Αγαπητοί εν Κυρίω αδελφοί, είναι γνωστό, πως λίγα πρόσωπα στην Ιστορία τιμήθηκαν με τον τίτλο του Μεγάλου. Εξέχουσα θέση ανάμεσά τους κατέχει αναμφίβολα ο Μέγας Κωνσταντίνος.
Κι αναδείχθηκε Μεγάλος, όχι μόνο σε έργα πολιτικής σύνεσης, οικονομικής διαχείρισης, διοικητικής μεταρρύθμισης, στρατιωτικής δεξιοτεχνίας, φρόνησης και ανδρείας, αλλά, με άριστο συνδυασμό, Μεγάλος και σε έργα μεγάλα στερέωσης του μέχρι τότε διωκόμενου Χριστιανισμού, ενίσχυσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αποκατά-στασης της εσωτερικής της ενότητας, τιμής των αγίων, ανέγερσης ναών και τόσα άλλα. Και μαζί του ασφαλώς μεγαλύνεται στους αιώνες η αγία μητέρα του Ελένη, παιδαγωγός και συμβοηθός και συνεργός στα θεία έργα, στη φιλανθρωπία, στην εύρεση του Τιμίου Σταυρού και ανάδειξη των Αγίων Τόπων, στη στήριξη των πιστών, στον εκχριστιανισμό των απίστων.
Πόσα, άραγε, δεν οφείλει σήμερα ο χριστιανικός κόσμος στη βασιλική τούτη δυάδα, των οποίων η Εκκλησία μας, δίκαια και θεόπνευστα, αναγνώρισε και διακήρυξε την αγιότητα, εντάσσοντάς τους στο Αγιολόγιό της και απονέμοντάς τους επάξια και τον τίτλο των ισαποστόλων; Ας ιδούμε όμως συνοπτικά τα σπουδαιότερα έργα των μεγάλων αυτών αγίων της Εκκλησίας μας, που σήμερα πανηγυρίζουμε τη μνήμη τους.
Είναι γνωστό το θαυμαστό όραμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, πριν τη μεγάλη και τελική αναμέτρηση με τον μισόχριστο βασιλέα Μαξέντιο τον Οκτώβριο του 312 έξω από τη βασιλεύουσα Ρώμη, το υπέρλαμπρο δηλ. σημείο του Τιμίου Σταυρού, που είδε στον ουρανό τις πρώτες απογευματινές ώρες της ημέρας, με την επιγραφή γύρω του, «εν τούτω νίκα». Και η νίκη του στη συνέχεια, με τη δύναμη του Εσταυρωμένου Χριστού, υπήρξε πράγματι θριαμβευτική.
Πρώτο σπουδαιότατο έργο του μετά τη νίκη αυτή, ήταν το περίφημο Διάταγμα των Μεδιολάνων (Φεβρουάριος του 313), το οποίο υπέγραψε στο σημερινό Μιλάνο της Ιταλίας με τον σύμμαχό του και αυτοκράτορα της Ανατολής Λικίνιο, με το οποίο καθιερώθηκε η αρχή της ανεξιθρησκείας, που ως κύριο στόχο είχε την κατοχύρωση και αναγνώριση της θρησκευτικής ελευθερίας για τον Χριστιανισμό, που ως τότε διωκόταν.
Στη συνέχεια, αφού ο Κωνσταντίνος κατέστη μονοκράτορας της αχανούς τότε Ρωμαικής Αυτοκρατορίας και μετέφερε την έδρα του στην Ανατολή, κτίζοντας και εγκαινιάζοντας το Βυζάντιο ως πρωτεύουσα του κράτους, που από το όνομά του μετονομάστηκε Κωνσταντινούπολη, συνεκάλεσε τον Μάιο του 325 στη μεγαλούπολη Νίκαια της Βιθυνίας την Α´ Οικουμενική Σύνοδο, που κατεδίκασε τη βλάσφημη αίρεση του Αρείου και συνέταξε τα επτά πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεώς μας (δηλ. του ‘‘Πιστεύω’’), εκδίδοντας συνάμα και ορισμένους Κανόνες, για την καλύτερη διακυβέρνηση των Εκκλησιών.
