Dogma

Ομιλία στην Ευαγγελικὴ περικοπὴ της ΙΓ´ Κυριακής του Λουκά (Λουκ. 18, 18-27)

Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ «διδάσκαλε, τί ποιήσας, ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;»

Ἡ σύντομη εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, ἀγαπητοί μου ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, περιέχει ὑψηλὴ ἠθικὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν εὐαγγγελικὴ τελειότητα.

Πρὶν ὅμως ἐντρυφήσουμε σ᾿ αὐτήν, εἶναι χρήσιμο νὰ ἀνατρέξουμε στὴν ἀμέσως προηγούμενη συνάφεια τῆς περικοπῆς αὐτῆς, γιὰ νὰ διαπιστώσουμε ὅτι ὁ Κύριος μᾶς ὁδηγεῖ στὴν τελειότητα αὐτὴ κλιμακωτά, σταδιακά.

Πρῶτα λοιπὸν ὁ Χριστός μας ἀναφέρθηκε παραβολικὰ στὴν ἀνάγκη τῆς ἀδιάλειπτης καὶ μὲ ἐλπίδα προσευχῆς, ἀφορμώμενος ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῆς ἀδικουμένης χήρας, ποὺ μὲ τὴν ἐν πίστει ἐπιμονή της πέτυχε τὴ δικαίωσή της ἀπὸ τὸν κριτὴ τῆς ἀδικίας. Ἀμέσως μετά, ἐξεφώνησε τὴν περίφημη παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, γιὰ νὰ ὑπογραμμίσει ὅτι ἡ προσευχή μας εἰσακούεται ἐὰν καὶ ἐφόσον ἔχουμε ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας, ἑπομένως ταπείνωση καὶ μετάνοια, καὶ δέν κρίνουμε τὸν πλησίον. Ὅταν δηλαδὴ ἐγκολπωθοῦμε τὴν πνευματικὴ κατάσταση, ποὺ οἱ ἅγιοι Πατέρες χαρακτηρίζουν ὡς τελωνικὸν ἦθος.

Στὴ συνέχεια, μὲ ἀφορμὴ τὴν εὐλογία κάποιων ἀθώων βρεφῶν, ὁ Κύριος τόνισε τὴ σημασία τῆς ἀπόκτησης τῆς πνευματικῆς νηπιότητας, τὸ νὰ καταστοῦμε δηλαδὴ σταδιακὰ μὲ τὸν πνευματικό μας ἀγῶνα, τέλειοι μὲν στὸν νοῦ  —στὴ διάκριση δηλαδὴ τοῦ καλοῦ καὶ κακοῦ—, ἀλλὰ νήπιοι ἐν Χριστῷ στὴν καρδία, δηλαδὴ ἄκακοι καὶ ἀπόνηροι καὶ ἁγνοί, ὅπως τὰ ἄκακα βρέφη. Τέλος, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐρώτηση ἑνὸς Ἰουδαίου ἄρχοντα, γιὰ τὸ πῶς νὰ κληρονομήσει τὴν αἰώνια ζωή, ἀνέπτυξε ὁ Χριστός μας τὴν περὶ τελειότητος διδασκαλία, ποὺ περιέχει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή.

Κατ᾿ ἀρχήν, ἐπειδὴ ὁ ἄρχοντας αὐτὸς προσῆλθε στὸν Κύριο, ὄχι ὡς πρὸς τὸν σεσαρκωμένο Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ ὡς πρὸς ἕνα ὑπέροχο ἄνθρωπο καὶ διδάσκαλο, ζητώντας μάλιστα νὰ τὸν δοκιμάσει μὲ τὴν ἐρώτησή του, ὁ Χριστός μας τοῦ εἶπε: «Γιατί μὲ ἀποκαλεῖς ἀγαθόν; Ἀληθινὰ καὶ καθ᾿ ὁλοκληρίαν ἀγαθὸς εἶναι μόνο ἕνας, ὁ Θεός». Ἀλλά, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀπογοητεύσει, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι τηρεῖ τὸν Νόμο, ὡς δοτήρας τοῦ Νόμου —τὸν ὁποῖο δέν ἦλθε νὰ καταργήσει, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀναγάγει σὲ ὕψιστη τελειότητα—, ὁ Ἰησοῦς μας παραπέμπει τὸν ἄρχοντα στὶς ἐντολὲς τοῦ Νόμου, τοῦ Μωσαϊκοῦ Δεκαλόγου. Ἡ τήρηση τῶν θεϊκῶν ἐντολῶν, ἀδελφοί μου, ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴ σωτηρία μας, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς αἰώνιας ζωῆς. «Εἰ θέλῃς εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν», θὰ πεῖ κάπου ἀλλοῦ ὁ Κύριος, «τήρησον τὰς ἐντολάς».

Ἀκούγοντας ὅμως τὴν ἀπάντηση τοῦ Δεσπότου ὁ ἄρχοντας, δὲν ἔμεινε εὐχαριστημένος. Κάτι ἄλλο, φαίνεται, ἀνέμενε ἀπὸ τὸν θαυμαστὸ ἐκεῖνο Διδά-σκαλο καὶ θαυματουργὸ ἰατρό. Διότι, ὅπως δήλωσε, ἀπὸ μικρὸς εἶχε ἐφαρμόσει τὶς ἐντολὲς ποὺ τοῦ ὑπέδειξε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ καρδιογνώστης Χριστός, γνωρίζοντας τὴν πνευματική του κατάσταση καὶ θέλοντας νὰ τὸν ἀνεβάσει σ᾿ ἕνα ὑψηλότερο πνευματικὸ ἐπίπεδο, ἀναδεικνύει τὴν εὐαγγελικὴ τελειότητα, λέγοντάς του: «Ἕνα σοῦ λείπει ἀκόμη. Ἐὰν θέλεις πράγματι νὰ φθάσεις στὴν τελειότητα (ὅπως γράφει στὴν ἀντίστοιχη περικοπὴ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος), ὅσα ἔχεις πώλησέ τα καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχούς, γιὰ νὰ ἀποκτήσεις ἔτσι θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς, καὶ τότε, ἔλα, γίνε πιστὸς ἀκόλουθός μου».  Ἀλλά, σὰν ἄκουσε αὐτὰ ὁ νέος ἐκεῖνος, λυπήθηκε κατάβαθα, γιατὶ ἦταν πάρα πολὺ πλούσιος! Μὲ τὸν τρόπο τοῦτο ὁ Χριστός μας τὸν ‘‘ἀποκάλυψε’’, δηλαδὴ ἔκανε νὰ φανερωθεῖ ξεκάθαρα πὼς ὁ πόθος του γιὰ μία ἀνώτερη πνευματικὰ ζωὴ δὲν ἦταν αὐθεντικός.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὴ συνέχεια ὁ Κύριός μας ἐπεσήμανε πὼς εἶναι δυσκολώτερο οἱ πλούσιοι νὰ εἰσέλθουν στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Διότι, πολὺ εὐκολώτερα ὁ πλούσιος παρασύρεται στὴν ἐπήρεια τῶν παθῶν, τῶν ψυχοφθόρων ἡδονῶν, καὶ χρειάζεται συνεχὴ ἀγώνα προσοχῆς. Ἐδῶ νὰ τονίσουμε πὼς δὲν εἶναι καθεαυτὸ κακὸς ὁ πλοῦτος, ἀλλ᾿ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ χρήση του ποὺ κάνουμε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κάπου ἀλλοῦ τονίζει ὁ Χριστός: «Πόσο δύσκολο εἶναι νὰ σωθοῦν οἱ πεποιθότες ἐπὶ τοῖς χρήμασι», αὐτοὶ δηλαδὴ ποὺ εἶναι προσκολλημένοι στὸν ὑλικὸ πλοῦτο καὶ ἔχουν ἐκεῖ ἐναποθέσει τὶς ἐλπίδες τους. Καὶ γιὰ τοῦτο, συνεχίζει ὁ Κύριος, πὼς εἶναι εὐκολώτερο νὰ περάσει τὸ χονδρὸ καραβόσχοινο (αὐτὸ ἐννοεῖ ἡ λέξη κάμηλος, γιατὶ τὸ σχοινὶ τοῦτο γινόταν μὲ τρίχες καμήλου, ποὺ εἶναι ἀνθεκτικὲς) ἀπὸ τὴν τρύπα τῆς βελόνας, παρὰ ὁ πλούσιος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἀλλ᾿ ὅμως, θὰ καταλήξει ὁ Κύριος, δέν εἶναι τίποτα ἀδύνατο στὸν Θεό. Φθάνει νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος τὴν καλὴ προαίρεση. Γιατὶ ἀσφαλῶς καὶ πολλοὶ πλούσιοι καὶ ἄρχοντες καὶ βασιλεῖς καὶ σώθηκαν καὶ ἁγίασαν, ὅπως καὶ πολλοὶ πτωχοὶ πῆγαν στὴν κόλαση. Ὁ πλούσιος θὰ σωθεῖ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν εὐσπλαγχνία στοὺς ἐμπερίστατους ἀδελφούς του, ἐνῶ ὁ πτωχὸς μὲ τὴν ὑπομονὴ ποὺ θὰ δείξει στὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς καὶ τὴν εὐχαριστία στὸν Πάνσοφο Θεό.

