Πέτρον και Παύλον, τους λαμπρούς φωστήρες του νοητού στερεώματος, τους πρωτοκορυφαίους και πανεύφημους αποστόλους τιμά σήμερα κατά χρέος και εγκωμιάζει με ψαλμούς και ύμνους τα πάνσεπτα πρόσωπά τους η του Χριστού Εκκλησία.
Κι αυτό, γιατί, ιδρυμένη με τη σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού και την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο, που χορήγησε άπλετο τον θείο φωτισμό στους αγίους αποστόλους, θεμελιώθηκε ακριβώς στη θεόπνευστη διδασκαλία τους. Στη διδασκαλία και το ευαγγελικό κήρυγμα, τόσο των πρωτοκορυφαίων, όσο και των λοιπών αποστόλων, των πτωχών εκείνων και ασήμων κατά κόσμον ψαράδων και απλών και αμορφώτων ανθρώπων, που απεστάλησαν από τον Εσταυρωμένο και Αναστάντα διδάσκαλό τους μαζί με τους άλλους εβδομήκοντα αποστόλους στα τετραπέρατα της οικουμένης, για να οδηγήσουν τους βυθισμένους στην πλάνη των ειδώλων και της αμαρτίας ανθρώπους στο φως της θεογνωσίας και επιγνώσεως του μόνου αληθινού Τριαδικού Θεού. Ας αναλογισθούμε, παρακαλώ, τους υπέρ άνθρωπον αγώνες και θυσίες και κόπους και πληγές και φυλακές και θλίψεις και τον βίαιο, τέλος, θάνατο των αγίων τούτων ανδρών, χάριν της υπακοής στο πρόσταγμα του Κυρίου, χάριν της σωτηρίας ημών των εθνικών!
Για τούτο και η Εκκλησία μας από αρχαιότατους χρόνους, τιμώντας χρεωστικά το μέγιστο αυτό έργο των αγίων αποστόλων προς ευαγγελισμό της οικουμένης, καθιέρωσε σχετική περίοδο νηστείας προς τιμή τους, καθώς και τη μεν σημερινή ημέρα, την 29η του Ιουνίου, ως ημέρα μνήμης των κορυφαίων της αποστολικής δωδεκάδος, των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, τη δε αυριανή, 30η του Ιουνίου, ως ημέρα μνήμης και συνάξεως κυρίως των δώδεκα αποστόλων, αλλά ταυτόχρονα και των εβδομήκοντα και των άλλων μαθητών και μαθητριών των αποστόλων, όπως μαρτυρούν τα αρχαία συναξάρια. «Διότι, κι αν δεν τελειώθηκαν όλοι αυτοί κατά την ίδια ημέρα, αλλ᾽ ο καθένας τους σε διαφορετικό χρόνο και ημέρα», όπως καταγράφεται στο συναξάριο της ημέρας, «η Εκκλησία, αποδίδοντάς τους υπερβάλλουσα τιμή, τελεί τη μνήμη όλων αυτών από κοινού.»
Η Εκκλησία μας λοιπόν ξεχώρισε από την αρχή τα πρόσωπα των δύο αποστόλων, Πέτρου και Παύλου. Και ο μεν Πέτρος ανήκε πράγματι στην αρχική δωδεκάδα του στενότερου κύκλου των μαθητών του Κυρίου· λόγω δε της ηλικίας του, καθώς και του θερμού και δυναμικού του χαρακτήρα, αλλά και της ιδιαίτερης αγάπης του Χριστού προς αυτόν, είχε τα πρωτεία του ιερού εκείνου συλλόγου. Το τιμητικό του αυτό πρωτείο διαφαίνεται και στα Ευαγγέλια, αλλά και στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, όπου σε πολλές συνάξεις της πρωτοχριστιανικής αδελφότητας των Ιεροσολύμων είχε πράγματι μία πρωτοβουλία, ο λόγος του ενείχε ιδιαίτερο κύρος και ήταν αδιαμφισβήτητα μία ηγεμονική μορφή. Ο απόστολος Παύλος όμως δεν ανήκε στους δώδεκα αποστόλους, ούτε στους εβδομήκοντα, ούτε και είχε γνωρίσει σωματικά τον Δεσπότη Χριστό κατά την επί γης παρουσία Του. Στον Χριστό πίστευσε μετά το πάθος και την ανάστασή Του, κατόπιν εκείνης της φοβερής και αναπάντεχης οπτασίας κι ενώ πορευόταν στη Δαμασκό, κατά την οποία είδε τον Κύριον Ιησούν να τον προσκαλεί στην πίστη Του. Αυτό όμως, που τον κατέστησε αδιαμφισβήτητα κορυφαίο μεταξύ των αποστόλων, εφάμιλλο του Πέτρου, ήταν οι υπερβάλλοντες αποστολικοί του κόποι, καθώς και το ύψος και η έκταση της θεόπνευστης διδασκαλίας και συγγραφικής του δραστηριότητας. «Τι μείζον Πέτρου; η τι ίσον Παύλου», ερωτά εκπληττόμενος σε ένα εγκωμιαστικό του λόγο προς τους ισάγγελους τούτους αποστόλους ο χρυσός ρήτορας της οικουμένης, άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος;
Η ουράνια διδασκαλία και τα θεάρεστα έργα των «καλλικελάδων αυτών χελιδόνων του Πνεύματος» είναι ασφαλώς αφθονώτατα και, «επιλήψει με ο χρόνος διηγούμενον» αυτά. Θα ήθελα να σταθούμε για λίγο σε ένα κοινό σημείο της ζωής των δύο τούτων χριστοφόρων ανδρών: Σ᾽ αυτό της από βάθους ψυχής μετανοίας τους, την οποία επεσφράγισαν τα έργα τους που ακολούθησαν.
Ας αρχίσουμε από τον Πέτρο, την «πέτραν της πίστεως», κατά τον χαρακτηρισμό του Κυρίου. Αυτός ο ένθερμος μαθητής, ο οποίος φωτίσθηκε από τον Θεό και ομολόγησε την θεότητα του Χριστού, για να ακούσει το, «συ ει Πέτρος, και επί ταύτην την πέτραν (δηλ. της ομολογίας σου) θα θεμελιώσω την Εκκλησία μου», για την απροσεξία και την καύχησή του λίγο πριν το Πάθος του Διδασκάλου του -ότι τάχα κι αν όλοι τον αρνούνταν, αυτός ουδέποτε θα σκανδαλιζόταν και, αν χρειαζόταν, θα πέθαινε μαζί του-, έπεσε πτώμα μέγα! Φοβισμένος από τους λόγους κάτι υπηρετριών και ασήμων αργοσχόλων στην αυλή του Καιάφα, πριν ακόμη λαλήσει ο κόκορας δύο φορές, όπως του το είχε προειπεί ο Παντογνώστης Ιησούς, αρνήθηκε ενώπιόν τους τρεις φορές τον Ευεργέτη των απάντων, και μάλιστα με όρκους, λέγοντας ότι «ουκ οίδα τον άνθρωπον»! Δεν τον γνωρίζω αυτόν, ποιος είναι, ούτε και έχω καμμιά σχέση μαζί του! Κι όταν ο Ιησούς, θλιμμένος και εξουθενημένος από τους παρόντες και από όλους εγκαταλειμμένος, γύρισε και τον ατένισε στα μάτια και στην καρδιά, τότε ο μεγαλορρήμονας Πέτρος ήλθε σε συναίσθηση του φρικτού του πτώματος και, «εξελθών έξω, έκλαυσε πικρώς»!
Αλλά και ο Παύλος, πόσα κακά δεν έπραξε κατά της νεοσύστατης τότε Χριστιανικής Εκκλησίας, τα οποία κι ο ίδιος ομολογεί; Παρίστατο στον λιθοβολισμό του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, προσέχοντας τα ρούχα αυτών, που φόνευαν τον άγιο. Συνευδοκούσε και συμψήφιζε στη θανάτωση πιστών Χριστιανών. Καταδίωκε τα μέλη της Εκκλησίας και τα φυλάκιζε και τα ανάγκαζε να βλασφημήσουν το όνομα του Χριστού! Και, γιατί ολ᾽ αυτά; Γιατί νόμιζε ότι έτσι ευαρεστεί τον Θεό των πατέρων του!
Αλλά, ήλθε και για τους δύο η ώρα της Χάριτος. Ο Πέτρος δεν έκλαυσε μόνο μετά την άρνηση. Έκλαιγε και μετά! Καθόλη τη μετέπειτα ζωή του! Λέγεται, μάλιστα, ότι όποτε άκουγε κόκορα να λαλεί, ερχόταν στον νού του η αμαρτία του εκείνη και έκλαιγε! Αλλ᾽ επειδή είχε μετανοήσει με γνησιότητα, ο Φιλάνθρωπος και καρδιογνώστης Θεός τον συγχώρησε και τον αποκατέστησε στο αποστολικό του αξίωμα, όπως ξεκάθαρα μας διηγείται το τελευταίο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Γι᾽ αυτό κι εκεί τον ρώτησε ο αναστάς Ιησούς τρεις φορές, «Σίμων Ιωνά, αγαπάς με;», ώστε με την τριττή ερώτηση και την αντίστοιχη τριττή θετική απάντηση του Πέτρου, «ναί, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε», να εξαλειφθεί το αμάρτημα της τριπλής του αρνήσεως. Έτσι το θεολογεί προσφυέστατα στο αρμονικώτατο εκείνο δοξαστικό του Εσπερινού της σημερινής εορτής ο μέγας μελωδός και υμνογράφος, άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Τω τριττώ της ερωτήσεως, τω Πέτρε φιλείς με, το τριττόν της αρνήσεως ο Χριστός διωρθώσατο». Και στη συνέχεια άκουσε από τον Κύριο το, «βόσκε τα πρόβατά μου», με το οποίο τον καθιστούσε και πάλιν ποιμένα των λογικών του προβάτων. Και ο Πέτρος ασφαλώς δεν έμεινε μέχρις εδώ! Την αυθεντικότητα της μετανοίας του, όπως μας εξιστορεί ο κατά πλάτος βίος του, επιβεβαίωσαν οι μέγιστοι ιεραποστολικοί του κόποι και οι περίοδοι καθόλη την τότε αχανή ρωμαική αυτοκρατορία, αλλά και πέραν αυτής, που τον οδήγησαν μέχρι τη μεγαλόπολη και πρωτεύουσα Ρώμη, όπου και υπέστη το διά Χριστόν μαρτύριο επί του ασεβεστάτου αυτοκράτορος Νέρωνος, σταυρωθείς αντιστρόφως, με το κεφάλι δηλαδή προς τα κάτω, όπως ο ίδιος ο Πέτρος ζήτησε! Έτσι εκπληρώθηκε και η σχετική προφητεία του Χριστού μας, που του προείπε μετά την ανάστασή του: «Όταν γεράσεις, θ᾽ απλώσεις τα χέρια σου και κάποιος άλλος θα σε ζώσει (δεσμεύσει) και θα σε πάει εκεί που δεν θέλεις. Κι αυτό το είπε (ο Ιησούς), φανερώνοντας με ποιο θάνατο θα δόξαζε (ο Πέτρος) τον Θεό» (Ιω. 21, 18-19).
Κι ο Παύλος; Αμέσως μετά την ουράνια εκείνη κλήση του από τον Ιησούν, που μέχρι τότε καταδίωκε, παρόμοια με τον Πέτρο, μέχρι το τέλος της ζωής του θρηνούσε για όσα κακά είχε πράξει εν αγνοία του κατά της Εκκλησίας και ελεεινολογούσε τον εαυτό του. Μα, ταυτόχρονα, απεδύθη στο τεράστιο εκείνο ιεραποστολικό έργο, από τη Συροπαλαιστίνη μέχρι και την Ισπανία, υφιστάμενος πλείστες όσες θλίψεις και δοκιμασίες, για να υπομείνει κι αυτός στο τέλος τον διά ξίφους θάνατο στη Ρώμη από τον Νέρωνα. Ας τον ακούσομε και πάλιν, πως τα εκφράζει όλα τούτα με κάθε ταπείνωση και συναίσθηση, προς δόξαν Θεού: «Τελευταίο απ᾽ όλους, σαν σε έκτρωμα, εμφανίστηκε και σ᾽ εμένα (ο Χριστός). Γιατί εγώ πραγματικά είμαι ο τελευταίος ανάμεσα σε όλους τους αποστόλους· εγώ δεν είμαι άξιος ούτε να ονομάζομαι απόστολος, γιατί καταδίωξα την Εκκλησία του Θεού. Με τη χάρη όμως του Θεού έγινα αυτό που έγινα· κι αυτή η χάρη προς εμένα δεν υπήρξε άκαρπη, αλλά κοπίασα (στο αποστολικό έργο) περισσότερο από όλους τους αποστόλους, όχι βέβαια εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που με συνοδεύει» (Α´ Κορ. 15, 8-10).
Ω, μακαρία δυάδα, παμφίλτατε Πέτρε και παμμακάριστε Παύλε! Πως να σας εγκωμιάσουμε επάξια; Και, ποια ευχαριστία πρέπουσα για τους μυρίους καμάτους σας για τη σωτηρία μας να σας ανταποδώσουμε; Αλλά, παρακαλούμε, πρεσβεύσατε στον Ελεήμονα Κύριο, προς τον οποίο έχετε μεγάλη παρρησία, να μας ελεήσει και συγχωρήσει, τους αναξίους της κλήσεως και του ονόματος του Χριστού! Να μας δώσει κάτι από τη μετάνοιά σας και τα θεόδεκτα έργα της μετανοίας σας. Να ειρηνεύσει τη ζωή μας, τον τόπο μας και τον κόσμο ολόκληρο. Και να μας αξιώσει της ανέκφραστης εκείνης τρυφής του Παραδείσου, όπου εσείς χοροβατείτε με τους αγγέλους και τους απ᾽ αιώνος αγίους, με τη Χάρη και φιλάνθρωπία Του. Αμήν!