Μετά το πέρας της Συνόδου αυτής, με υπόδειξη αγίου αγγέλου, ο Μ. Κωνσταντίνος απέστειλε την αγία του μητέρα Ελένη στα Ιεροσόλυμα (περί το 325/326) με την αρμόζουσα συνοδία και άφθονα χρήματα, όπου, μετά από αρκετές περιπέτειες, ανακάλυψε τον χώρο του Γολγοθά, τον Τίμιο Σταυρό του Χριστού και των δύο ληστών και τους αγίους ήλους της Σταύρωσης, καθώς και το μνήμα του Κυρίου και τον χώρο της Γέννησης του Χριστού στη Βηθλεέμ. Στους χώρους τούτους, όπως και σε άλλα σημεία των Αγίων Τόπων, ανήγειρε λαμπρές βασιλικές, δηλ. ναούς, προς δόξαν Θεού. Σύμφωνα δε με αρχαία παράδοση, η ιστορική πορεία της μεγαλονήσου μας Κύπρου σηματοδοτήθηκε ανεξίτηλα από την εδώ παρουσία της βασιλομήτορος Ελένης, κατά το ταξίδι της επιστροφής της από τους Αγίους Τόπους. Είναι τότε, που ιδρύθηκε και η Μονή του Σταυροβουνίου, όπου η αγία αυτοκράτειρα άφησε, ως ευλογία διηνεκή του τόπου μας, τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου του Σταυρού, που ως σήμερα φυλάσσεται εκεί. Επιστρέφουσα στην Κωνσταν-τινούπολη η μακαρία Ελένη περί το 328/329, εκοιμήθη εν Κυρίω, σε ηλικία περίπου ογδόντα ετών.
Άλλα αξιομνημόνευτα θεάρεστα έργα του Μεγάλου Κωνσταντίνου αναφέρονται και τα εξής:
– Έγραψε προς τον βασιλέα της Περσίας Σαβώρ Β´ σχετικά με τους εκεί χριστιανούς, για να διάγουν ειρηνικά και να μην τους διώκει, πράγμα που δεν τήρησε ο Σαβώρ, γι’ αυτό και ο άγιος εξεστράτευσε εναντίον του.
– Θεσμοθέτησε, πρώτος αυτός, την Κυριακή ως ημέρα προσευχής και λατρείας του Θεού και την καθιέρωσε με νόμο ως ημέρα αργίας. Ακόμη, με εντολή του τιμώνταν λαμπρά, όχι μόνο η εορτή του Πάσχα, αλλά και οι ημέρες μνήμης των αγίων μαρτύρων. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 335 τελέστηκαν, σύμφωνα με εντολή του, τα εγκαίνια του πανιέρου ναού της Αναστάσεως, που είχε οικοδομηθεί με δική του επιχορήγηση και δικές του οδηγίες, με τη συμβολή της αγίας Ελένης.
– Πρέπει, τέλος, να μνημονεύσουμε και τον εκχριστιανισμό διαφόρων εθνών κατά την περίοδο της βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου, όπως των Ινδών, των Γεωργιανών και των Αρμενίων.
Το έτος 337, εκστρατεύοντας κατά των Περσών, ασθένησε σοβαρά ο Μέγας βασιλεύς και, επειδή μέχρι τότε ήταν κατηχούμενος, ζήτησε και έλαβε το άγιο Βάπτισμα πλησίον της πόλης Νικομήδειας. Όταν φόρεσε τα λευκά ενδύματα του Βαπτίσματος και μετέλαβε τα άχραντα Μυστήρια, δεν αφαίρεσε την ενδυμασία του αυτή μέχρι την κοίμησή του, που συνέβη στις 21 Μαίου του 337 μ.Χ., Κυριακή της Πεντηκοστής, όταν ήταν περίπου εξηντατριών ετών, κι αφού βασίλευσε για τριάντα ένα χρόνια. Αναφέρουμε εδώ το σπουδαιότατο και πνευματικού περιεχομένου τέλος της ευχαριστήριας προσευχής του αγίου Κωνσταντίνου μετά τη βάπτισή του, που φανερώνει το μεγαλείο της αγίας ψυχής του: «Τώρα γνωρίζω ότι είμαι πράγματι μακάριος. Τώρα γνωρίζω, ότι δείχθηκα άξιος της αθάνατης ζωής. Τώρα γνωρίζω, ότι έγινα μέτοχος του θείου φωτός!»
Το τίμιο λείψανό του τοποθετήθηκε σε χρυσή λάρνακα και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου αποτέθηκε στον ναό των Αγίων Αποστόλων, τον οποίο ο ίδιος είχε ανεγείρει. Κι εκεί ευρισκόμενο, επετέλεσε πολλά θαύματα.
Των Μεγάλων αυτών θεοστέπτων βασιλέων και ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης ας επικαλούμαστε κι εμείς, οι χριστιανοί των εσχάτων τούτων χρόνων, τις ευπρόσδεκτες πρεσβείες και ικεσίες προς τον μεγαλοδύναμο Θεό, αγαπητοί μου αδελφοί, να ειρηνεύσει τον κόσμο, να εξαλείψει τα σκάνδαλα και τις αιρέσεις, να φέρει την ομόνοια και την αγάπη, να συγχωρήσει τις αμαρτίες μας και να μας αξιώσει μαζί τους της αιωνίου βασιλείας των ουρανών, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Τριαδικού Θεού, στον Οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν!