί, αφού έτσι θέλει»(*). Και μας έστειλε στην εξορία αυτή που ζούμε τώρα.
Αυτά που μας συμβαίνουν να τα χρησιμοποιήσουμε, για να αγιάσουμε
Εμείς τάχα προσπαθούμε από δω, προσπαθούμε από κει, να τη βελτιώσουμε τη ζωή και νομίζουμε, ποιός ξέρει τι κάνουμε. Τι κάνουμε; Εάν δηλαδή θελήσει κανείς να δει τα πράγματα, να δει την αλήθεια, θα κάνει τη διαπίστωση ότι σαν να είναι άμυαλοι οι άνθρωποι. Και γιατί όλ’ αυτά; Ακριβώς διότι δεν τα πιάνουν με τη σειρά τα πράγματα, δεν τα πιάνουν από την αρχή τους, από την άκρη τους· όπως πιάνεις μια κλωστή από την άκρη και προχωρείς και ελέγχεις την όλη κλωστή. Χρειάζεται να τα δούμε έτσι τα πράγματα, ότι υπάρχει ο Θεός, ότι υπάρχει ο πλάστης, υπάρχει ο δημιουργός, ο οποίος μας έπλασε και ο οποίος επέτρεψε και οικονόμησε να δοκιμασθούμε λίγο κι εμείς –ο Αδάμ και η Εύα– και δεν αντέξαμε. Και μη νομίζουμε ότι, αν ήμασταν εμείς, θα ήμασταν καλύτεροι. Αυτό, αν είσαι καλύτερος, μπορείς αμέσως τώρα να το αποδείξεις.
Πρέπει λοιπόν να πάρουμε τα πράγματα έτσι, ότι ο Θεός είναι ο Θεός, ότι έτσι ξεκίνησε ο άνθρωπος και έτσι ξεκίνησε η ζωή και ότι αν παθαίνουμε σ’ αυτό τον κόσμο όλα αυτά που παθαίνουμε, τα παθαίνουμε για τον λόγο που είπαμε, κι εκείνο το οποίο χρειάζεται είναι όχι τάχα να διορθώσουμε το ένα, να διορθώσουμε το άλλο, τάχα να ξεφύγουμε από το ένα, τάχα να ξεφύγουμε από το άλλο, που δεν θα γίνει ποτέ, αλλά τι; Όλα αυτά που έτσι κι αλλιώς μας συμβαίνουν να τα χρησιμοποιήσουμε, για να αγιάσουμε. Όλα αυτά να τα χρησιμοποιήσουμε, για να καθαρίσει το «κατ’ εικόνα», για να φθάσουμε στο να ομοιάσουμε με τον Θεό. Όντως δηλαδή να είναι μέσα μας ο Θεός, όντως να αρχίσουμε απ’ αυτό τον κόσμο να ζούμε αυτή τη θεϊκή ζωή και να περιμένουμε πότε θα έλθει το τέλος αυτής της ζωής, για να γευθούμε, για να απολαύσουμε, το πλήρωμα αυτής της θεϊκής ζωής στη βασιλεία του Θεού.
Εδώ λοιπόν είναι παιδεμός. Όχι για άλλο λόγο, αλλά διότι ο άνθρωπος δεν μαθαίνει αλλιώς. Κάποιος ίσως να έχει διαφορετική γνώμη: όχι· μαθαίνει κι αλλιώς. Όσο όμως εγώ μπορώ να καταλάβω και όσο μπορώ να μιλήσω, αν επιτρέπεται να πω, με μια εγκυρότητα, σ’ όποιον πιστέψει ότι είναι έτσι όπως τα λέμε, σ’ αυτόν αμέσως θα γίνουν τα πράγματα έτσι όπως είπαμε. Δηλαδή θα γίνει ένα θαύμα στην ψυχή του, ένα θαύμα στο είναι του, και θα γλιτώσει από όλα αυτά τα οποία ταλαιπωρούν τον άνθρωπο, από όλα αυτά τα οποία τυραννούν και παιδεύουν τον άνθρωπο. Αλλά αν είναι τίμιος, αν είναι ειλικρινής, δεν θα αργήσει να καταλάβει ότι δεν τον συμφέρει να μην έχει κάποιο παιδεμό.
Σας ανέφερα και άλλη φορά τον ασκητή εκείνο που είχε κάποιον πόνο ανυπόφορο στο σώμα του, και έφθασε στο σημείο να μας λέει: «Και η προσευχή ακόμη δεν κάνει τόσο καλό, όσο κάνει ο πόνος». Διότι την προσευχή την κάνεις με άνεση και τα κανονίζεις τα πράγματα εσύ όπως θέλεις. Ο πόνος όμως σε αναγκάζει να ζήσεις καταστάσεις και βιώματα που δεν θα τα διάλεγες μόνος σου, αλλά αναγκάζεσαι να τα ζήσεις, οπότε γίνεται σπουδαία δουλειά μέσα στην ψυχή. Γι’ αυτό ωφελεί ο πόνος πολύ-πολύ περισσότερο ακόμη και από την προσευχή. Είχε λοιπόν αυτός ανυπόφορο πόνο, αλλά, αφού δοκιμάσθηκε, όσο χρειαζόταν να δοκιμασθεί, πήρε λάδι από την κανδήλα του Χριστού, έβαλε στο σημείο του πόνου και έφυγε ο πόνος. Καθώς όμως είδε πόσο καλό έφερε ο πόνος στην ψυχή του, και πόσο τώρα υπήρχε κίνδυνος να χαλαρώσει, όση καλή διάθεση κι αν είχε, άρχισε να λέει: «Ντώσε κι άλλο πόνο, ντώσε κι άλλο πόνο». Ήταν ξένος και δεν μιλούσε καλά τα ελληνικά. Παρακαλούσε λοιπόν τον Θεό να του δώσει και άλλο πόνο. Δεν ήταν μαζοχιστής. Είχε βρει το μυστικό της παρούσης ζωής, ότι μέσα από αυτά καθαρίζεται κανείς, αγιάζεται, σώζεται, θεώνεται.
(*) Βλ. Αγίου Συμεών Ν. Θεολόγου, Κατηχήσεις-Ευχαριστίαι, Εκδ. “Ορθόδοξος Κυψέλη” 1988, Κατήχ. 5η, σ. 92.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Το μυστήριο της σωτηρίας», Β’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2000, σελ. 135 (αποσπάσματα).