Πρέπει ἐδῶ, ἀδελφοί μου, νὰ διακρίνουμε δύο γενικὰ ἐπίπεδα πνευματικῆς ζωῆς, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ πρῶτο, ποὺ ἀπαιτεῖ ἀπ᾿ ὅλους ὁ Κύριος, εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν. Ζώντας ὁ κάθε πιστὸς μία ἐνσυνείδητη ἐν Χριστῷ μυστηριακὴ ζωὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ τηρώντας τὶς θεῖες ἐντολές, σώζεται. Ἀλλὰ ἡ τελειότητα, ἡ πλήρης ἀφοσίωση στὸν Θεὸ καὶ ἀπάρνηση τῶν ἐγκοσμίων, εἶναι ἄλλο πρᾶγμα. Δὲν τὴν ἀπαιτεῖ ὅμως ὁ Κύριος, ποὺ γνωρίζει τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια. Μόνο ἐὰν ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἑκουσίως τὴν ἐπιζητήσει, τὴν προτείνει καὶ ἀπαιτεῖ ὁ Θεός, ὅπως ἔγινε καὶ μὲ τὸν πλούσιο τῆς περικοπῆς μας. Κι αὐτὸ κάνουν οἱ μοναχοί, ποὺ οἰκειοθελῶς ἀπαρνοῦνται τὸν κόσμο καὶ τὰ ἐν κόσμῳ. Τὸ σημαντικὸ ἐν προκειμένῳ γιὰ ὅλους μας εἶναι ἡ συναίσθηση ποὺ πρέπει νὰ μᾶς κατέχει γιὰ τὴν πραγματικότητα τῆς πρόσκαιρης αὐτῆς ζωῆς, ὅ,τι κι ἂν εἴμαστε: Ὅτι δηλαδὴ «τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου παράγει»! Φεύγουμε, δὲν θὰ μείνουμε αἰώνια ἐδῶ. Κι αὐτὸ τὸ φρόνημα θὰ ρυθμίζει τὴν ὅλη ζωή μας.

Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἔχει διαχρονικὴ ἀξία, εἶναι πάντα ἐπίκαιρος. Καὶ τὸ θέμα τοῦ πλούτου καὶ τῆς πτωχείας καὶ τῆς ὀρθῆς ἐκ μέρους μας διαχείρισής τους εἶναι κατεξοχὴν ἐπίκαιρο στὶς μέρες μας, μέρες ποικίλων κρίσεων: Οἰκονομικῶν, κοινωνικῶν, ἐθνικῶν. Μὰ πρέπει νὰ τονίσουμε πὼς οἱ κρίσεις αὐτὲς εἶναι ἀπότοκο τῆς μακρᾶς πνευματικῆς μας κρίσης. Ὡς πιστοὶ χριστιανοί, πιστεύουμε στὸν Θεό, ὄχι μόνο ὡς Δημιουργό, ἀλλὰ καὶ ὡς Προνοητή, ὡς Πατέρα. Τύχη δὲν ὑπάρχει. Ὑπάρχει πνευματικὸς νόμος. Κι ἐπειδή, ἀδελφοί μου, ὅλοι μας, μικροὶ καὶ μεγάλοι, παλαιότεροι καὶ νεώτεροι, «ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν», παραβήκαμε ὁ καθένας στὸ μέτρο του τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ Τὸν λυπήσαμε, ἐπέτρεψε ἡ ἀγάπη Του τούτη τὴν πολυποίκιλη κρίση γιὰ τὸ καλό, τὴ σωτηρία μας. Τὸ αἰτούμενο: Ἡ μετάνοια, ἡ διόρθωσή μας, ἡ ἀλλαγὴ τρόπου ζωῆς καὶ φρονήματος, ὡς προσώπων, ὡς κοινωνίας, ὡς ἔθνους.

Ποτὲ λοιπὸν νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε, ἀλλὰ νὰ εὐελπιστοῦμε στὸ ἔλεος τοῦ Πολυέλεου Θεοῦ. Γιατί, ἐὰν ζοῦμε μὲ μετάνοια, ταπείνωση, μάλιστα μὲ ἀγάπη, τὴ διπλῆ ἀγάπη, στὸν Θεὸ καὶ τὸν κάθε συνάνθρωπό μας, μὲ ἐλεήμονα διάθεση, μὲ προσευχὴ καὶ Μυστηριακὴ ζωή, νὰ εἴμαστε βέβαιοι πὼς καὶ ἡ κρίση τούτη καὶ ὅποιες ἄλλες κρίσεις θὰ παρέλθουν. Καὶ ὁ Κύριος θὰ εὐλογήσει καὶ τὴν πρόσκαιρη ζωή μας, καὶ θὰ μᾶς ἀξιώσει ἐκείνης τῆς ἀνέκφραστης χαρᾶς τῆς αἰώνιας ζωῆς, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας καὶ ὅλων τῶν ἁγίων. Ἀμήν!